Ηλία Χειμώνα, υποπτεράρχου ε.α., ιατρού καρδιολόγου (1945-2010)
Μέχρι πριν 50 χρόνια οι περισσότεροι γάμοι στο χωριό μας γίνονταν με συνοικέσιο. Την πρωτοβουλία αναλάμβαναν συνήθως τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας, που θεωρούσαν καθήκον τους να αποκαταστήσουν τους νέους που έφθαναν σε ηλικία γάμου. Διάλεγαν λοιπόν το νέο ή τη νέα που νόμιζαν ότι ταίριαζε στο δικό τους παιδί και ή έκαναν μόνοι τους την πρόταση στην οικογένεια των επίδοξων συμπεθέρων ή έστελναν τρίτο άτομο να «φτιάξει τα συμπεθεριά».
Χρειαζόταν τέχνη και μαεστρία για να ταιριάξει το προξενιό. Ορισμένα άτομα είχαν ιδιαίτερο χάρισμα να πείθουν και γι’ αυτό τους προτιμούσαν ως προξενητές ή προξενήτρες. Έπρεπε να ξέρουν να προβάλουν τα χαρίσματα του υποψήφιου γαμπρού ή της νύφης και να υποβαθμίζουν ή και να αποκρύβουν, όπου ήταν δυνατόν, τα ελαττώματα ή τα κουσούρια. Η ομορφιά ήταν σπουδαίο προτέρημα, δεν αρκούσε όμως πάντοτε. Η σωματική διάπλαση που υποδήλωνε ικανότητα για δουλειά και ο καλόγνωμος χαρακτήρας που έδειχνε υπάκουο άτομο, ήταν σοβαρά κριτήρια. Οι ντελικάτες δεν είχαν τότε πέραση. Ασφαλώς λαμβανόταν υπ’ όψη η κοινωνική θέση και το κύρος της οικογένειας, που συμβάδιζε συνήθως με την οικονομική κατάσταση.
Ακαταμάχητο προτέρημα ήταν η προίκα της νύφης, που μπορούσε να αναπληρώσει κάποια τυχόν ελαττώματα. Οι διαπραγματεύσεις κρατιόταν μυστικές, μέχρι την επίτευξη συμφωνίας και την υπογραφή του προικοσυμφώνου, οπότε ανακοινωνόταν επίσημα το ευτυχές γεγονός με ανταλλαγή επισκέψεων μεταξύ των οικογενειών. Τυχόν πρόωρη διαρροή των συζητήσεων μπορούσε να οδηγήσει σε αποτυχία το προξενιό και να εκθέσει κυρίως την κοπέλα, που ήταν το πιο ευάλωτο μέλος της κοινωνίας.
Οι νέοι ερωτευόταν και τότε όπως και τώρα, δεν μπορούσαν όμως να εκφράσουν τον έρωτα τους κατ’ ευθείαν, γιατί η κοινωνία του χωριού ήταν ασφυκτικά κλειστή και δεν συγχωρούσε αυτά που θεωρούσε παρεκτροπές. Οι πιθανότητες να ευοδωθεί ένα ειδύλλιο ήταν μηδαμινές και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις απερίσκεπτων συμπεριφορών που κατέληγαν σε δράματα.
Ο άνδρας μπορεί να έστελνε κάποιον προξενητή να ζητήσει την εκλεκτή της καρδιάς του από την οικογένεια της, η γυναίκα όμως είχε μικρότερη ελευθερία κινήσεων, προπαντός αν δεν είχε μεγάλη προίκα. Έκρυβε τον πόνο της και αναγκάζονταν να παντρευτεί αυτόν που διάλεγε η οικογένεια ή αυτόν που την ζητούσε. Μερικοί νέοι ήταν πιο τολμηροί και «τα έφτιαχναν». Βέβαια αν η σχέση μαθευόταν, τα σχόλια δεν έλειπαν και τότε οι γονείς της κοπέλας πίεζαν τον νέους να παντρευτούν. Υπήρχαν όμως και φορές που η μια ή η άλλη οικογένεια θεωρούσε το γάμο αταίριαστο και δεν συμφωνούσε. Αν ο έρωτας ήταν ισχυρός και το ζευγάρι θαρραλέο, μπορούσαν οι δυο να αγνοήσουν τις αντιρρήσεις και να«κλεφτούν», το γεγονός όμως αποτελούσε θέμα συζήτησης για χρόνια και ο γαμπρός δεν θα έπρεπε να ελπίζει σε προίκα.
