Από το βιβλίο «Νουβέλλες-διηγήματα» (1990).
-Μάνα, τον γέλασα στη μοιρασιά το Λάλα μου. Κράτησε κείνος τ΄ αμπέλι με το ληνό και τον τρανό το λάζο και πήρα την Τρανή Σπηλιά!
Ολόχαρος τάλεγε τούτα ο Λιάς ο Στρίγκλος ο ραγιάς στη μάνα του τη θειά Μαρίνα, κατά πως έμπαινε με φούρια στο παλιόσπιτό τους, πέρα στ΄ απάτητο και ανήλιαγο ρουμάνι. Και η μάνα πόσπαγε αβγά στην κόψη του ταψιού και μέτραγε κροκούς, στρωμένη διπλοπόδι μπροστά στο χαμηλό σοφρά, τις χυλοπίτες, την αρτυμή της χρονιάς είχε στο νου κι απόκριση δεν έδινε.
-Κράτησα μάνα τη σπηλιά στη μοιρασιά, δεν μ΄ αγροικάς; Που έχεις τα λογικά σου;
-Με την ευχή μου, γιε μου, και κάστρο να την κάνεις σαν της Ωριάς και ποιο τρανό. Σύναξε κει μπαρούτη και φωτιά για τον αγαρινό και ζαερέ για τον ραγιά. Μουρμούρισε σαν προσευχή η Μάνα.
Μ΄αστόχισε στο μέτρημα κι έριξε τ΄ αβγά όλα στο λεβέτι. Έντεκα κόσκινα αβγά. Και λίγα πέφτανε. Βαρύς αγώνας θ΄ άρχιζε και οι πεινασμένοι Ρωμιοί θ΄ αβγάταιναν.
-Με την ευχή τη δική σου και του Χριστού Κυρά Μάνα, στο τάζω κι όρκο παίρνω στην ψυχή του πατέρα και τ΄αδερφού, να τα φτιάσω κατά πως τα λαχταρά η ψυχή σου, βρουχήθηκε ο νιος.
Έβαλε ο Στρίγκλος κι έχτισε –με το πουγκί της μάνας- του βράχου το ανοιχτό το στόμα το μαύρο και τ΄ άχαρο με κορασάνι και μπινά. Μια πόρτα του άφησε στενή και πολεμίστρες τρίδιπλες γονατιστές και ολόρθες. Και έκανε τη σπηλιά βασιλικό παλάτι ντυμένο στις οξυές στα πολυτρίχια στα μούσκλια και στους κιρσούς κρυμμένο. Εκεί στη δύσβατη απόμερη και απάτητη ερημιά. Έφτιασε εκεί τόπο να συνάξει μπαρουτόβολα, ξαντά, τσουράπια κόζινα και γουρνοτσάρουχα. Κάπες και στουρναρόπετρες, καρπούς λογής-λογής, για τον τρανό της λευτεριάς ξεσηκωμό.
Στα τουρκοχώρια έμπαινε κουρσάρος καβαλάρης σε τούρκικα άτια μ΄ άλλα αμούστακα ρωμιόπουλα, αρματωμένα αστακοί και φόρτωναν απ΄ τ΄ αλώνια των Τούρκων και κουβαλούσαν στη σπηλιά γεννήματα και προφαντά κι ασημικά και κάθε τι χρειαζούμενο στο σηκωμό. Κι όσα δεν ήταν μπορετό να τα σηκώσει, φωτιά τους έβανε και τάκανε όλα στάχτη.
Αφρίζανε οι αγαρινοί και κόβανε τους παραγιούς, γιατί ανίκανους τους βρίσκανε, για να φυλλάξουνε το βιός τους το ζουλούμικο. Κι ο Στρίγκλος ο αμούστακος, το δεκαεφτάρικο παιδί του Παναγή του κλέφτη -σφηκόπουλο το λέγανε της όψιμης σφηκοφωλιάς, που φύτρωσε στου Μπέη το ριζάφτι- καρφί τους έμπαινε στα σωθικά σαν άκουγαν το όνομά του και αγκάθι στο στρωσίδι τους το νοιώθανε τα βράδια, σαν βλέπαν φλόγες κόκκινες να βόσκουνε τους καρπισμένους και αθέριστους κάμπους, σαν βλέπαν μαύρα σύννεφα καπνού, σαν κορακιά αράπικα άτια, να τριποδίζουν στις πλαγιές.
