Από το βιβλίο του Θ. Κ. Τρουπή (1932-2008) "Νουβέλλες-διηγήματα" .
Η ΑΛΗΘΕΙΑ να λέγεται…
΄Ητανε λεβεντάνθρωπος.
Έκανε τάχα μου πως λάθευε κι αντίς να πάει στο στρωσίδι του, πήγαινε και έπεφτε στο στρωσίδι της γυναίκας του σμίχτη (του τσοπάνη που έσμιγε το κοπάδι του, με το δικό του).
Κείνη τόβλεπε, τόνιωθε από το χνώτο κι από τα φερσίματα πως δεν ήτανε ο άντρας της, αλλά ήταν ο τσέλιγκας που τον γνώριζε μα… δε μίλαγε. Τον δεχότανε και εκείνη σαν άντρα της, τάχα μου…
Κι ούτε που το χε στο νου της να κάμει κάτι να τον αποδιώξει.
Και τι νάκανε;
Πολυφάμελη ήτανε, γκρίνιες από τα πεθερικά της είχε κι ο άντρας της κράτηγε τα δίκια των γονιών του και την ξυδοπότιζε και εκείνος.
Να μιλήσει ήτανε;
Ν΄ ανοίξει τα στόματα του τσελιγκάτου των εφτά χωριών και των δικών και ξένων;
Να μιλήσει; Και ποιος θα την πίστευε πως ήτανε με το στανιό…
Πιστεύει ο άλλος για το στανικάτο, αν ο τσέλιγκας είναι πίσω από τον δικό της άντρα, σε παρουσιαστικό και φερσίματα; Μα αν ο άλλος είναι λέβεντας, όπως ήταν τούτος ο τσέλιγκας κι ο άντρας δε φτουράει μπροστά του, τότε δεν σε πιστεύει κανείς!
Αυτά σκέφτονταν και λούφαζε.
Έκανε το γούστο του ο τσέλιγκας. Το φχαριστιότανε και κείνη.
Δροσοκοκαλίζονταν και οι δύο, περνώντας αρκετές νύχτες αγκαλιά.
Ξύπναγε πριν χαράξει το φως της ημέρας ο τσέλιγκας κι έβγαινε, ν΄αγναντέψει τα τσιφλίκια του και το βιός του.
Κάθε χρονιά ο τσέλιγκας άλλαζε σμίχτες και έτσι αλλάζανε και οι σμίχτισσες…
Και πάλι διάλεγε το στρωσίδι που θα τον έκανε τάχα να λαθέψει και να τραβήξει κατά κει…
Τους διάλεγε τους σμίχτες του και τους μπιστικούς του, για νάχει και τράτο να διαλέγει και τα στρωσίδια.
Από τις παλιές σμίχτισσες κράτηγε μία και για την άλλη χρονιά, για καλό και για κακό… Καλή ήτανε και η σιγουριά.
Μια χρονιά άλλαξε και τις πέντε σμίχτισσες κι ήτανε ρέστος. Έκανε πως λάθευε, μα οι σμίχτισσες ήτανε νιονυφάδες και ήσανε άμαθες από άλλα τερτίπια.
Σαν πήγαινε κείνος να χωθεί στα ζεστά κορμιά πλάι… κείνες κάνανε πως πηγαίνανε για την ανάγκη τους τάχα και δεν γυρίζανε πίσω, ίσαμε που ο άλλος άλλαζε στρωσίδι. Άλλες πάλι του γυρίζανε τις πλάτες και κάνανε τις βαριοκοιμισμένες!
Κάποια καπελιάνα, μια μαγιάτικη νύχτα, τον άρπαξε από τ΄αχαμνά και τον έκανε να ουρλιάξει σαν ρήσος. Μα ήτανε ερημιά κι όσο νάρθει στα συγκαλά του ο τσέλιγκας τόβαλε στα πόδια η καπελιάνα και διάηκε στον άντρα της, που ήταν βγαλμένος στο νυχτόσκαρο.