Το προικοσύμφωνο ήταν γραπτό και κατέγραφε τη συνεισφορά της νύφης στο νέο νοικοκυριό. Η περιουσία του γαμπρού δεν γραφόταν πουθενά, ούτε ήταν απαραίτητο να υπάρχει. Ο γαμπρός δεν έπαιρνε προίκα αλλά κληρονομούσε το μέρος της πατρικής περιουσίας που του αναλογούσε. Αν ήταν μοναχογιός κληρονομούσε την πατρική περιουσία στο σύνολο της, εκτός από το μέρος που έπαιρναν προίκα οι αδελφές του. Αν ήταν περισσότερα άρρενα αδέλφια συνήθως μοίραζαν την περιουσία και ο μεγαλύτερος έμενε στο πατρικό σπίτι με τους γονείς, βοηθούσε όμως τα νεότερα αδέλφια του να χτίσουν ή να αγοράσουν σπίτι.
Σερβαίικο προικοσύμφωνο έτους 1925. (Από το βιβλίο του Β. Δάρα: Ιστορικά του Σέρβου Γορτυνίας) |
Η προίκα της γυναίκας περιλάμβανε απαραίτητα τον ρουχισμό για την ίδια και για τον γαμπρό (πχ 5 φουστάνια, 5 μεσοφόρια, 7πουκάμισα ανδρικά, 10 εσώβρακα, 2 ποδιές ράσινες, μια γιούρτα, μια μπελερίνα κλπ) ρούχα κλινοστατισμού όπως στρώματα (ματαράτσια τα έλεγαν), σεντόνια, μαξιλάρια, μαντανίες, κουβέρτες και σαΐσματα), οικιακά σκεύη (μπαούλα, χάλκινα, όπως λεβέτι, τσουκάλι και τεντζέρια, μαχαιροπήρουνα, σιδεροστιές κλπ), κοσμήματα και μετρητά ή ακίνητα (χωράφια αμπέλια ή και σπίτι, αν ο γαμπρός πήγαινε σώγαμπρος).
Μέχρι το γάμο η σχέση επισημοποιούνταν με αρραβώνες. Όταν οι αρραβώνες ήταν «ανοιχτοί» γινόταν μεγαλύτερο γλέντι και καλούνταν πολλοί συγγενείς και φίλοι, αν όμως δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια οι αρραβώνες γινόταν «κλειστοί» δηλαδή σε στενό οικογενειακό κύκλο και τότε οι καλεσμένοι ήταν λίγοι. Η περίοδος του αρραβώνα ήταν η καλύτερη στη ζωή του ζευγαριού. Είχαν το δικαίωμα να βλέπονται και να πηγαίνουν μαζί σε κοινωνικές εκδηλώσεις (πανηγύρια, γάμους, γιορτοφόρια κλπ).
Κάθε Σάββατο βράδυ ο γαμπρός επισκεπτόταν τη νύφη και κοιμόταν στο σπίτι της, όπου τον περιποιούνταν όσο μπορούσαν καλύτερα. Στη νύφη πήγαινε κουφέτα για να φιλεύει τα παιδιά. «Η πεθερά έσφαζε τον κόκορα», λέγανε πειρακτικά, για να υποδηλώσουν πόσο καλά περνούσε ο γαμπρός στης νύφης το σπίτι. Βέβαια το ζευγάρι ήταν υπό διακριτική επιτήρηση και η νύφη όφειλε να μη αφήσει να προχωρήσει η σχέση πέραν ενός ορίου, γιατί ο αρραβώνας μπορούσε να χαλάσει χωρίς νομικές επιπτώσεις και αν η κοπέλα είχε χάσει «την τιμή της» θα είχε τεράστιο πρόβλημα να την παντρευτεί άλλος. Ούτως ή άλλως ένας άτυχος αρραβώνας ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα, που μείωνε τις μετοχές της κοπέλας. Η νύφη δεν επιτρεπόταν να επισκεφθεί το σπίτι του γαμπρού αστεφάνωτη, ακόμη και αν ήταν στη γειτονιά της.
