.Αναδημοσίευση από ιστολόγιο της αρθρογράφου.

 

Το φουσκωτό Εγώ απλώνει, απλώνει, και φτάνει από τη Γη σε ολόκληρο το Σύμπαν.
.
Εγώ είμαι! φωνάζει αθώα, δεν βλέπω τίποτε άλλο γύρω μου. Φύση, ζώα, ένας ολόκληρος πλανήτης, τίγκα και σε ανθρώπους, τα τόσα alertπου εκπέμπονται από παντού, δεν υπάρχουν. Άσε που δεν τον νοιάζει.
Αυτός είναι άσφαλτος. Το χέρι του δείχνει πάντα πέρα μακριά. 
Αν τύχει και βρεθείς δίπλα του θα σε σπρώξει, θα σε πατήσει, θα σε λιώσει αν περνάει από το χέρι του, αλλά δεν θα γυρίσει να σε κοιτάξει. Καταφέρνει και σε διαπερνάει με πλήρη επιτυχία. Οπότε τι συγγνώμες; Τι ευγένεια, τι καλοί τρόποι! Δεν χρειάζονται. Αν τύχει και του επισημάνεις κάποιο λάθος που ενοχλεί τους πάντες βρε αδελφέ, την έβαψες. Θα σε βρίσει που του τάραξες τη γαλήνη του και βέβαια εσύ θα φταις και όλο σου το σόι. Πώς τόλμησες να βρεθείς στο δρόμο του, εδώ πάνω στο θρόνο του βασιλιά;
Θα πάει στην παραλία, ως διάττων αστέρας, θα καπνίσει τα τσιγαράκια του, θα τα σβήσει στην άμμο, στα βοτσαλάκια και μέσα στη θάλασσα, αφήνοντάς τα παρακαταθήκη στη φύση για χρόνια. Ακόμα και αν δεν καπνίζει, θ’ αφήσει τα σκουπιδάκια του εκεί (μπορεί και να αφοδεύσει, το έχω δει το έργο), γιατί εσύ που θα ξαναπάς, υποχρέωσή σου να του τα μαζέψεις, αν σε ενοχλούν, γιατί μπορεί και όχι.
 
 
Θα κάνει ντου στην παραλία μαζί με τα παιδάκια του και θα φωνάζει, θα ουρλιάζει γιατί, αφού αυτός έχει μικρά παιδιά, εσύ θα την πληρώσεις, και πάει στο καλό και η ησυχία – ούτε λόγος για την ομορφιά του τοπίου, υπερκεράζει την όλη αισθητική που σου προσφέρει αυτός απλόχερα στο πιάτο ως ένας ατόφιος επιδειξίας ασχήμιας. Εσύ δεν υπάρχεις, κι ας ψυχανεμίζεται ότι είσαστε πολλοί. Άλλος παιδί δεν έκανε μόνο η Μαριώ το Γιάννο. Εν τω μεταξύ, το περί ου ο λόγος παιδάκι πρέπει να φάει μέσα στη θάλασσα. Η μαμά στην ακρογιαλιά κι εκείνο με τα μπρατσάκια  του, τι να πρωτοκάνει; Να κολυμπάει, να αλυχτάει για να τον δει ο μπαμπάκας του, ή να καταπιεί το κακόμοιρο;
Αυτός δεν είναι ποτέ μόνος του. Παρά την υπογεννητικότητα, η παραλία και τόσοι άλλοι τόποι γεννάνε πολλά τέτοια παιδάκια που την καταντάνε εμπόλεμο ζώνη.
Το ίδιο κάνει και στην ταβέρνα, στο εστιατόριο και όπου δη. Βρίσκεται με την παρέα του, που ο καθένας είναι απορροφημένος με το κινητό του,  να τραβήξουν συν τοις άλλοις και καμιά φωτογραφία τα καλαμαράκια και τον γαύρο, και αφήνει τα κανακάρια του, ατάραχος, να ξεσηκώνουν τον τόπο. Υποχρέωσή σου να τον ανεχτείς και αν παραπονεθείς θα σου πει «παιδιά είναι». Μόνο που δεν φταίνε αυτά τα καημένα αλλά αυτός που τα εκπαιδεύει να γίνουν σαν τα μούτρα του.
Έχεις δει τη συμπεριφορά του στο αυτοκίνητο; Δεν χρησιμοποιεί τα φλας ποτέ, είναι μόνο για ομορφιά του αυτοκινήτου. Τον περιμένεις ή δεν τον περιμένεις, θα σε αιφνιδιάσει και θα κάνει την επεισοδιακή κίνηση, έτοιμος για όλα, χωρίς να σκεφτεί ότι απλώς η τύχη κι αυτή τη φορά ήταν με το μέρος και το δικό του και το δικό σου. Την άλλη όμως;
Θα σου βγει από το πιο ανύποπτο σοκάκι, εσένα που πηγαίνεις ήσυχος στον κεντρικό δρόμο, και θα θεωρήσει καθήκον σου να εξαφανιστείς αν είναι δυνατόν για να περάσει ο άρχοντας – στο «δικό του το χωριό» έχει πάντα προτεραιότητα. Θα στείλει το παιδάκι του, για να το ξεφορτωθεί, βόλτα με το ποδηλατάκι του σε έναν μεγάλο δρόμο μέσα στη νύχτα, χωρίς καθόλου φώτα, και θα παίξει κορόνα γράμματα τη ζωούλα του. Αν το δεις το είδες, αλλιώς εσύ γίνεσαι φονιάς μια όμορφη νύχτα με αστροφεγγιά.
 
