.Γράφει ο Αθ. Π. Στρίκος.
Με τον στίχο του Σοφοκλή (Αντιγόνη 781) είχαμε ασχοληθεί και κατά το παρελθόν (Αρτοζήνος Αριθμ. Φ. 209 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2018).
Τελευταία βρέθηκε τυχαία μπροστά μου όλο το χορικό, που το είδα προσεχτικά και τρελάθηκα. Είδα λέξεις στη δωρική διάλεκτο που ποτέ δεν είχα προσέξει, εκτός απ’ το ἀνίκατε και μάχαν του πρώτου στίχου και αναρωτήθηκα γιατί μέσα στην Αθήνα της εποχής που κυριαρχούσε η αττική διάλεκτος με όλα εκείνα τα τεράστια πνεύματα σε όλα τα είδη του λόγου, ο τραγικός ποιητής όταν φτάνει στο χορό αλλάζει διάλεκτο και το γυρίζει στα δωρικά; Και απάντηση δεν μπόρεσα να βρω άλλη εκτός του ότι η δωρική είναι βαρειά γλώσσα που εκφράζει βαρειά πράγματα, όπου κάτσει κάθισε και ότι είχε σχέση με τη μουσική. Άλλωστε όλοι οι λυρικοί ποιητές στα δωρικά γράφουν. Και οι Δωριείς σ’ αυτό το είδος, όπως και στον χορό -που έκτοτε κανένας ποιητής δεν χρησιμοποίησε παρά μόνον ο Σαίξπηρ στην εισαγωγή του έργου του «Ρωμαίος και Ιουλιέττα»- ήταν μια απ’ τις καλές τέχνες.
Εκτός, λέω, από τον πρώτον στίχον που όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει, ελάχιστοι νομίζω έχουν δει τα παρακάτω. Και λιγότεροι ακόμα τα έχουν προσέξει, κι ακόμα πιο λίγοι έχουν επιχειρήσει να εμβαθύνουν, έστω κι αν είναι ειδικοί φιλόλογοι.
Είδα λοιπόν φοβερές λέξεις στο χορικό όπως ἐννυχεύεις (εσύ έρωτα ξενυχτάς), ὑπερπόντιος καὶ ἀγρονόμοις αὐλαῖς φοιτᾶς (φτερουγίζεις πάνω απ’ το πέλαγος και τα αγροτικά καλύβια), φύξιμος οὐδείς (κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, να ησυχάσει από σένα, να βρει άσυλο. Λεξάρα το φύξιμος αντί φεύξιμος > φεύγω), ἁμερίων ἀνθρώπων (αντί ἡμερίων δηλαδή καθημερινών, εφήμερων· και μήπως δεν είναι εφήμερος ο άνθρωπος εν αντιθέσει με τον έρωτα που είναι αθάνατος;) Ὁ δ’ ἔχων μέμεινε (αυτός που σε έχει τρελαίνεται. Παρακείμενος του φοβερού ρήματος μάω το μέμεινε). Και μετά «σὺ παρασπᾶς ἐπὶ λώβα» (σύ παρασύρεις στην καταστροφή. Να και η λέξη λώβα = αρρώστια, λέπρα, καταστροφή, που τη λένε ακόμα στη Γορτυνία), και νικᾶ ἵμερος (νικάει ο πόθος). Απ’ αυτόν τον ἵμερον έχουμε το μεράκι με σίγηση του αρχικού φωνήεντος κι ας λένε το μεράκι τούρκικο οι γλωσσολόγοι), και ἐναργὴ βλέφαρα είναι τα ωραία μάτια, εὐλέκτρου νύμφας (λαχταριστής νύφης). Πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς ἐμπαίζει (τους μεγάλους νόμους τους εμπαίζει), ἄμαχος θεὸς Ἀφροδίτα (η ακαταμάχητη θεά Αφροδίτη). Και πιο κάτω έχει το μεγάλο στίχο που δανείστηκε η Κασσιανή στο δικό της ποίημα οὐκέτι δύναμαι ἴσχειν πηγὰς δακρύων (δεν μπορώ να κρατήσω τις πηγές των δακρύων μου, να δαμάσω, ἴσχειν - ἰσχύς, ἰσχυρός). Και όλ’ αυτά για τον έρωτα. Γυρίστε πίσω και ξαναδείτε τις λέξεις. Τρελάθηκα.