Το κουβάλημα της βάγιας |
Την Παρασκευή το βράδυ, ο γαμπρός με τους συγγενείς του πήγαινε στο σπίτι της νύφης να «βαρέσει τα προικιά», δηλαδή να τα ράνει με κουφέτα, ρύζι και λεφτά. Αφού έλεγαν τις ευχές «καλορίζικα» και «να ζήσουν», γινόταν γλέντι μέχρι αργά.
Αράπηδες, 28 Απριλίου 1957. Το φόρτωμα των προικιών της Φρόσως Αγ. Χειμώνα |
Από το Σάββατο το πρωί άρχιζαν να καταφθάνουν στο κάθε σπίτι οι καλεσμένοι, με το «κανίσκι» τους. Το κανίσκι ήταν η συνεισφορά του καλεσμένου στο γλέντι και αποτελείτο από ένα μεγάλο κουλούρι ψωμί (ένα ταψί), ένα σφαχτό (κατσίκι ή αρνί) και μια ντραμιτζάνα κρασί. Το φαγητό (κρέας) μαγειρευόταν σε λεβέτια που έμπαιναν στη φωτιά από το Σάββατο το πρωί. Έστρωναν μακρόστενα τραπέζια και τάβλες και άρχιζε το φαγοπότι, το τραγούδι και ο χορός. Όταν τέλειωνε το φαγητό και πριν μαζέψουν τα πιάτα έλεγαν τα τραπεζίτικα τραγούδια ή της τάβλας Τις περισσότερες φορές καλούσαν και όργανα (κλαρίνο, βιολιά και μπουζούκια), αν όμως η οικογένεια δεν είχε την οικονομική άνεση, τα τραγούδια λέγονταν «με το στόμα».Το Σάββατο παίρνανε τα προικιά.
Η μεταφορά γινόταν πάντοτε με ζώα (μουλάρια ή άλογα), ακόμη και αν τα σπίτια του γαμπρού ή της νύφης ήταν δίπλα-δίπλα. Στην περίπτωση αυτή, αφού τα φόρτωναν κανονικά, έκαναν μια βόλτα στους δρόμους του χωριού για να τα δει ο κόσμος. Ο αριθμός των ζώων ήταν πάντα μονός και ανάλογος με το μέγεθος της προίκας, κυρίως του αριθμού των στρωμάτων, που γεμισμένα ώστε να έχουν όγκο, φορτώνονταν ένα στην κάθε πλευρά του ζώου. Στη μέση έβαζαν τα μαξιλάρια, και πάνω στα στρώματα κρέμαγαν ότι χρωματιστό και φανταχτερό είχαν (κεντημένα τραπεζομάντηλα, μαξιλάρια, ποδιές, κουβέρτες, κιλίμια κλπ).