 
Τον έχεις προσέξει πόσο πολυάσχολος έχει γίνει τα τελευταία χρόνια; Δεν μπορεί να περπατήσει ούτε βήμα χωρίς να μιλάει στο κινητό. Όλα εκεί στον δρόμο τού προκύπτουν. Κυκλοφορεί σαν χαμένος στο Διάστημα, με ακουστικά ή χωρίς, φωνάζει, θες δεν θες ακούς τα κρίματά του και τους καημούς του, και εκεί που περπατάς ήσυχος σού χαλάει η διάθεση και τον συμπονάς από καρδιάς! Έτσι κι αλλιώς, όπου και να βρεθεί. θα φωνάζει, θα διαλαλεί την ύπαρξή του. 
 Όλα αυτά τα σημαντικά φυσικά μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή και μέσα στο αυτοκίνητό του. Οπότε, το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο στο κινητό, μπορεί ωστόσο να καπνίζει κιόλας αν είναι επείγον. Μην εξαιρέσουμε ότι έχει και μηχανάκι και κάνει τα ίδια, νιός ων ή γέρος. Ο απόλυτος μάγκας!
Τρελαίνεται για τα πανηγύρια, που στον καιρό μας ονομάζονται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η γυροβολιά και η γουρνοπούλα δίνουν και παίρνουν κι αυτός μπροστάρης θα πιεί τον Βόσπορο. Εκεί το γλέντι φτάνει στο αποκορύφωμα και θα ρίξει και τις μπαλωθιές του για εκτόνωση. Τώρα, αν δίπλα του καίγεται όλη η Ελλάδα, σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, Α!, είναι τρεις πιθαμές από τον κώλο του, οπότε, γαία πυρί μειχθήτω! Εξάλλου έχει έρθει για να ξεσκάσει εδώ, τα παραπάνω είναι μακριά, μην τον ταράζετε!
 
 
Όσον αφορά την τοποθέτησή του επί παντός του επιστητού, σε τα μας; Τα γνωρίζει όλα ο παντογνώστης, ουδείς έχει δικαίωμα για την αντίθετη γνώμη, μια τεκμηριωμένη ας πούμε και κάτι τέτοια ψιλά… Πολιτικά έχει την καλύτερη άποψη για το κόμμα του και με το αντίπαλο κόμμα βεβαίως είναι ορκισμένος εχθρός. Οι απέναντι, εμείς σωστοί, οι άλλοι λάθος. Εάν ψελλίσεις καμιά προφανή αλήθεια, είσαι ή του αντιπάλου ή θα σου φορτώσει οπωσδήποτε κάποια τέλος πάντων κομματική ταυτότητα. Αν εσύ επιμείνεις: όχι ρε παιδί μου, δεν ανήκω πουθενά, τους έχω σιχαθεί. Καλέ σιγά που θα σε πιστέψει, σίγουρα είσαι… κρυφοκάτι αλλά ντρέπεσαι να το παραδεχτείς.
 
