Τα φανάρια και τα ξαφτέρουγα κινημένα. Είπα: Ίσαμε τα δω της έγραφε. Κι ότι και νά ΄κανα, πίσω δεν τη γύριζα. Τη φίλησα και χωρίσαμε... Την άλλη μέρα πήρα τα παιδιά και πήγαμε για ξύλα. Δεν βρήκαμε ούτε απόδαυλο στη φωτιά. Τα ΄χανε κανομένα στάχτη, μπόλικα-μπόλικα, τα ξύλα τις ημέρες που ξενύχταγαν οι συγγενήδες και οι γειτόνοι τη μακάρια. Μαζευόντουσαν στα παραγώνια μου και το σταίνανε στην κουβενταρία, στο αραποσιτοψήσιμο και στο πυροκώλιασμα...
Είχα ένα παιδί σερνικό ακόμα. Το πρώτο μου. Το ΄χα κοντά στη μαστοριά. Δυο ημέρες ανημπόρεψε. Μου πέθανε αποκάτω σε μια μουριά στο Τζεφερεμίνι. Είπα να το φέρω στο χωριό. Και πώς; Έφυγε δίχως να το φιλήσει η μακάρια η μάνα του. Κι ούλο μου το ξεροκοπάναγε και κείνη... Το ΄θαψα κει. Στα πέντε χρόνια πήγα με τ΄αδέρφια μου και φέραμε τα λείψανά του. Τα λιβάνισε η μάνα του, τα ΄βαλε στον κοκαλιάρη και πήγαινε τα ψυχοσάββατα και τα ΄βρεχε με τα δάκρυά της. Και, που τα ΄κλαψε, τι έκανε;
.
Είναι όμορφο χάρισμα της πλάσης η ζωή. Δεν λέου. Όμως για να την χαρείς, πρέπει να ξέρεις να την ζήσεις! Δίχως έχοντα, δίχως φτερά, δίχως όνειρα, δίχως ''θα''... Μοναχά με το τώρα... με το σήμερα...και με το ποτέ... Έτσι έζησε ο πατέρας μου...έτσι έζησα και γω... Έτσι θέλω να ζήσουν και τα παιδιά μου. Εμένα, που δε με βουρκώνει ο χάρος, δε με στενοχωρούν οι ζημιές, δε μετρώ τις αναποδιές της ζωής, με λένε: άπονο, σκληρόκαρδο και ''τομαράκο''... Τάχα αγαπάω μοναχά το τομαράκι μου...
Και ποιος δεν αγαπάει το τομαράκι του; Μου λες; Και κείνοι που πάνε για δόξα, και κείνοι που πάνε για πλούτια, και οι άλλοι που πίνουν τα φάρμακα, και κείνοι που παραλογάνε στα τρελάδικα, και κείνοι που πίνουν τα φάρμακα και οι άλλοι που πέφτουν στα τρένα είναι από το ίδιο κερεστέ φτιαγμένοι, αλλά από ξαρχής πλάστηκαν ζαβά... Άλλος σκιάζεται τη ζωή, πέφτει στο γκρεμό. Άλλος φοβάται και τη ζωή και το γκρεμό, ζουρλαίνεται. Άλλος τα θέλει -όσα βλέπει- ούλα δικά του, δεν μπορεί, πίνει αφιόνι και κοιμάται να μη τα βλέπει.
Μήτε μικρό μήτε μεγάλο με τσάκισε ή με αγλάισε στη ζωή. Σαν άνθρωπος βέβαια, μέτρησα με την πιθαμή μου τη ζωή. Προσπάθησα να μην πάθω το κάθε κακό. Να το προκάμω. Όσα δεν πρόκαμα πάσχισα να τα γιατρέψω... κι όσα δεν γιάτρεψα εγώ τα γιάτρεψε ο καιρός. Πάντα σημάδεψα τα χαμηλά. Άπλωσα τα πόδια μου ίσαμε το πάπλωμά μου. Φρόντιζα και για το ''αύριο''. Μα ποτέ δεν με σκουλήκιασε η αγωνία να το φτιάσω στα μέτρα μου. Το ΄ξερα πως το ''αύριο'' δεν είναι ποτέ δικό μας. Και για κείνο φρόντιζα να ζω με τη φαμελιά μου το ''τώρα''.
.
