Ήρθε η σκλαβιά. Ήρθε μ' όλα τα δεινά της.
Έπεσε πείνα. Τέλειωσαν όλα τα βλαστάρια της γης και τα μαλακά φυλλώματα των άγριων δέντρων των δασών άρχισαν να βλασταρώνουν για δεύτερη φορά. Τα πρώτα είχαν καταναλωθεί αξέταστα από τους πεινασμένους κι αδούλωτους της περιοχής.
Σκελετωμένοι οι γέροντες περιφέρονταν στους χέρσους αγρούς για βολβούς και για κάθε είδους χορταρικά.Η φυματίωση είχε αποδεκατίσει τις φτωχότερες φαμίλιες. Τα μικρά παιδιά ξεψυχούσαν σκελετωμένα στα άσαρκα άδεια στήθη των μανάδων τους. Τα μεγαλύτερα αναζητούσαν το κάτι τι στα περιβόλια στ' αμπέλια και στα στανοτόπια, στις νεροσυρμές και στις ρεματιές καβούρια, σαλιγκάρια με πρόωρα χνούδια στα πρόσωπα, πρησμένη κοιλιά και χωμένα άσπρα βασιλεμένα μάτια.
Στην άκρη του χωριού κοντά στη βρυσομάνα είχαν στρατοπεδεύσει οι βάρβαροι. Τα παιδιά δεν κρύφτηκαν, όπως οι μεγάλοι και οι έφηβοι. Άρχισαν να ξεθαρρεύουν και να πηγαίνουν προς τους καταυλισμούς και τα καζάνια. Πλησίαζε η ώρα του φαγητού. Σήμανε η σάλπιγγα συγκέντρωση και διανομή συσσιτίου. Πάνω στις κοτρώνες ανεβασμένα τα δασκαλούδια τα νηστικά και τα ορφανεμένα, έβλεπαν τα μακαρόνια και το τυρί και τη σάλτσα, το αβγό, το άσπρο ψωμί, με στόμα στεγνό. Δεν είχαν ούτε σάλιο να το γευτούν.
Όταν ο πόλεμος έκλεισε τα σχολεία πήγαιναν στην πρώτη τάξη. Κανονικά έπρεπε να πηγαίνουν στην τρίτη τάξη. Δεν πήγαιναν σε καμία. Το σχολείο ήταν κλειστό κι ο δάσκαλος με τη δασκάλα στο χωριό τους. Η δασκάλα άρρωστη από την πείνα και την ελονοσία και το δάσκαλο είπανε πως τον είχανε στη φυλακή... στο Νταχάου ή στο Αουσβίτς. Δεν ξέρω καλά.
Τα παιδιά είπαν «ναι» στο νόημα του μάγειρα και κίνησαν καταφατικά τις κεφαλές με βουλιμία. Ο μάγειρας άδειασε τα μακαρόνια σ' ένα πλυμένο μεγάλο κονσερβοκούτι και το παράδωσε στα παιδιά. Εκείνα το άρπαξαν όλα μαζί. Έβαλαν το ένα τους χέρι μέσα κι έκαναν το περιεχόμενο μιάμιση χουφτιά και χαψιά το καθένα. Ύστερα περνούσαν το δείχτη του χεριού στο άπλυτο δοχείο και το έγλειφαν. Ο μάγειρας δάκρυσε, κρυφά από τους άλλους εχθρούς κι έκανε νόημα στα παιδιά να φύγουν στο χωριό και στα σπίτια τους.
Νύχτωσε. Την άλλη μέρα οι εχθροί φύγανε γι' αλλού. Σε λίγον καιρό νικήθηκαν κι έφυγαν εντελώς και για πάντα από τ' άγια μας χώματα. Ο παππούς του Αντώνη πέθανε από την πείνα και τη φυματίωση. Η γιαγιά του ταξίδεψε, πριν από τον παππού, από τα νεφρά της και την καρδιά της. Ο Γιάννης ήταν ορφανός κι απ' τους δύο γονείς του. Ο πατέρας του χάθηκε στη Μέση Ανατολή και η μάνα του πέθανε όταν γέννησε την αδελφούλα του την Κατερίνα. Το Γιάννη τον πήρε ένας αδελφός της μάνας του στην Αθήνα, αμέσως με την απελευθέρωση.