 
Αποφεύγει την αλήθεια σαν το διάολο το λιβάνι και της δίνει άλλ’ αντ’ άλλα νοήματα, όπως τον συμφέρει. Το παραμύθι είναι ωραίο, έχει πρίγκιπα την αφεντομουτσουνάρα του  και δράκους εμάς τον συρφετό, τους τίποτα. Όντας αυτός ο καλύτερος, πιστεύει και κοκορεύεται ότι ανήκει στον περιούσιο λαό, είναι απόγονος και κληρονόμος  ενός λαμπρού πολιτισμού, άρα μονοπώλιό του μετά από χιλιάδες χρόνια. Αυτός τώρα δεν χρειάζεται να κουνήσει βέβαια ούτε το μικρό του δαχτυλάκι, μπορεί μόνο να δρέπει καρπούς από την παλιά δόξα, που πια έχει σκορπιστεί  στους πέντε ανέμους. Δεν έχει καλή επαφή με το τι συμβαίνει γύρω του, ειρωνεύεται και κοροϊδεύει τους ξένους, –δεν ξέρουν να ζήσουν– γιατί γαλουχήθηκε με άλλες «αρχές»,  μέσα και η παρανομία, η παγαποντιά, η όλων των ειδών πελατειακή σχέση και τα διαπλεκόμενα, για τα οποία Μη μιλάς, Σώπα.
 

Κολακεύει και θαυμάζει, γίνεται κολλητάρι, αν μπορεί, εκείνων που έφτασαν «στον κολοφώνα της δόξας τους», –τυχάρπαστοι και αμφιλεγόμενοι, που τους φωνάζουμε καλλιτέχνες, και όλων των άλλων ειδών άτομα με  «κύρος»– που με οποιοδήποτε μέσο κατάφεραν να πουλάνε αέρα κοπανιστό και να βρίσκονται στον αφρό, με την απόλυτη συνδρομή εξυπακούεται και των μέσων επικοινωνίας. Κάνει το παν να τους μιμηθεί και είναι το απόλυτο πρότυπό του. Το μυαλό, το πνεύμα, που λέγαμε κάποτε, το πούλησε για μια κάλπικη δεκάρα ή καταχωνιάστηκε μέσα στην αμνησία του. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, είπε, και όλοι οι άλλοι πέρα στους πέρα κάμπους. Αν ενωθεί με τους άλλους, έχει λόγο, έχει δύναμη, αποκτάει δικαιώματα, αυτά που του ανήκουν. Το ξέρει; Μπα, είναι απωθημένο από τη μνήμη κι αυτό, θέλει εμφύλιο αίμα, θέλει εκδίκηση, για όλα φταίνε οι άλλοι, οι άλλοι. Ξεχνά τα στερεότυπα σεβασμός προς τον συνάνθρωπο, αγάπη, αλληλεγγύη, για να πάει μπροστά, να βελτιώσει τη ζωή του, ένας σοβαρός λόγος που βρίσκεται σε αυτή τη Γη...
Και βέβαια δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Τι κι αν έχει δεχτεί καντάρια καταπίεσης χρόνων και χειραγώγησης. Τι κι αν είδε τη ζωή του να γυρίζει ανάποδα, να υφίσταται τα πάνδεινα, να είναι ένας πολίτης της εσχάτης κατηγορίας, να έχουν χορέψει επάνω του αρπακτικά όλους τους χορούς κι εκείνος μόνο του Ζαλόγγου! Μνήμη χρυσόψαρου.
 