Ο πατέρας του γαμπρού (πεθερός) κουβάλαγε μια κουλούρα ψωμί, δώρο για τη νύφη, μέσα σε ένα μεγάλο πολύχρωμο ράσινο σακούλι που φόραγε «τραβετζίγκα» στον ώμο. Η κουλούρα ήταν ζυμωμένη με ζάχαρη ώστε να είναι γλυκιά, στολισμένη με κεντήματα και συνήθως ήταν τρύπια στη μέση. Την έδινε στην νύφη μόλις έφθανε, πριν μπει μέσα στο σπίτι. Η νύφη περίμενε για το λόγο αυτό στην πόρτα. Δεν την έδινε όμως όλη την κουλούρα αλλά έπρεπε να τη μοιραστεί μαζί της. Μάλιστα ήταν θεμιτός ένας μικρός ανταγωνισμός μεταξύ πεθερού και νύφης, για το ποιος θα έπαιρνε το μεγαλύτερο κομμάτι. Ο πεθερός προσπαθούσε να βγάλει όσο λιγότερο μπορούσε την κουλούρα από το σακούλι και η νύφη προσπαθούσε να βάλει τα χέρια της όσο πιο βαθιά μπορούσε μέσα στο σακούλι για να κόψει το μεγαλύτερο κομμάτι. Ο πιο άξιος νικούσε και έκανε το δικό του συμπεθεριό να καυχιέται. Στη συνέχεια η νύφη μοίραζε το κομμάτι μόνο στους δικούς της καλεσμένους και ο πεθερός επίσης στους δικούς του. Ακολουθούσαν τραγούδια, χορός και άρχιζε το φόρτωμα. Οι πιο σχολαστικοί και καχύποπτοι είχαν αναθέσει σε κάποιον από τους συγγενείς του γαμπρού να ελέγχει την παραλαβή της προίκας, ώστε να μη τους «γελάσουν» και δεν δώσουν όλα τα υπεσχημένα. Όταν έφτανε η σειρά των μπαούλων να φορτωθούν (περιείχαν τα πάνινα ρούχα), η μάνα της νύφης ή κάποιος άλλος από τους συγγενείς της, καθόταν επάνω και δεν σηκωνόταν να τα πάρουν αν ο πεθερός δεν τα ασήμωνε.
Όταν έφθαναν τα προικιά στο σπίτι του γαμπρού, πέταγαν μια διπλή μαξιλάρα στα κεραμίδια και την άφηναν εκεί μέχρι τη Δευτέρα, για να μαρτυράει τη χαρά. Μόλις ξεφόρτωναν τα προικιά, έστρωναν ένα ματαράτσι από αυτά στο πάτωμα, που παρίστανε το νυφικό κρεβάτι και έβαζαν ένα σερνικό μικρό παιδί να ξαπλώσει επάνω, ώστε να κάνει η νύφη σερνικά παιδιά. Μερικές φορές έβαζαν το μικρό να κατουρήσει το στρώμα, για γούρι, ίσως να διώξει το κακό μάτι.
Γάμος στους Αράπηδες 1955. Νύφη: Ντίνα Η. Χρονοπουλου. Γαμπρός: Κώστας Χρονόπουλος από Κοκκινοράχη. |
Το βράδυ του Σαββάτου γινόταν γλέντι και στα δύο σπίτια, χωριστά όμως. Δεν επιτρεπόταν κάποιος που ανήκε στο ένα «συμπεθεριό» να πάει μεμονωμένα στο άλλο, γιατί «θα του έβαζαν το σαμάρι» ή «θα τον μουτζούρωναν». Αυτό με χιουμοριστική διάθεση, μισοαστεία-μισοσοβαρά, δεν έλειπαν όμως καμιά φορά και οι παρεξηγήσεις από ανθρώπους που τους έλειπε το χιούμορ. Το γλέντι με φαγοπότι, τραγούδια και χορό, κρατούσε μέχρι τις πρωινές ώρες.
Την Κυριακή ξεκινούσε το συμπεθεριό από το σπίτι του γαμπρού και πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Αν η νύφη ήταν από το ίδιο χωριό, η πομπή πήγαινε με τα πόδια. Αν ήταν από άλλο χωριό, πήγαιναν με ζώα, τα οποία είχαν στολίσει με τις καλύτερες κουβέρτες ή κιλίμια που είχαν.
Συμπεθεριό σε γάμο στο Σέρβου το 1933. Γαμπρός o Δημήτρης Ασημακόπουλος από Λυκούρεσι και νύφη η Καλλιόπη Η. Παπαγεωργίου. (Από το βιβλίο του Β. Δάρα) |
Μπροστά πήγαιναν τα όργανα, που έπαιζαν τραγούδια του γάμου. Κάθε στροφή του τραγουδιού την έλεγαν πρώτα τα όργανα και μετά την επαναλάμβανε το συμπεθεριό με το στόμα. Το τραγούδι που πάντοτε έλεγαν όταν κόντευαν να φθάσουν ήταν:
Το συμπεθεριό πήγαινε στο σπίτι της νύφης και εκεί, όσο διάστημα ντυνόταν η νύφη, οι συμπεθέροι και από τις δυο πλευρές, χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία των οργάνων.
