«Αντίο Γλαρέντζα» (Πού είναι η δόξα σου;)
«Πριγκιπάτο της Αχαΐας»
(Σήμερα, στέκουν σκέλεθρα τα κάστρα του).
Γράφει ο Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας
Το 1201, ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ΄ έστειλε τους Σταυροφόρους να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους από τους… άπιστους Μουσουλμάνους.
Αυτοί όμως… παραστράτησαν και το μόνο που έκαναν ήταν να επιτεθούν λυσσωδώς με όλες τους τις δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη, την οποία κατέλαβαν, μετά τρία χρόνια, στις 12 Απριλίου 1204.
Οι Δυτικοί κατακτητές Λατίνοι Χριστιανοί είχαν θανάσιμο μίσος για τους Βυζαντινούς Ορθόδοξους Χριστιανούς, επειδή τους νόμιζαν σχισματικούς και αιρετικούς!
Κατέπεσαν, λοιπόν, στους θησαυρούς και στα χριστιανικά μνημεία της Βασιλεύουσας και άλλα άρπαξαν και τα μετάφεραν στη Δύση, άλλα τα κατέστρεψαν και σαν αγροίκοι που ήσαν... λεηλάτησαν ό,τι απέμεινε!
Ο Άγγλος ιστορικός, σερ Στήβεν Ράνσιμαν, ονόμασε την άλωση του 1204 "Έγκλημα κατά της ανθρωπότητας"!
Στους Αγίους Τόπους δεν πήγαν ποτέ. Ήταν η Δ’ Σταυροφορία, που το μόνο που την χαρακτήριζε ήταν η απόλυτη βαρβαρότητα υπό την κάλυψη/παραλλαγή… θα λέγαμε των σταυρών, που έφεραν οι Σταυροφόροι στους μανδύες και στις ασπίδες τους.
Οχτακόσια τόσα χρόνια μετά την βάρβαρη λεηλασία, ήλθε, στις 12 Μαρτίου 2000, στην Αθήνα ο πάπας Ιωάννης Β΄ και με αυτή την ευκαιρία, ζήτησε δημοσίως συγνώμη «από όσους στο παρελθόν υπέστησαν διώξεις στο όνομα του χριστιανισμού!», καθώς είπε.
Ο λαός μας, όμως, δεν πιστεύει τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», όπως μας παραγγέλλει ο Αρκάς, Νίκος Γκάτσος. Πού είναι η έμπρακτη συγγνώμη; Δεν τον ξεγελάς το Λαό, αφού… στέλνει διαχρονικό μήνυμα σε όλους τους άρπαγες του πολιτισμού μας, με πολύ σοφία: «από τότε που βγήκε το συγγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο».
Μετά την κατάλυση του Βυζαντίου, οι Λατίνοι «διεμοιράστηκαν» την Αυτοκρατορία δημιουργώντας πολλά μερίδια/κρατίδια - φέουδα.
Ένα από τα σημαντικότερα αυτά κρατίδια ήταν το «Πριγκιπάτο της Αχαΐας», δηλαδή της Πελοποννήσου όπως το έλεγαν, το οποίο δημιούργησε το 1205 ο Σταυροφόρος Ιππότης, Γουλιέλμος Σαμπλίτης.
Μετά απ’ αυτόν, το κρατίδιο περιήλθε στους Βιλλεαρδουίνους. Οι κατακτητές Φράγκοι όρισαν πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου την Ανδραβίδα, με επίνειο τη Γλαρέντζα.
Ότι απέμεινε από τη Γλαρέντζα.
Στην Ανδραβίδα, έχτισαν μεγάλο και δυνατό κάστρο, το Χλεμούτσι, στο οποίο κατοικούσαν οι πρίγκιπες και οι αξιωματούχοι της Αχαΐας. Ήταν το διοικητικό κέντρο.
Το κάστρο Χλεμούτσι στην Ανδραβίδα.
