Ήμουνα δέκα χρονώνε.

Με τη συννυφάδα της μάνας μου, τη θεία μου τη Γιώργαινα, αλαφρό να 'ναι το χώμα που τη σκεπάζει, κινήσαμε να πάμε στη Δημητσάνα. Ο καιρός ήτανε άστατος, προς τη βροχή. Το μουλάρι μας, την Ψαρούλα, την είχαμε φορτωμένη ξύλα χοντρά, θα πουλάγαμε τα ξύλα. θα καλιγώναμε το μουλάρι. θα έπαιρνε και η θεία μου τη σύνταξη της, από τον άντρα της, τον μπάρμπα μου το Γιώργη, που έπεσε τον Γενάρη του 41 στο Τεπελένι, θα ψωνίζαμε αλάτι και πετρέλαιο, αν βρίσκαμε, και θα γυρίζαμε, με το καλό, το βράδυ πίσω στο χωριό και στο μύλο. Στο μύλο μέναμε τότε.

Το Μαλασοβίτικο ρέμα είχε πολύ και ξάστερο νερό. Ο Αρτοζήνος ήτανε σκεπασμένος με πολλά χιόνια. Έκανε κρύο. Ο δρόμος ήταν σχεδόν απάτητος από ημέρες. Λίγες οι λάσπες. Ερημιά. Μέχρι τη Μαλάσοβα δεν είδαμε ψυχή. Εκεί στο πλάγι ακούσαμε κοπαδιού κουδούνια και γαυγίσματα σκυλιών. Κατηφορίσαμε την ακρορεματιά. Ο Λούσιος είχε πολύ νερό, Έπρεπε να πάμε από το γεφύρι της Σολωμίνας. Βρήκαμε κάποιο μονοπάτι και καταφέραμε να φτάσουμε στο γεφύρι και να το περάσουμε. Πιάσαμε το δημόσιο δρόμο για τη Δημητσάνα. Για πρώτη φορά πάταγαν τα πόδια μου σε δημοσιά! Είχα χαρά. Αισθανόμουνα πως έκανα περίπατο σ' έναν μεγάλο κι ατέλειωτον κάμπο. Είδα και την πέτρα που έγραφε τον αριθμό με τα χιλιόμετρα. Πίσω μας η Καρκαλού... η Βυτίνα... η Τρίπολη... η Αθήνα... και μπροστά μας η Δημητσάνα... η Μεγαλόπολη!

Λίγα τα χιόνια στις άκρες του δρόμου. Όπου υπήρχε λάσπη είχε σημάδια... όμορφα κεντήδια... από λάστιχα αυτοκινήτου. Μου άρεσε να τα βλέπω και πιο πολύ θα ήθελα να ιδώ, από κοντά, κι ολόκληρο αυτοκίνητο μα δεν ήμουν αυτή τη φορά τυχερός. Η θεια - Γιώργαινα είχε πάει πολλές φορές, με διάφορες χήρες του χωριού, στη Δημητσάνα και ήξερε πολλά. Μου έδειξε το δρόμο που πάει στη Ζήτουνα, το σπίτι-καλύβι του Πάτση, που γιάτρευε τα σπασμένα κόκκαλα των ανθρώπων και των ζωντανών κι ήξερε πολλά από αρρώστιες και γιατρέματα. Το μύλο της Σολωμίνας. Το μύλο του Μπαρπινόγιαννη. Το χτήμα του Λια του Δημόπουλου... τα φρεάτια του υδραγωγείου που πάει το νερό από τη Μαλάσοβα στη Δημητσάνα. Κι όλο άκουγα κι όλο ρώταγα κι όλο μάθαινα... κι όλο αχόρταγος ήμουνα κι έτσι παράμεινα.

Κι έτσι... καθώς προσπεράσαμε της Σολωμίνας το μύλο και φτάσαμε εκεί που πέφτει ο Μαλασοβίτικος δρόμος στη δημοσιά, είδαμε μέσα από το αυλάκι των ποτιστικών, που δεν είχε νερό, να σηκώνεται ένα κοπάδι κοράκια τρομαγμένα από τις κουβέντες μας, την ποδοβολή μας και το κουδούνι του μουλαριού. Φωνάζαμε κάπως δυνατά, για ν' ακουγόμαστε. Μας υποχρέωνε σ' αυτό η πυκνή ομίχλη και ο αχός από το ρέμα του ποταμιού. Τα κοράκια έγραψαν ένα μικρό τόξο στην ομίχλη και ξανακάθησαν στο σημείο εκείνο που είχαν πριν από λίγο φτερουγίσει... Και συγχρόνως ακούστηκαν γρυλλίσματα σκυλιών μέσα από το αυλάκι πίσω από λιγοστά βούρλα... Πριν να πλησιάσουμε προς τα εκεί, ένας μαύρος σκύλος βγήκε στο δρόμο και μας φοβέριζε με τα γαυγίσματά του. Το ίδιο έκανε και ένας άλλος κοκκινωπός σκύλος, όταν πλησιάσαμε περισσότερο εκεί που κάθησαν τα κοράκια. Η θεία μου προχώρησε για λίγο μόνη. Νόμισε πως κάποιο ψοφίμι ήταν και είχε μαζέψει γύρο του πεινασμένα κοράκια και σκυλιά.

