Ο μπάρμπα-Γιώργος κατηφόρισε από το σπίτι του στο σούπερ-μάρκετ.

«Πρέπει να πάρω ζάχαρη, αλεύρι και... Μα τι έπρεπε να πάρω; Η συχωρεμένη η Νίτσα μου θα 'ξερε. Πάντοτε όταν πήγαινα κάτου στο χωριό για να πάρω προμήθειες μου έλεγε τι χρειαζόταν πολλές φορές για να μην το ξεχάσω», σκέφτηκε. Αχ! Γέρασες μπάρμπα-Γιώργη και άρχισες να ξεχνάς...», μονολόγησε.

Το να μιλά στον εαυτό του ήταν κάτι που του ‘γινε συνήθεια όταν ήρθε στην πόλη, πριν δυο χρόνια. Όσο ζούσε η γυναίκα του μιλούσε σ' αυτήν. Μετά όταν πέθανε αυτή, ο μπάρμπα-Γιώργος μιλούσε στο γάιδαρο του, τον Μένιο. Τώρα εδώ στη πόλη δεν είχε με ποιόν να μιλήσει και έτσι μιλούσε με τον εαυτό του. «Αλλά και ο Μένιος μου θα γέρασε» συλλογίστηκε. «Θα έχει μαραζώσει εκεί πάνου που δε με βλέπει» και δάκρυσε. Κάτι που δεν έκανε ούτε όταν σκεφτόταν τη γυναίκα του.

Μπήκε στο σούπερ-μάρκετ. Αφού πήρε τη ζάχαρη και το αλεύρι, έφυγε. Δε μπόρεσε τελικά να θυμηθεί τι ήταν αυτό που χρειαζόταν ακόμη. Πήρε και μερικές σοκολάτες για τη περίπτωση που έρχονταν τ' αγγόνια του. Γυρνώντας στο σπίτι του πέρασε εμπρός από μια βιτρίνα. Μέσα απ' αυτή ο γέρος είδε ένα κασκέτο σε ένα ράφι και σκέφτηκε: «Ένα κασκέτο σαν κι αυτό θα μου ‘ταν πολύ χρήσιμο. Θα μου ζέσταινε το κεφάλι το χειμώνα και θα το προφύλαγε το καλοκαίρι απ' τον ήλιο.»

Για μια στιγμή ταλαντεύτηκε και πήγε να μπει μέσα, μα αμέσως σταμάτησε. « Όχι, δε μπορώ. Η σύνταξη μόλις που μου φτάνει για να πληρώσω τους λογαριασμούς, το νοίκι και το φαΐ μου. Και ο Κώστας όλο και έχει ανάγκη από κάποια χρήματα. Όχι! Το κασκέτο μπορεί να περιμένει.»

Ο Κώστας, το παιδί του, τον θυμόταν μόνο όταν χρειαζόταν λεφτά - κάτι που συνέβαινε συχνά - αλλά τον γέρο δεν τον πείραζε. Του έδινε όσα λεφτά είχε χωρίς να παραπονιέται. «Γέρος άνθρωπος είμαι. Τι να τα κάνω τα λεφτά;», επέμενε όταν ο Νίκος ο μανάβης, ο μόνος του φίλος εδώ στη πόλη, του έλεγε να κρατήσει και τίποτα για τον ίδιο.

Ο γέρος μπήκε στο σπιτάκι του και άφησε τα ψώνια στο τραπέζι της μικρής του κουζίνας. Κάθισε και συλλογίστηκε τι θα μπορούσε να κάνει. Στο χωριό, τώρα θα πήγαινε στο καφενείο «Γαλήνη», θα έπινε τον καφέ του και θα συζητούσε με τους φίλους του ή θα έπαιζε τάβλι. Αλλά εδώ, τι να κάνει; Ας όψεται η καρδιακή προσβολή που τον έφερε να ζήσει στη πόλη. Θα μπορούσε ίσως να πάει στον Κυρ-Νίκο. Αλλά όχι... Είχε φύγει για διακοπές με την οικογένειά του. Έτσι ο μπάρμπα-Γιώργος πήγε στο κρεβάτι του, όπως κάθε μέρα όλο και νωρίτερα -αν και δε τον έπαιρνε ο ύπνος ποτέ πριν τις δώδεκα-, όπου και έμενε κάθε πρωί ως αργά. Στο χωριό ξυπνούσε απ' τις πέντε για να κάνει τις δουλειές του. Αλλά εδώ, γιατί να σηκωθεί; Γιατί να πηγαίνει βόλτα κάθε απόγευμα; Γιατί καν να ζει; Μ' αυτές τις σκέψεις και άλλες το ίδιο πικρές τον βρήκε την επόμενη μέρα η αυγή.

Δ.Η.Χ

 

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.