Μια κονταυγή ένας σμίχτης άφηκε τα πράματα στα ροϊδάμια και πηλάλησε στο κονάκι του… στο στρωσίδι της γυναίκας του… Του ΄χε ξυπνήσει η όρεξη…
Βρήκε τον τσέλιγκα να κάνει τον βαρυκοιμισμένο, στον τόπο που κοιμότανε πριν δυο τρεις ώρες ο ιδιανός, με γυρισμένες τις πλάτες ο τσέλιγκας κατά τη γυναίκα του. Πάει κι ο σμίχτης και χώνεται στην αγκαλιά της γυναίκας του και κουκουλώνεται με την μπατανία. Άπλωσε χέρι μα εκείνη έκανε πως κοιμότανε. Την έψαξε απάνου κάτου και τη βρήκε τσίτσιδη. Κακόβαλε. Κατάλαβε. Λούφαξε και τούτος και έκανε ξερικάτη υπομονή, για να ιδεί τα παρακάτου…
Με το πρωτοσκότι της κονταυγής σηκώθηκε ο τσέλιγκας, βγήκε από τη λόντζα και τράβηξε και ανέβηκε στο κοντοβούνι, που ήσαντε νυχτοσκαρισμένα τα πράματα.
Ξύπνησε κι ο άντρας, ο σμίχτης, τάχα τη γυναίκα του.
-Γιατί κοιμάσαι γδυτή; Της λέει.
-Μ΄ έγδυσε ο τσέλιγκας.
-Γιατί δεν έσκουξες;
-Για να μη γίνει φονικό…
-Και τι κάνατε;
-Όχι… Τίποτα… δεν πρόκαμε… ήρθες.
-Και εσύ μούκανες την κοιμησμένη;
-Να προκάμω το κακό.
-Πρώτη φορά απόψε ήτανε;
-Όχι. Ήρθε κι άλλο ένα βράδυ.
-Και γιατί δεν μου το είπες;
-Σου το είπα. Ήτανε το βράδυ που ήρθα να σε βοηθήσω στο νυχτόσκαρο.
-Και δεν μου είπες τίποτα!…
-Έκανα υπομονή να περάσει ο καιρός. Τον άκουσα που διάηκε στης αλληνής την καλύβα και είπα πως δεν θελά μου ξαναφορτωθεί.
-Να όμως που σου ξαναγίνηκε!... Μάζω τα μπαγάδια και τα ανάχρεια! Θα πα να χωρίσω από το μπουλούκι τα γίδια μας να φύγουμε.
-Που να πάμε;
-Αλλού, χώρια μας, μοναχοί μας
-Για να μη μπορούμε να κλείσουμε τα στόματα του τσελιγκάτου και του χωριού;
-Καλά!… Άστα τα πράματα όπως είναι…
Έτσι είπε ο άντρας και έφυγε για το βουνό με οργή και βιάση. Βγήκε στα κοντοβούνια και βρήκε τον τσέλιγκα να τσοπανεύει το παρατημένο του κοπάδι.
-Που γυρίζεις ρε; Του κάνει ο τσέλιγκας;
-Διάηκα και πρόγκιξα έναν ασβό από τη φωλιά μιας αλεπούς. Τώρα που μ΄έβαλε σε έννοια, θα παραφυλάω κάθε βράδυ και σαν τον πετύχω θα τον κοψοκεφαλιάσω με το τσεκούρι.
-Καλά έκαμες!... Μ΄αν η αλεπού τον αγαπάει τον λεβέντη τον ασβό, κρίμα δεν είναι;
-Τότε θα τα πλερώσει η κυρά…
Ξέρανε και οι δυο τι λέγανε. Κι ο τσέλιγκας δεν ξαναδοκίμασε, να λαθέψει άλλη φορά κατά τη φωλιά εκείνης της αλεπούς…
.
Λάθεψε όμως σ΄άλλη φωλιά. Και σαν έκανε την όρεξή του, βγήκε στο βουνό κατά πως τόχε ζακόνι. Κι όσο να φύγει ο τσέλιγκας μπήκε ο άντρας της κυράς. Και εκείνη υποψιάστηκε πως ο άντρας της είδε τον άλλονε, που βγήκε από την καλύβα τους, και του λέει βαριεστημένα:
-Κι άλλο; Τώρα δεν…
-Όνειρο βλέπεις; Της βρήκε εκείνος τη λύση.