Λίγο πιο περίεργος από τη θεία μου, βγήκα από τη δημοσιά και πλησίασα στο αυλάκι. Τα κοράκια ξανασηκώθηκαν. Οι σκύλοι, τρεις μεγάλοι κι ένας μικρός, αγρίεψαν. Είχα ένα γερό ραβδί από μέλεγο και δεν τους φοβόμουνα. Πλησίασα πολύ και είδα τον άνθρωπο που τρώγανε. Πάγωσα. Φωνή άγρια έβγαλα και τρόμαξα τη θεία μου, που παράτησε το μουλάρι και γύρισε πίσω να ιδεί τι έπαθα. Ήρθε κοντά μου. Είδε. Σκέπασε το στόμα της και τη μύτη της με το κρόσσι του μαυρομάντηλού της και σταυροκοπήθηκε. Έκανα κι εγώ το σταυρό μου. Δεν ξέρω γιατί. Αποτραβηχτήκαμε από την όχθη του αυλακιού και συνεχίσαμε το δρόμο μας σιωπηλοί.

Το κρανίο και το πρόσωπο του νεκρού, τα χέρια και τα πόδια, ήσαν εντελώς άσαρκα. Τα ρούχα του στρατιωτικά, ματωμένα, μπαλωμένα, ξεσκισμένα, λασπωμένα. Στην τσέπη της χλαίνης μισοφαίνοταν ένας κόκκινος σουγιάς «Κολοκοτρώνης». Για ζωστήρα είχε ένα γαλάζιο ζωνάρι με κρόσσια. Τα μαλλιά και το μουστάκι, ανακατεμένα και πατημένα από τα σκυλιά στις λάσπες, ήσαν κατάμαυρα και σγουρά.

Περπατήσαμε αρκετά αμίλητοι.

Ξαγναντίσαμε στη Δημητσάνα. Στα δεξιά κάτω ο ορθός βράχος και στη ρίζα του το γεφύρι που περνάει ο δρόμος για τη Ζήτουνα και την Ηραία και στην απέναντι όχθη ο μύλος του Μπαρπινόγιαννη... με το πυκνό δάσος προσκεφάλι του. Μπροστά ντυμένη στην ομίχλη της και στη σιωπή της η Δημητσάνα. Τ' ωρολόγι στη μέση. Η κορφή της Αγίας Παρασκευής αριστερά και στα δεξιά το κάστρο της. Τα σπίτια των δεσποτάδων και τ' αγάλματα... Όλα σπουδαία. Και οι μπαρουτόμυλοι και το Γυμνάσιο και η Βιβλιοθήκη... ΄Αλλα είδα κι άλλα άκουσα με πληγωμένη μνήμη και καρδιά.

Ανεβήκαμε στου Ανδρέα του Πουρναρά το σπίτι. Εκεί ξεφορτώσαμε τα ξύλα. Πήραμε κάτι τι για μεσημέρι. Σ' εκείνο το σπίτι εργαζότανε, από εννιά χρονώνε, η αδελφή της θειας μου της Γιώργαινας, η Σοφία. Εκεί δίπλα, κοντά, μένει ακόμα. Δεν βγήκαμε να ψωνίσουμε τίποτα. Μας φίλεψε λίγο πετρέλαιο και λίγο αλάτι η Σοφία.

Πεταλώσαμε την Ψαρούλα. Πήρε πολλά εκατομμύρια σύνταξη η θεία μου και μπήκαμε στο δρόμο του γυρισμού. Στου Βλάχου και στου Γκιώνη το μαγέρικο γλεντοκοπούσαν ακόμα. Στον τόπο που ήσαν τα κοράκια και τα πουλιά δεν υπήρχε νεκρός. Κάποιοι τον είχαν σηκώσει. Τα κοράκια, όμως και τα σκυλιά χορτασμένα και νυσταγμένα σαν να περίμεναν κάτι καθισμένα στα γύρο βράχια και στην όχθη του αυλακιού. Στην αριστερή όχθη του ξερολάγκαδου που κατεβαίνει από τους αη - Γιάννηδες δύο γυναίκες πεσμένες μπρούμυτα. Μεθυσμένες και χλωμές σαν νεκρές. Είχαν κάνει εμετό και είχαν αφήσει τα χοντρά τους και τα ψιλά τους να λερώσουν τα πόδια τους. Τις είχαν μεθύσει άγνωστοι... κάνανε το γούστο τους και τις παράτησαν στο έλεος της βροχής και της ερημιάς. Φτάσαμε στο χωριό νύχτα, κουρασμένοι και αμίλητοι.

Ήταν μια μαύρη ημέρα των παιδικών μου χρόνων. Κρεμάστηκε στην μνήμη μου και μ' ακολουθεί. Ως πότε;


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.