Κάποτε, σε ένα σπίτι κατοικούσε ένα κοριτσάκι εφηβικής ηλικίας. Ήταν όμορφη σαν την αγάπη και γι’ αυτό την ονόμασαν Αγάπη. Εκεί ζούσε με τον πατέρα της, καθώς η μητέρα της είχε πεθάνει εδώ και χρόνια. Ξέρω πως αυτή η ιστορία ακούγεται ήδη δυσάρεστη, στη συνέχεια, όμως, γίνεται περισσότερο, αφού ο πατέρας την χτυπούσε την αγάπη, λες και είχε κάτι μαζί της, λες και είχε πάθει και αυτός κάτι, όταν ήταν παιδάκι. Η αγάπη δεν μίλαγε, παρέμενε σιωπηλή στο δωμάτιο της, με τα χέρια στα γόνατα, προσπαθώντας να μην μισήσει τον ίδιο της τον μπαμπά, και κάθε φορά, μετά από κάθε καυγά, η αγάπη ρώταγε τον πατέρα της:
-Μ'αγαπάς;
-Ναι, απαντούσε εκείνος.
Οι μέρες περνούσαν και οι γείτονες άκουγαν τις φωνές, μα κανένας δεν έκανε κάτι γι' αυτό, καθώς έλεγαν:
-Τον ξέρουμε αυτόν, κανείς δεν τα έβαλε μαζί του ποτέ, κανείς δεν τόλμησε…
Καθώς είχαν κι εκείνοι έναν τέτοιον…, το γεγονός παρέμενε, και η αγάπη υποφέρει, χωρίς να μπορεί να προσφέρει αυτά που θέλει.
Μια μέρα κλασσική που η αγάπη φοβόταν να φοβηθεί, παίρνει αγκαλιά τον πατέρα της και εκείνος τη ρωτάει:
-Τί;
-Μπαμπά ό,τι και να κάνεις, εγώ σε αγαπώ πολύ, αποκρίθηκε εκείνη.
Εκείνος, αντί να συγκινηθεί, παίρνει την κόρη του και την πετάει απότομα έξω, στο δρόμο.
-Να πας να χαθείς της φώναξε.
-Αντίο, είπε χαμογελαστή, γιατί η αγάπη συγχωρεί.
Κι από τότε, γυρνάει στους δρόμους, για να βρει κάποιους τρελούς, που λένε πως την ψάχνουνε και αυτοί.
-Πάει, χάθηκε λένε πολλοί.
-Έχει φύγει από τη γη υποστηρίζουν άλλοι.
Ναι, μπορεί, και έχουν περάσει και χιλιάδες χρόνια, από τότε που την είδαμε τελευταία φορά, αλλά, πιστεύω πως η αγάπη κυκλοφορεί κάπου ακόμα. Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι στο δρόμο, ή ανάμεσα σε φίλους. Εγώ πρέπει να την είδα μια μέρα, στην επιστροφή από το σχολείο.
Βικτωρία Πάστρα (Γ Γυμνασίου)
(ΕΚΜ