-Μπρέ!... Ολοζόντανο… λέει η κυρά και συνεχίζει. Έλα!... Έλα!... Μπα!...
Έκαμε κι ο άντρας της το γούστο του και βγήκε στο βουνό. Κάπου πέτυχε τον τσέλικα.
-Αφεντικό, γιατί…
-Καλά… Καλά, μπρε! Λάθεψα! Αλλά έχεις γυναίκα… φωτιά και λάβρα…, χαλάλι σου! Πάρε όποιο θες από τα τραγιά μου! Χαλάλι της και χαλάλι σου!
-Γιατί αφεντικό μου δίνεις το τραγί;
-Άνθρωπος είμαι ντε, λάθεψα!
Και τούτος ο σμίχτης δεν κατάλαβε τίποτα. Πίστεψε πως ούλο τούτο το δώρο ήτανε που κείνος και η γυναίκα του φρόντιζαν ξέχωρα το βιος του, το βιος του τσέλιγκα, και εκείνος από ευχαρίστηση του χάρισε το τραγί. Και είπε το «σπολάτι» στο αφεντικό. Και το αφεντικό ξεθάρρεψε. Και κάποιο γλυκοχάραμα πέτυχε ο σμίχτης το αφεντικό του απάνω στην τρανή χαρά με ορεχτικό τη γυναίκα του, που ήταν και νιονυφούλα.
-Τι κάνεις εδώ αφεντικό, σγομίλησε τούτος.
-Α.. να χαθώ!... Πάλι λάθεψα!... Πάρε ρε παιδάκι μου το γκεσέμι μου! Κι αν δεν ανοίξω τα μάτια μου να μη λαθεύω… δεν θα μου μείνει όχι σφαχτό ολόκαιρο, αλλά μήτε κέρατο!... Θα μου τα πάρετε ούλα!...
-Τι λες αφεντικό, ούρλιαξε ο νιόγαμπρος…
-Για τούτο που είδες, λέου… Να πάρεις το γκεσέμι μου! Χαλάλι σας!...
-Και το τραγί προχτές μου το ΄δοκες για κείνο που δεν είδα… για τ΄όνειρο;
-Ε… άνθρωπος είμαι! Λαθεύω!...
Τραβάει το λάζο από το ζωνάρι ο μπιστικός και αδειάζει τ΄άντερα του τσέλιγκα απάνω στη λάγια μπαντανία… Γυρνάει στην κυρά.
-Την άλλη βολά όνειρο κυρά! Τώρα γιατί δεν έσκουξες;
-Για να μη γενεί τούτο πό ΄γινε… λέει εκείνη.
Μια μαχεριά της ρίχνει και κεινής, κι άλλη κι άλλη! Και πήρε τα βουνά. Έφτασε στην Αμερική…
Γύρισε τις προάλλες με παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα… ζάμπλουτος!
Κάποιος του θύμισε στο νου το «τραγί» που μολόγαγε στην Αμερική. Και μουρμούρισε:
Ναι… εμένα μ΄έστειλε στην Αμερική το τραγί του τσέλιγκα…
Έτσι ήτανε τότες…
Οι δυνατοί κάνανε σ΄ούλα την όρεξη τους.
Πλερώνανε με ένα καρδάρι γάλα την υπόληψη του αλλουνού. Και στους ψυχομένους χαρίζανε τραγιά…
Και τα καταφέρνανε έτσι, που στο τέλος τα τρώγανε ούλα και μένανε στους αδύνατους τα νύχια και τα κέρατα!
Και καμάρωνε περήφανα για κείνα τα δύο φονικά.
Μ΄αν ήτανε έτσι, όπως έδειχνε άπονος, θα ΄στελνε να χτίσουνε εκκλησιά στον τόπο που μαχαίρωσε την πρώτη του γυναίκα και να γιορτάζει τ΄όνομα της;
Έστειλε ένα μιλιούνι παράδες και χτίστηκε κάτω στο κεφαλόβρυσο η Αγιαμαρίνα.
Αν ήτανε άπονος, θα τίμαγε έτσι τ΄όνομα της;
Τι λες και συ;
.
.(χιμ)