Όσο έζησα με τη γριά μου ποτέ δεν μας στενοχώρησαν ψιλοπράματα. Τα ψιλοπράματα ρέβουν τον ντουνιά και τον αρρωσταίνουν. Τα μεγάλα κακά μια ή διό φορές μας βρίσκουν σ΄ολάκερη τη ζωή μας. Μία είναι που, μακριά να πάει, θα ιδούμε το παιδί μας να φεύγει μπροστά από μας και η άλλη που θα αποχαιρετήσουμε εμείς οι ιδιανοί τη ζωή. Όλα τ΄άλλα είναι μικρά, όλα γιατρεύονται... Με ΄εμαθε ο πατέρας μου να διασκεδάζω και τα μικρά και τα μεγάλα κακά. Μ΄έμαθε να χαίρουμε όλες τις ομορφιές της ζωής. Τρω λίγο. Κοιμάμαι λίγο. Δουλεύω όσο μπορώ. Ακώ: τα πουλιά, τον αέρα, τα ζωντανά, τα γιδοπρόβατα, τα παιδιά..., τα παιδιά..., τα παιδιά! Αυτά μοναχά ζούνε! Χαρά στον που την έζησε τη ζωή σαν παιδί σε τούτη την όμορφη πλάση. Έβλεπα τους άλλους που ξενυχτούσαν για ν΄αβγατήσουν το βιος τους και τους λυπόμουνα. Έκλαιγαν μια ολάκερη ζωή για το χυμένο γάλα. Κι ούτε το γάλα μαζέψανε ποτές... κι ούτε τα χείλη τους γέλασαν ποτές...Και δεν χαίρονται οι αφιλότιμοι με τα πλούτη που απόχτησαν, παρά κλαίνε για το ...τίποτα που...δεν πέτυχαν ν΄αποχτήσουν!...Το τίποτα!
Και το παράξενο είναι που γυρίζουν και κάνουν τον ευτυχισμένο και τον χαρούμενο..., τον νοικοκύρη... και τον ξακουστό... Τρίχες με το συμπάθιο...Παπαρδέλες... απ΄όξω... κι από μέσα τους τρώει το σκουλήκι: της ζήλιας, της αχορτασιάς και της ανθρωποπαρέσιας...Σαν είναι συνατοί τους κι απατοί τους, στο σπίτι τους, είναι να τους κλαίει η ψυχή σου. Ποτές μου δεν αναστέναξα. Δεν είναι πως μου ΄ρθε αναστεναγμός και τον κράτησα. Κράτηγε το μυαλό τις πίκρες όξω.
.
Τα παιδιά μου τα γραμμάτισα. Τα παίρνανε τα γράμματα. Αν δεν τα παίρνανε θα μάθαιναν τέχνη. Την τέχνη μου, ή όποια τέχνη θέλανε κείνα. Και τα τρία τους μου μοιάσανε. Την πάνε γλεντώντας τη ζωή. Δεν τα πάει η μόδα και η ζωή κείθε που τρέχει. Τα μεγάλα τ΄ αφήκαμε να τα φτιάσουνε οι σοφοί του κόσμου που θα ρθούνε. Έφτιασα μόνο ούλα τα μικρά: μάντρες, σπίτια, δρόμους, εκκλησιές, σχολειά, γιοφύρια, ντομάτες, κολοκύθια, καρπούς κάθε λογής, ζαρζαβατικά, κοτόπουλα, γιδοπρόβατα, γελάδια...Βάλαμε ούλη τη δύναμή μας και τα φτιάσαμε όσο καλύτερα γινότανε.
Κάθε ημέρα είχε και τη χαρά της. Κουβεντιάζαμε όλη μέρα κείνη τη μικροχαρά και δεν έμενε τόπος για πίκρα. Κι αβγάταγαν οι χαρούμενες ημέρες και λιγόστευαν οι πικρές μέρες. Και, σαν δεν βρίσκαμε μια ξεχωριστή χαρά, μετρούσαμε τα πλούτη μας: Τα μάτια μας, τ΄αυτιά μας, το στόμα μας που μέσα του η υγειά μας νοστίμιζε τα σκόλιαμπρα και το ψωμί. Τραγουδάγαμε. Έπιανε το τρανό μου παιδί το βιολί, το μικρό το σαντούρι κι εγώ τον ταμπουρά και το σιγοκλαίγαμε.
Όλη η ζωή μου έτσι έτρεξε, σαν γάργαρο νεράκι στη βρυσομάνα:
Άνευ στενοχωριών...
Ξέρω, θα με ρωτήσεις αν καρτερώ το χάρο. Τον καρτερώ. Τον καρτερώ κάθε μέρα. Κι ούλο με γελάει και δεν έρχεται. Μα είναι ο μόνος σίγουρος μουσαφίρης. Γίνεται να με λησμονήσει εμένα; Καλώς να κοπιάσει. Δεν θέλω μοναχά μπαμπεσιές. Μην αρχίσει και με πετσοκόβει λίγο-λίγο. Νάναι μία και καλή. Κι αν αποκοτήσει μπαμπέσικα, δεν θα του γίνει η χάρη. Θα τον βοηθήσω... Καιρός είναι πια...εμείς που χαρήκαμε την ομορφιά του ντουνιά, που την λένε ζωή, ν΄αδειάσουμε τον τόπο να ρθούν να την χαρούν κι άλλοι... κι άλλοι...
Πλεονέχτης και ταμαχιάρης δεν ήμουνα ποτές. Λέτε να γενώ τώρα στα γεράματα; Κι αν γενώ συμπαθάτε με. Αφού για κείνους που μετράνε μοναχά τις πίκρες της ζωής και πάλε γλυκιά τους είναι... Λογαριάστε τώρα πόσο γλυκιά είναι για μένα που μέτρησα μοναχά τις χαρές της και την έζησα.
ΑΝΕΥ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΩΝ