Τώρα που λήθη ακόμα δεν γίναμε,
σε ρωτώ,
ενάντια σε ποιες μνήμες πολεμάς,
ποιες θύμησες κυνηγάς,
τί προσπαθείς να λησμονήσεις;
Ενώ, σπειροειδώς οι εικόνες ζωντανεύουν,
νιώθω,
ανάμνηση γίνονται οι ηλιοφώτιστες αλήθειες,
αλληλοδιαδέχονται ως θολερές εμπειρίες,
και παράμερα, ανέμελα, μας εγκαταλείπουν.
Όταν επικρατήσει η λησμοσύνη,
αναρωτιέμαι,
η προσδοκία, πού θα εναποτεθεί;
αφού, μια ζωή που έχει διαγραφεί,
ξεθώριασε, ως κανένας διόλου να μην θυμάται.
Καθώς, κωφεύοντας πλέον οδεύεσαι,
και συνθηκολογείς,
με την ψυχική στέρηση μιας ασθενούς μνήμης,
γιατί, δεν θυμάσαι δυο μάτια αγάπης,
που πασχίζουν ενάντια στη λησμονιά;
Αποζητά ο στοχασμός ίαμα στη λησμοσύνη,
μα θλίβεσαι,
που η ζήση κρύβει τη δικιά της επιταγή,
αγκάθι άβολο στης σκέψης την οδύνη,
σε μιας αγάπης την υστερνή αναλαμπή.
Αγνώ, 30.10.2017
(ΕΚΜ)