Το νυφικό φόρεμα, μέχρι τη δεκαετία του 1960, το έραβε η νύφη στη μοδίστρα του χωριού και συνήθως δεν ήταν άσπρο, γιατί υπήρχε πρόβλεψη να το φοράει η νύφη και αργότερα ως γιορτινό, μέχρι που να λιώσει. Το μόνο που είχαν ήταν να το κοντύνουν λίγο, γιατί για το γάμο το έφτιαχναν μακρύτερο, μέχρι τους αστραγάλους. Ήταν συνήθως μονόχρωμο, με φωτεινό και έντονο χρώμα, (μπλέ, πράσινο, κόκκινο, ροζ κλπ). Το πέπλο, μακρύ μέχρι τους αστραγάλους, το δανείζονταν. Αργότερα, κανά δυο νυφάδες έραψαν το νυφικό τους άσπρο και αφού το φόρεσαν οι ίδιες στο γάμο τους, μετά το νοίκιαζαν και στις άλλες νυφάδες του χωριού.
Ο πεθερός έβανε μια λίρα (ή ένα μεγάλο νόμισμα) στο παπούτσι της νύφης και την βοηθούσε να το φορέσει. Στη συνέχεια χόρευε και η νύφη τον αποχαιρετιστήριο χορό και τραγουδούσε
Η στέψη γινόταν στην εκκλησία του χωριού της νύφης. Εκεί περίμεναν τη νύφη, που την έφερνε ο πατέρας της πεζή, ακολουθούμενος από το συμπεθεριό τραγουδώντας. Την παρέδινε στο γαμπρό στην είσοδο της εκκλησίας αφού την φιλούσε και της ευχόταν να ζήσει. Τα στέφανα και τις λαμπάδες τα έφερνε ο κξουμπάρος. Τα παλαιότερα χρόνια είχε και η εκκλησία στέφανα, υα οποία ήταν μεταλλικά και έμοιαζαν με το στέμα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων (όμως φτιαγμένα με μπρούτζινες λάμες και χωρίς πετράδια) και τα χρησιμοποιούσαν όταν το ζευγάρι δεν είχε φέρει δικά του, όπως πχ σε περιπτώσεις που το ζευγάρι είχε κλεφθεί και ο παππάς το στεφάνωνε. Στη διάρκεια της τελετής, όταν ο παπάς έλεγε το «η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» όποιος από το ζευγάρι προλάβαινε πατούσε το πόδι του άλλου και αυτό σηματοδοτούσε ότι θα ήταν αυτός που θα επιβαλλόταν στον άλλο. Ένα έθιμο όμως επικίνδυνο, που μπορούσε να γεννήσει παρεξηγήσεις, προπαντός αν προλάβαινε η νύφη. Τότε ο γαμπρός ή οι δικοί του μπορούσαν να προσβληθούν και να δημιουργήσουν πρόβλημα. Στο «Ησαΐας χόρευε..» πετούσαν κουφέτα, όπως τώρα ρίχνουν ρύζι. Μερικοί ζωηροί, ιδίως νέοι, θεωρούσαν αστείο να σημαδεύουν το γαμπρό, τον κουμπάρο ή και τον παπά. Συνηθιζόταν επίσης ο κουμπάρος να σπάζει το ποτήρι με το οποίο ο παπάς λέγοντας το «ποτήριον σωτηρίας λήψομαι...» έδινε το κρασί στον γαμπρό, στη νύφη και τελευταία στον κουμπάρο κατά τη διάρκεια της τελετής.