Κι όταν τα είπα σε φίλο καθηγητή, συνταξιούχο πια, μου είπε: απορώ τί διδάσκαμε στα σχολεία τόσα χρόνια. Γιατί δεν είναι ανάγκη να βγει ολόκληρη η Αντιγόνη. Την υπόθεση, την ιστορία μπορούμε να την πούμε σε μια μέρα, σε δυο ώρες. Είναι όμως ανάγκη να σταματάει ο δάσκαλος στα δυνατά σημεία, που δυστυχώς κανένας δεν σταματά. Ή μάλλον τα περνούσαμε στα γρήγορα, δεν τα είχαμε ούτε στις εξετάσεις, γιατί είναι στα δωρικά, έλεγαν, και τα αφαιρούσαμε και κανείς δεν έδινε σημασία στο παρασπᾶς ἐπὶ λώβας (= σύ έρωτα παρασύρεις στην καταστροφή), στο ὁ δ’ ἔχων μέμηνε (= όποιον τον καταλάβει τρελαίνεται), στο ἄμαχος θεὸς Ἀφροδίτα (= ακαταμάχητη θεά Αφροδίτη) και πάνω στο χορικό να μείνει ο δάσκαλος μια βδομάδα.
Ποτέ, λέω, αυτά τα πράγματα δεν τα είδαμε, δυστυχώς, σοβαρά. Τώρα θα ήθελα να πάω να σπουδάσω, είπεν ο φίλος, και στα ογδόντα μου ν’ ανέβω στην έδρα να διδάξω. Και το ερώτημα που τίθεται (τίθεται το ερώτημα, όχι μπαίνει που λένε οι ανόητοι, αφού το ερώτημα δεν είναι καρφί για να μπει) είναι γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δυνατός θεός, ανίκητος, ακαταμάχητος; Εδώ να απαντήσουμε. Να μάθουμε να απαντάμε στα γιατί. «Δικτάτορας» του κόσμου ολοκλήρου είναι ο έρωτας.
Οι κατά καιρούς εμφανιζόμενοι δικτάτορες που καταδυναστεύουν τους ανθρώπους είναι τίποτα. Αυτούς όλους και τους νόμους τους και τους κανόνες και τα διατάγματά τους τα σαρώνει ο έρωτας. Τίποτα δεν του αντιστέκεται. Κι ακόμα έθιμα, πλούτη, φραγμοί, τείχη, στρατούς τους καταβάλει η ακατανίκητη δύναμή του. Τους μεγάλους νόμους τούς εμπαίζει. Αυτός είναι ο υπέρτατος νόμος της φύσης και η φύση είναι παντού ανίκητη.
Πριν κλείσω τη σημερινή παρέμβαση, κρίνω σκόπιμο να πω ότι στους αρχαίους, όπως πάνω απ’ τους θεούς ήταν μόνον η Μοίρα – γιατί δεν θ’ αναλύσουμε τώρα – έτσι και πάνω από τον παντοδύναμον και ανίκητον έρωτα είναι οι Μούσες, για τις οποίες υπόσχομαι να μιλήσουμε, συν θεώ σύντομα. Οι μόνες που δεν τον φοβήθηκαν τον έρωτα. Λέει η Κύπριδα Αφροδίτη, θεά του έρωτα στις Μούσες:
«Να την τιμάτε κοπελιές την Αφροδίτη, Αλλιώς τον Έρωτα εξοπλίζω κατά πάνω σας».
Και της απαντούν: «Στον Άρη οι φλυαρίες σου, κυρά μου». Και συνεχίζουν: «Να πετάξει το παιδαρέλι εναντίον μας δεν το μπορεί». (Η μετάφραση από το ποίημα – επίγραμμα του Μουσίκιου από την Παλατιανή Ανθολογία, Θ. 39, αγνώστου ποιητή, για όσους τυχόν θέλουν να δουν και το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο, είναι του Παντελή Μπουκάλα από το βιβλίο του «το αίμα της αγάπης – ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση», εκδόσεις Άγρα σελ. 159.
Και οι Μούσες είναι πάνω από τον παντοδύναμον Έρωτα, γιατί και τον Έρωτα αυτές τον ξεσηκώνουν, τον κινητοποιούν, του δίνουν τη δύναμη να κινηθεί αυτόματα και να είναι νικητής. Μεγάλη λέξη ο αυτόματος. Αυτός + μάω > μετοχή μάων, μάουσα μούσα. Μάω = θέλω να παίξω, να γελάσω, να χορέψω, να τραγουδήσω, να υμνήσω το θεό μου, να σκαλίσω ένα ξύλο και άλλα πολλά, με τις δικές μου δυνάμεις για να νοιώσω ελεύθερος. Αυτές του γεννούν τον ποιητικόν οίστρον με την ευρεία έννοια, ώστε με όπλα των Μουσών ο έρωτας τοξεύει τους ανθρώπους. Και όλοι οι μεγάλοι ποιητές από τον Όμηρο και εξής την Μούσα επικαλούνται να τους βοηθήσει για να εξυμνήσουν τον έρωτα και όλα τ’ άλλα.