Η Γλαρέντζα, την οποία αρχικά έλεγαν «Άγιο Ζαχαρία», ήταν νοτιότερα της σημερινής Κυλλήνης. Ήταν ακμάζουσα πόλη, με δικό της νομισματοκοπείο, το οποίο δημιουργήθηκε από τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, αφού του παραχώρησε την άδεια δημιουργίας του ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ο Θ΄. Τότε, μόνο οι βασιλιάδες έκοβαν και κυκλοφορούσαν νομίσματα. Τα νομίσματα τα έλεγαν τορνέσια και τα φθηνότερα οβολούς.
Τορνέσια. Τα νομίσματα της Γλαρέντζας.
Το οχυρωμένο λιμάνι της Γλαρέντζας, ήταν απ’ τα σπουδαιότερα της Μεσογείου. Απ’ αυτό γίνονταν εμπορικές συναλλαγές με όλη την Ευρώπη. Στο «Χρονικό του Μορέως» καταγράφεται ως «η χώρα η λαμπρότερη στον κάμπο του Μορέως».
Κατά τον Παυσανία, ορεσίβιοι Αρκάδες άποικοι προερχόμενοι από το Αρκαδικό όρος Κυλλήνη, έχτισαν την πόλη Κυλλήνη, επίνειο της αρχαίας Ήλιδας, στην οποία οικοδόμησαν περίλαμπρους ναούς της Αφροδίτης, του Ασκληπιού και άλλων θεών της θεογενούς Αρκαδίας. Προστάτη καθιέρωσαν οι οικιστές Αρκάδες τον Ερμή, αφού και αυτός ο θεός γεννήθηκε στην πατρίδα τους και λατρευόταν στο όρος Κυλλήνη.
Παρενθετικά αναφέρεται πως η πάλαι ποτέ Αρκαδία των θρύλων και ειδυλλίων είναι γενέτειρα Θεών και θεαινών, όπως της Ρέας, η οποία γέννησε τον Δία, στο Αρκαδικό Λύκαιο Όρος, και έκρυψε τον άλλο γιο της, τον Ποσειδώνα, στην κρήνη Άρνη, για να τον σώσει από τον τεκνοφάγο σύζυγό της, Κρόνο.
Ακόμη, η Αρκαδία είναι γενέτειρα της Ήρας, του Ασκληπιού, της Υμνίας Άρτεμης, του Ερμή, του βουκολικού Πάνα κ.ά.
Επίσης, στο Αρκαδικό όρος Κυλλήνη, σημερινή Ζήρια, ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο Πλούτων, με προπομπό τον Ερμή, οδήγησε την κόρη της Δήμητρας, την Περσεφόνη, στον Άδη.
Για την ασφάλεια, λοιπόν, της περιοχής ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, αφού δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία, με τα χρήματα που συγκέντρωσε, έχτισε, το 1217, το κάστρο Χλεμούτσι, σε στρατηγική θέση, στο πιο ψηλό σημείο του αρχαίου λόφου Χελωνάτα.
Ο Σταυροφόρος Ιππότης, Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος.
Όταν, λοιπόν, χτιζόταν το κάστρο, οι Καθολικοί κληρικοί, επίσκοποι και καλόγεροι εξαπέλυαν κατάρες, αφορισμούς και βρισιές, κάτω από το φόβο μήπως δεν θα συμμετείχαν στη μοιρασιά της λείας, δηλαδή την κατακυριευμένη και κατακερματισμένη σε δώδεκα βαρονίες Πελοπόννησο.
Ο Πάπας Ονώριος Γ’ μάλιστα αφόρισε τον Γοδεφρείδο, αλλά ο Ιππότης… παζάρεψε τον αφορισμό και συμβιβάστηκε με τον κλήρο, αφού τον απάλλαξε από κάθε φόρο κ.λπ. Έτσι, ο Πάπας απέσυρε τον αφορισμό!
Το έμβλημα του Ιππότη Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου.
Τις πλούσιες εκτάσεις οι Λατίνοι τις είχαν αρπάξει από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού πρώτα ανάγκασαν τους ορθόδοξους αρχιερείς να εγκαταλείψουν τις Μητροπόλεις τους, επιβάλλοντας βαριά φορολογία, για τη συντήρηση του φράγκικου ιερατείου.