.
Αυτά όλα προ αυτής της πρωτόφαντης  πανδημίας, που ακόμη και για την επιστήμη είναι ένα πρωτόγνωρο γεγονός, το οποίο κι εκείνη ανακαλύπτει, με τα δικά της μέσα, μαζί μας. Τώρα λοιπόν που ο κορωνοϊός έχει επισκιάσει τα πάντα, αυτός έβγαλε όλα  τα βέλη από τη φαρέτρα του και κάνει γιούρια. Ποια πανδημία, ποιος κορωνοϊός, ποια εμβόλια, ποιοι επιστήμονες, ποια μάσκα, ποια προστασία. Μεταχειρίζεται ως ηχηρό προκάλυμμα τα δικαιώματα και την ελευθερία του και τα απαιτεί, τα δικά του το επισημαίνουμε, μην υπολογίζοντας καθόλου το δίκαιο και την υγεία του πλησίον του ούτε τα καντάρια ανελευθερίας  και στέρησης δικαιωμάτων  που έχει καταπιεί αχώνευτα. Ήρθεν η ώρα του να κάνει την επανάστασή του. Η «ευρυμάθειά» του δίνει και παίρνει, πάντα εις βάρος των άλλων φυσικά. Συνωμοσίες που υποκρύπτονται, που μόνο αυτός ο υποψιασμένος και η  παρέα του έχουν πάρει πρέφα – ο καθείς με το μυαλό του. Λάβρος, μέσα στον μεσαιωνισμό του,  φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της παγκόσμιας σκευωρίας με απίστευτες, ευφάνταστες, αστήρικτες, στείρες θεωρίες, που, δυσκολεύτηκε αλλά το βρήκε, έχουν στόχο ολόκληρο τον πλανήτη.
Υποχθόνιοι, που πολλές φορές έχουν όνομα, με ύπουλα, υπόγεια συμφέροντα, θέλουν να μας καταστρέψουν και, ευτυχώς, που υπάρχει κι αυτός ο πεφωτισμένος να βγει στους δρόμους  και, σαν σύγχρονος σωτήρας   να σώσει, προσοχή, μόνο το τομάρι του, από όλο αυτόν τον Αρμαγεδδώνα που επελαύνει.
 

Στο πυρ το εξώτερον τα εμβόλια, μη νοθευτεί το αξιοζήλευτο DNA  και χάσει η Βενετιά βελόνι. Ξεχωρίζουμε στην άκρη, με αμέριστη κατανόηση, τον άνθρωπο που φοβάται, που είναι επιφυλακτικός, ας συμπεριλάβουμε και αυτόν που είναι έρμαιο, ή επιρρεπής, της παραπληροφόρησης των social media. Για τους «εφευρηματίες» όμως μηχανορραφιών, ίντριγκας, σκευωριών εναντίον ολόκληρης της οικουμένης, γινόμαστε εμείς υπερβολικά καχύποπτοι και δύσπιστοι για τους απώτερους σκοπούς που  εξυπηρετούν, παίρνοντας δυστυχώς και πολλούς ανύποπτους στον λαιμό τους, που συμμετέχουν άθελά τους στα βρόμικα παιχνίδια τους. Και το πιο ουσιώδες, αφαιρείται το δίκαιο δικαίωμα του άλλου! Λέω εν τω μεταξύ εγώ, μισοαστεία ή μισοσοβαρά, γιατί να μην είναι το όλον τούτο το παραπάνω μια συνωμοσία δικιά τους;
 
 Κοιτάζω στον καθρέφτη και κάτι μου θυμίζει αυτός ο τύπος, μπορεί να είμαι και εγώ, ποιος ξέρει; Αλλά όπως τα έγραψα απλά και ωμά έτσι και τα σκέφτομαι: Τι θα μπορούσα να κάνω; Πού να τρέχω τώρα; Άλλωστε, τις λέξεις συνείδηση, συναίσθηση, τις έχω αποβάλλει από το λεξιλόγιό μου. Έχω κουτσοβολευτεί με τα χάλια μου, δεν υπάρχουν δυνάμεις και η απογοήτευση και ο φόβος κυρίαρχα παντού. Θα κατσικωθώ εδώ για να κρίνω  απλώς τα κακώς κείμενα. Εγώ εξάλλου μόνη μου τι να κάνω; Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα που λέγανε και οι παλιοί; Θα δεχτώ αγόγγυστα τη μοίρα μου. Αφού το ξέρω, τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει. Άνετα είναι σ’ αυτήν καρέκλα. Μην ενοχλείτε.
 
Μαρίνα Μαραγκού.
.
(ΧΙΜ)

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.