Κλείνω τα συμπληρωματικά για το έρως ανίκατε μάχαν, λέγοντας ότι οι αρχαίοι βλέπανε το φαινόμενο ζωή σωστά. Αυτό που είναι, και για τούτο μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν, να λύσουν τα προβλήματα που δεν μπορούμε εμείς σήμερα.
Απορώ και θα απορώ ώσπου να πεθάνω – τό ’χω ξαναγράψει – πώς ένας υπουργός απ’ όλους όσους πέρασαν μέχρι σήμερα, δεν σκέφτηκε ότι το πιο όμορφο, το πιο άμεσα συνδεδεμένο με τον λόγο είναι η λέξη. Ότι η λέξη αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι της ζωής, και η ιστορία μιας λέξης είναι μεγαλύτερη από την ιστορία μιας εκστρατείας, όπως προσφυώς λέγεται. Το παιδί αποκτά λόγον λέγοντας μια μια τις λέξεις. Λέει μαμά, νάνι, μπαμπά. Και μετά να δει τα κομμάτια που κρύβει η κάθε λέξη, από τί αποτελείται για να φανεί η μεγαλοπρέπειά της. Κι όχι να λέμε πως δεν υπάρχουν λέξεις αλλά μορφήματα και άλλες αηδίες που αραδιάζουν οι γλωσσολόγοι, διδάσκονται στα σχολεία και βασανίζουν τα παιδιά που απεχθάνονται τη μεγάλη ελληνική γλώσσα. Δίνουν και παίρνουν βλακώδεις όροι όπως τριβόμενα σύμφωνα, σύμπλοκα, αντώνυμα, και άλλα εξ εσπερίας εισαγόμενα, αδούλευτα και ανεπεξέργαστα ανάμικτα με αγγλικούρες.
Και επειδή αναφερθήκαμε στη μεγαλοπρέπεια των λέξεων της ελληνικής, ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη απρόοπτος. Α (στερητικό) + προ + ὄπωπα (παρακείμενος β του ὁρῶ > οπτική). Και είναι άλλο το απρόοπτο άλλο το προβλέψιμο (προ + βλέπω). Έτσι όταν ξέρεις τη λέξη βγαίνεις άλλος άνθρωπος απ’ το σχολείο. Πώς θα τα καλλιεργήσουμε τα παιδιά χωρίς να μάθουν τις λέξεις; Και φθάσαμε στο σημείο ο άλλος να μιλάει και να μην ξέρει τί λέει. Φανταστείτε να τις νιώθαμε τις λέξεις. Και να εξηγεί ο δάσκαλος πού θα τη χρησιμοποιήσει ο μαθητής και πότε ώστε να είναι σωστά στη θέση της. Το πιο σπουδαίο, το πιο αναγκαίο μάθημα η ετυμολογία των λέξεων.
Βλέπουμε ότι οι αρχαίοι βίδωναν ηλεκτρονικά ρολόγια με τις λέξεις. Εμείς σήμερα όχι μόνο δεν φτιάχνουμε αλλά τις βρίσκουμε έτοιμες και τις πετάμε, τις καταστρέφουμε, τις αγνοούμε, δεν θέλουμε να τις ακούμε και βουλώνουμε τ’ αυτιά μας, αποστρέφοντες απ’ αυτές το πρόσωπό μας. Είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Υστερόγραφο. Μεγάλο μυστήριο πώς έγιναν αυτές οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας. Πώς οι απλές φωνές στην αρχή έγιναν λέξεις και γιατί έγιναν αυτές οι λέξεις, που δουλεύτηκαν με τους αιώνες και βλέπουμε σε μια μικρή απόσταση αλλιώς το λέει ο ένας κι αλλιώς ο άλλος. Και η λέξη τραγωδία να δημιουργεί την ίδια εικόνα, το ίδιο συναίσθημα σ’ όλους τους λαούς… Το μεγαλύτερο μυστήριο ο λόγος.
.
(XIM)