Οι Καθολικοί ιερωμένοι ασκούσαν και βίαιο προσηλυτισμό στον ορθόδοξο λαό, με τέλεση των ιερών ακολουθιών και μυστηρίων, σύμφωνα με το δικό τους τελετουργικό. Επίσης, σε όλες τις κεντρικές εκκλησίες, δηλαδή τους Καθεδρικούς Ναούς, λειτουργούσαν λατινότροπα και στη φράγκικη γλώσσα.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος ήταν φιλέλληνας, καθώς γράφεται στο «Χρονικό του Μορέως», μιλούσε ελληνικά, και οι Γάλλοι ερευνητές τον χαρακτήριζαν Ελληνογάλλο.
Τον αγαπούσαν και οι Φράγκοι και οι Έλληνες. Δημιούργησε ένα κοινό ελληνογαλλικό πολιτισμό και κάποιες γαλλικές γαστρονομικές συνήθειες εξακολουθούν να εφαρμόζονται και σήμερα στην Καλαμάτα.
Είναι η συνήθεια της ψητής γουρνοπούλας, δηλαδή μικρού θηλυκού χοιρινού, που ψήνουν και το καταναλώνουν στην Καλαμάτα, τους θερινούς μήνες.
Τις εδαφικές εκτάσεις των Βαρονιών, τα λεγόμενα Τιμάρια, τα οποία στα κατοπινά χρόνια της ταπεινωτικής οθωμανικής δουλείας τα είπαν τσιφλίκια, τα μοιράστηκαν εκτός από τους Βαρόνους, τους Λατίνους Επισκόπους και τους Ιππότες, και άλλα Ιπποτικά Τάγματα, τα οποία στο μεταξύ κατέφθασαν στο Μοριά.
Οι ακτήμονες ντόπιοι αγρότες ήσαν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως δουλοπάροικοι του χωροδεσπότη τους, στον οποίο ανήκε η γη. Η δουλοπαροικία ήταν μορφή δουλείας, η οποία καταργήθηκε το 1956 από τον ΟΗΕ!
Οι Έλληνες άρχοντες παρέδωσαν, σχεδόν αμαχητί, τα φρούριά τους και μάλιστα έγιναν σύμβουλοι των Φράγκων.
Μόνη αντίσταση των Ελλήνων ήταν στη Μεσσηνία, την Άνοιξη του 1205, στον «Ελαιώνα Κούντουρα». Οι Έλληνες σ’ αυτή τη μάχη νικήθηκαν και οι Φράγκοι Ιππότες, Γοδεφρείδος Α' Βιλλαρδουίνος και Γουλιέλμος Σαμπλίτης, επικεφαλείς Ιπποτών, κατέλαβαν τις σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου, παρά τη μικρή αντίσταση των Βυζαντινών.
Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας το χώρισαν σε δώδεκα Βαρονίες Ιπποτών στρατιωτικών σταυροφόρων, σε εφτά Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων και σε τρεις μοναστηριακών ταγμάτων.
Ενδεικτικά αναφέρονται, π.χ. στην Αρκαδία, οι Βαρονίες της Άκοβας στο σημερινό χωριό Βυζίκι Γορτυνίας, της Βελιγοστής στο Λεοντάρι Μεγαλόπολης,του Γερακίου στην Τσακωνιά, του Νικλίου στην Τεγέα, (αυτή ήταν Επισκοπική Βαρονία στο χωριό Μούχλι).
Τα φέουδα, τα ατομικά, τα μοναστικά και εκκλησιαστικά τιμάρια, τα κάστρα με τους χωροδεσπότες, οι Βαρονίες ήσαν κατά τον Παπαρρηγόπουλο χίλια, όπως μας λέγει πως τα βρήκε από γραφτές πηγές!