Μόλις τέλειωνε η τελετή το συμπεθεριό του γαμπρού έπαιρνε τη νύφη και έφευγε κατ’ ευθείαν, χωρίς να επιστρέψουν στο σπίτι της νύφης. Για τη νύφη είχαν φέρει ένα άσπρο ή τουλάχιστον ψαρί άλογο ή μουλάρι, που στον ερχομό ήταν άδειο και στην επιστροφή το τράβαγε από το καπίστρι ο πεθερός που όφειλε να πάει πεζός, για να μην τύχει τίποτε και αφηνιάσει το ζώο και γκρεμίσει τη νύφη. Το συμπεθεριό της νύφης γύριζε στο σπίτι των γονιών της τραγουδώντας
Παλαιότερα, αφού έτρωγαν το βράδυ και περνούσε λίγο η ώρα, οι νεόνυμφοι αποσύρονταν σε κάποιο χώρο (δεν υπήρχαν και πολλοί τέτοιοι χώροι στα μικρά χωριάτικα σπίτια εκείνη την εποχή), για την πρώτη νύχτα του γάμου, ενώ οι συμπεθέροι συνέχιζαν το γλέντι. Όταν τελείωνε η πράξη, γυρνούσε το ζευγάρι και έπρεπε να επιδείξει, μέσα στο πανέρι, το ματωμένο «σκουτί» αποδεικτικό ότι η νύφη ήταν παρθένα και ο γαμπρός «ικανός». Αν όλα πήγαιναν καλά πέφτανε πιστολιές και συνεχιζόταν το γλέντι τρικούβερτο. Αν η νύφη δεν βρισκόταν «εντάξει» υπήρχε κίνδυνος να την γυρίσουν στους γονείς της το ίδιο βράδυ. Κάποιες φορές το θέμα μπορούσε να διευθετηθεί, αν ο πατέρας της νύφης είχε να δώσει και άλλη προίκα, ώστε να αντισταθμίσει το κουσούρι. Όλη αυτή η διαδικασία αποτελούσε τρομερή δοκιμασία για όλους. Το ζευγάρι ήταν σε στρες, αφού ήξεραν ότι το ενδιαφέρον όλων ήταν στραμμένο επάνω τους. Οι γονείς αγωνιούσαν για τη νύφη, που δεν ξέρει κανείς τι μπορούσε να της είχε συμβεί καμιά φορά αλλά και για τον γαμπρό, ο οποίος πολλές φορές ήταν άβγαλτος, κουρασμένος από την ένταση των ημερών και πιεσμένος ψυχολογικά, ήταν ενδεχόμενο να αποτύχει εκείνη τη βραδιά. Έτσι αυτό το έθιμο σταδιακά καταργήθηκε και στα δικά μας χρόνια το ζευγάρι έμενε στο τραπέζι μέχρι το πρωί.
Τη Δευτέρα η νύφη ντυνόταν με ένα λουλουδάτο φόρεμα, το πιο καλό της, πήγαινε στη βρύση με συνοδεία για να την ασημώσει. Έριχνε μέσα στην κορύτα ένα μεταλλικό νόμισμα που το έβγαζε ένα σερνικό παιδί με το στόμα του.
Στη διάρκεια της εβδομάδας η νύφη προσπαθούσε να γνωρίσει το νέο της σπίτι και το καινούργιο χωριό, αν δεν είχε παντρευτεί σε αυτό που είχε γεννηθεί.
Το επόμενο Σαββατοκύριακο οι γονείς και τα αδέλφια της νύφης την επισκέπτονταν για πρώτη φορά στο καινούργιο της σπίτι. Ήταν τα λεγόμενα «επιστρόφια» που βοηθούσαν τόσο τη νύφη όσο και τους γονείς της να απαλύνουν λίγο τον πόνο του χωρισμού, που παρά τη χαρά του γάμου ήταν αναπόφευκτους, αφού καινούργιες συνθήκες δημιουργούνταν για όλους.
Σήμερα σχεδόν όλα έχουν αλλάξει, άλλα προς το καλύτερο, άλλα προς το χειρότερο, το σίγουρο όμως είναι ότι οι γάμοι εκείνοι, αν και γίνονταν από συνοικέσιο και η νύφη σπάνια ρωτιόταν αν συμφωνούσε, στέριωναν. Τα διαζύγια τότε ήταν σπάνια. Σήμερα που οι νέοι παντρεύονται από έρωτα, αποφασίζουν μόνοι τους, γνωρίζονται και πολλοί συζούν αρκετά χρόνια πριν παντρευτούν, τα διαζύγια έγιναν ανησυχητικά συχνά, σε σημείο που κλονίζουν την ελληνική κοινωνία.