-Ένα ρωμιόπουλο, ωρέ θρασίμια θα φάει το ντοβλέτι; Ένα και μοναχό του Ωρέ!;
Γρούζαν οι αγάδες του πέρα κάμπου και ο Καπόμπεης της ποταμιάς. Και έταζαν γρόσια και τιμές σε κείνον, που τον Στρίγκλο ζωντανό θάμπαζε στην αυλή τους.
Ντάρας λεγότανε για τους Ρωμιούς. Μα οι αγαρινοί του αλλάξανε το όνομα και τον λέγανε Στρίγκλο γιατί τους βύζαινε τη νύχτα το αίμα και το βιος σαν Στρίγκλα, σαν λάμια σαν αερικό.
Γύριζε ο Στρίγκλος –λεύτερο ξεφτέρι του Μοριά- ρουμάνια και βουνοκορφές, διάσελα και ραχούλες με το φαρί του ίδιου του Καπόμπεη καβάλα. Τόχε παρμένο ο άγουρος απ΄ τον νταβλά του Μπέη. Μέρα γιορτής και σχόλης για τους αγαρινούς.
Και γιόμιζε η σπηλιά καρπούς, ξαντά και βόλια.
Και κάθε τόσο ο Στρίγκλος, ντυμένος του ραγιά τη φορεσιά, την άπλυτη και την κουρελιασμένη, έμπαινε κακοτσάνταλος σακάτης και ψειρής στα τούρκικα χωριά, ζητιάνος, τυφλωμένος από τον …Στρίγκλο τάχα, και άκουγε και μάθαινε τα σχέδια των αγαρινών για τον ξολοθρεμό του. Κι ήξερε πώς να φυλαχτεί και πώς να βλάψει τον εχτρό, τον τύραννο της Ρωμιοσύνης.
Ώσπου μια μέρα επίσημη, το παλληκάρι ντύθηκε στ΄ απόμερο παλιόσπιτο, τη φουστανέλλα τη χιονάτη και τη χρυσή τη φέρμελη. Έβαλα τα κρεμαστά, τα πλουμιστά, κι έζωσε –κοσιάρης πια- τα άρματα τα τιμημένα του πατέρα. Φόρεσε το σελάχι το τριζάτο και τη φεσάρα τη βισσινιά και τη μαλαματένια φούντα. Στη σέλα τη αράπικη κρέμασε το σπαθί το δαμασκί και μ΄ ένα σβέλτο πήδουλο, διχάλωσε το φτεροπόδαρο φαρί του αγαρινού.
Στο τρίστρατο, στη βρύση του Καρά-Χασάν, στον ίσκιο του πλατάνου, αντάμωσαν απρόσμενα αγάς και παληκάρι. Γνώρισε τ΄ άτι του ο αγάς, την πλουμιστή τη σέλλα, κι έσυρε γιαταγάνι. Χουμίξανε και οι δύο υποταχτικοί του αγαρινού. Στομώσανε ένα-ένα τα σπαθιά και τριψιαλιάστηκαν στο ένα του παληκαριού. Πέσαν κορμιά αιματοβαμμένα στ΄ αυλάκι του κεφαλαριού και μείνανε άγουρος κι αγάς να πολεμούν σαν τα θεριά στην κάψα τ΄ Αλωνάρη. Φρούμαζαν τα΄ άτια τους και ορθοποδίσανε στα πισινά τους πόδια. Πισωπατούν κι αντρειεύουνε και ορμούν κι απ΄ τις σπαθιές ματώνουνε κορμιά αντρών και αλόγων. Και εκεί που το άχτι γίνεται φωτιά του δίκιου, το σπαθί του Στρίγκλου σβέλτο ανέμισε και ξάπλωσε το σκλαβωτή, στης βρύσης στο νερό το γάργαρο, σαν του ραγιά το δάκρυ.
Έβαψε με αίμα η νεροσυρμή της βρυσομάνας και τα μισά του ποταμού.
Ψηλά στη ράχη τα΄ Άι-Λιά οι χριστιανοί γιορτάζανε τη μνήμη του προφήτη. Γιορτάζανε και την παληκαριά του Στρίγκλου.
Από τότε τη βρύση με το γάργαρο και δροσερό νερό, σαν κάντιο, τη λένε
«Βρύση του Καρά-Χασάν».
Και τη σπηλιά που άδειασε το θησαυρό της για του κάστρου το πάρσιμο, τη λένε
«Σπηλιά του Στρίγκλου».
(ΧΙΜ)