Στο χωριό Σέρβου της Γορτυνίας, επί παραδείγματι, αναφέρονται το κάστρο του Πετροκόπου και το Παλαιόκαστρο. Αλλά και τα πολύ γνωστά της Καρύταινας, της Στεμνίτσας, της Δημητσάνας, του Μπεζενίκου (Βλαχέρνας) κ.ά.
Ο λαός ήταν αδιάφορος, γιατί απλά άλλαξε για μια ακόμη φορά αφέντη, δηλαδή από τους ντόπιους άρχοντες, τους Βυζαντινούς, τους Φράγκους, τους Βενετσιάνους, τους Καταλανούς που όλους αυτούς διαδέχτηκαν αργότερα οι άξεστοι Τούρκοι!
Οι κατακτητές, αφού ήσαν λίγοι έκαναν την «ανάγκη φιλοτιμία» για να παγιώσουν την κυριαρχία τους, οπότε χρησιμοποίησαν ντόπιους για τη δημιουργία στρατού.
Είχαν και την ανάγκη γυναικών οι Φράγκοι. Πολλοί Ιππότες και οι πιο φτωχοί στρατιώτες αναζήτησαν Ελληνίδες για συζύγους ή για… συνεύρεση!
Από την επιμειξίες των Λατίνων με τους ντόπιους, εμφανίστηκε ένας πληθυσμός μιγάδων, οι αποκαλούμενοι «γασμούλοι».
Αυτούς τους αντιμετώπιζαν υποτιμητικά και οι Φράγκοι και οι Έλληνες.
Τους γασμούλους οι κατακτητές τους έκαναν στρατιώτες και για το λόγο αυτό της αναγκαιότητάς τους, τους προσκολλούσαν στην άρχουσα τάξη.
Τα παιδιά των φτωχών στρατιωτών μιλούσαν περισσότερο ελληνικά και ακολουθούσαν τη θρησκεία της μητέρας τους, σε αντίθεση με τα παιδιά των Ιπποτών, τα οποία μιλούσαν τη γλώσσα των πατέρων τους και ακολουθούσαν τη Λατινική θρησκεία.
Όλοι, τέλος, οι γασμούλοι/νόθοι μάθαιναν να αγαπούν τον πόλεμο και για το σκοπό αυτό ακολουθούσαν τους πατέρες τους.
Αργότερα, μη ξεχνάμε, τους Τούρκους κατακτητές, με το απάνθρωπο παιδομάζωμα των ελληνόπουλων δημιούργησαν στρατιές Γενίτσαρων, τους οποίους διαπαιδαγώγησαν κατάλληλα, τους άλλαξαν την πίστη και τη συνείδηση, και τους έστρεψαν λυσσωδώς εναντίον των Ελλήνων.
Λένε πως κάποιος γασμούλος έγραψε το «Χρονικό του Μορέως», απ’ το οποίο αντλούμε στοιχεία για τη φραγκοκρατία στην Ελλάδα.
Η χώρα μας υπέστη αλλεπάλληλες κτηνώδεις επιδρομές από τους «δυτικούς χριστιανούς», μετά τους Φράγκους, από Βενετσιάνους, από Καταλανούς, από Ιπποτικά Τάγματα της Βόρειας Ευρώπης, μέχρις ότου τα κάστρα τα ξαναπήραν οι Βυζαντινοί, το 1452, και από αυτούς οι ... Τούρκοι, οι οποίοι τα βρήκαν σχεδόν έτοιμα και έκαναν κάποιες προσθήκες για τις δικές τους ανάγκες.
Η φραγκοκρατία ήταν μια παρένθεση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, της οποίας υπέσκαψαν τα θεμέλια, με συνέπεια την κατάρρευσή της και την υποδούλωση της πατρίδας στους Τούρκους.
Σήμερα, η Γλαρέντζα δεν υπάρχει, «αντίο Γλαρέντζα» λέει ο λαός, και τα κάστρα στέκουν σκέλεθρα να μας θυμίζουν τους κατακτητές, αλλά και το λόγο που μας άφησε ο Μακρυγιάννης:
«Αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».
(ΕΚΜ)