Εκεί, στην Αθήνα ο Γιάννης, δεν πρόσεξε. Πήγε να πιαστεί από κάποιο τραμ να παίξει. Δεν πρόσεξε κι έχασε τη ζωή του. Πολύ τον έκλαψε η αδελφούλα του η Κατερίνα που τον είχε προστάτη και παρηγοριά. Το πρώτο παιδί της Κατερίνας το βάφτισαν Γιαννάκη. Το Δημητράκη τον χάσαμε από το χωριό γύρω στα δεκαοκτώ του. Έφυγε στην Αυστραλία. Παντρεύτηκε γυναίκα από την Κεφαλλονιά κι έβγαλε παιδιά με μυαλό. Σπουδάσανε και γίνανε ξακουστοί δάσκαλοι σε πανεπιστήμια. Εκείνος ζει και τα χαίρεται. Τους λέει πως κάπου υπάρχει και μια γωνιά της γης που τη λένε: Ελλάδα. Μα εκείνα δεν ξέρουν και δεν αγαπούν την Ελλάδα του Δημητράκη αλλά μι' άλλη Ελλάδα ξακουσμένη που την γράφουν τα χαρτιά και τη θαυμάζουν όλοι οι σοφοί του κόσμου. Κι ο Δημητράκης χαίρεται διπλά... και πικραίνεται διπλά. Το γιατί... βρείτε το.
Μια μέρα ο Αντωνάκης βρήκε στο ποτάμι μια χειροβομβίδα. Την πήγε στο σπίτι να την ιδεί ο πατέρας του. Την κρέμασε κάπου στο σταύλο από τη χαλκάδα της. Μα, καθώς πήγε να την κατεβάσει, η χειροβομβίδα έσκασε κι ο Αντωνάκης έγινε ένα ματωμένο λιοπάνι γεμάτο κουρέλια κι αίματα. Έτσι τον πήγαν στο τάφο, με το λιοπάνι. Έτσι θα μου τον φέρνει η μνήμη μου κάθε φορά που βλέπω παιδιά να παίζουν πεντόβολα και αμπάριζα στις γειτονιές.
Δεν άντεχαν να μείνουν για πολύ σ' εκείνο το αιματοβαμμένο σπίτι. Αναζήτησαν αλλού κατοικία. Βρήκαν κάποιο απόμερο οικοπεδάκι στο κέντρο του χωριού κι έχτισαν εκεί ένα μικρό σπιτάκι ίσα - ίσα που τους στέγαζε. Ακούστηκαν και χαρούμενες φωνές από κείνα τα κλειστά παράθυρα, σαν λευτερωθήκαμε και απ' το δικόνε μας εμφύλιο ησυχάσαμε... Ήρθανε και οι πρώτοι τουρίστες. Σαν άκουσε η μάνα του Αντώνη τ' όνομα τους, βγήκε στο μπαλκόνι μαυροντυμένη κι έσυρε φωνή:» ...Φονιάδες του παιδιού μου. Κακούργοι! Στον τρισκατάρατο! Στα τσακίδια να πάτε κι όχι εδώ! Φτάνει πια! Μη μολεύετε άλλο τα χώματα μας!»
Εκείνοι άκουγαν απορημένοι. Κι όταν η μικρή ξανθιά ξεναγός με τις φακίδες πρόσεξε, κατάλαβε το νόημα των λεγομένων με λυγμούς, οι χαρούμενοι μέχρι εκείνη τη στιγμή επισκέπτες μας, έγιναν σκυθρωποί με το αίσθημα της ενοχής και του φόβου στην έκφραση. Γόργωσαν τα βήματα τους και απομακρύνθηκαν. Τα παιδιά που έπαιζαν στη γειτονιά άκουσαν τις φωνές, έριξαν μια ματιά προς τα μισάνοιχτα παράθυρα. Είδαν τη μητέρα του Αντώνη να καταριέται. Είδαν και τους βιαστικούς τουρίστες. Κατάλαβαν. «Γερμανοί»... ψιθύρισαν και συνέχισαν τα παιχνίδια τους.