Από το βιβλίο του πατριώτη λογοτέχνη Θ. Κ. Τρουπή.
Σαν διαπιστωθεί ο θάνατος, κάποιο από τα παιδιά των γονιών κατεβάζει τα ματόφυλλα του πατέρα πριν παγώσει. Αμέσως μετά στα γρήγορα πετάνε τα ρούχα του νεκρού και τον πλένουνε με κρασί. Του φορούνε το σάβανο. Κι όπως λένε: είναι το μόνο σκουτί που δεν έχει τσέπες.
Οι γριές έχουνε έτοιμα ούλα τα θαφτικά τους. Και του γέρου τους και τα δικά τους. Και όποιος πεθάνει πρώτος παίρνει κοντά και τα στέφανα από τα στεφανώματα. Τα θαφτικά τα έχουνε δεμένα σε μποξιά και τα έχουν αποκάτου από το παράκλι της κασέλας. Μετά το πλύσιμο και το στόλισμα του νεκρού τον ξαπλώνουνε στο πάτωμα του σπιτιού, ανάσκελα με τα πόδια κατά την ανατολή και το κεφάλι κατά τη δύση. Στα δεξιά του νεκρού βάνουνε ένα παστρικό γανωμένο ανάχρειο του μαγειριού: τέντζερη, ταψί, τσουκάλι και το γεμίζουνε σιτάρι που βάζουνε μέσα τα αναμμένα κεριά. Στο στήθος μπροστά σταυρώνουνε τα χέρια του πεθαμένου και απάνου βάνουνε ένα εικόνισμα του σπιτιού. Ωστόσο κάποιος συγγενής θα βαρέσει την καμπάνα της κάτω εκκλησιάς λυπητερά. Τρεις φορές από τρεις καμπανιές και το χωριό μαθαίνει ολομεμιάς τον τελευταίο αγύριστο ταξιδιώτη και ετοιμάζεται να τον αποχαιρετήσει.
Παίρνουν οι γυναίκες οι μεσόκοπες και οι γριές κεριά, λιβάνι, λουλούδια και δυόσμο, ρόιδα, μήλα, καρύδια και μύγδαλα και πάνε στον πεθαμένο. Ανασπάζονται γονατιστές τον πεθαμένο και το εικόνισμα που είναι δίπλα του. Ανάβουνε τα κεριά και κάθε μια μελετάει για πιόνε δικόνε της ανάβει το κερί και σε ποιόνε δικόνε της στέλνει χαιρετίσματα τα μυριστικά, τα φρούτα και τους καρπούς.
Όσο έχει ακόμα την πινογά του ο ετοιμοθάνατος γονιός πάνε τα παιδιά του στο προσκέφαλο κοντά και του γυρεύουνε την ευχή και το στερνό του θέλημα. Όποιος είναι ευκημένος από τον πατέρα του ή τη μάνα του ή κι΄από τους δύο δεν έχει να σκιαχτεί τίποτα στη ζωή του.
Στην αυλή του σπιτιού κάποιος μαραγκός τοιμάζει την κάσα, μέσα στο σπίτι αρχίζουνε τα μοιρολόγια και 3 νοματαίοι πάνε στου Μπουλούτσου για να ανοίξουνε τον τάφο. Στο παραγώνι έχουνε ανάψει φωτιά και βράζουνε σιτάρι. Την ώρα που σηκώνουνε το νεκρό για να τον βάλουνε στην κάσα τα μοιρολόγια σταματούν και δυναμώνουν οι κραυγές του πόνου και οι στεναγμοί του αποχωρισμού. Όσο σεντόνι περισσεύει σκεπάζει την κάσα και μέσα από αυτό και απάνου στο νεκρό αποθέτουνε οι γυναίκες τα μυριστικά. Στο πλάι αποθέτουν τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού: Μαγκούρα, γκλίτσα...
Ο νεκρός πρέπει να μείνει στο σπίτι ένα 24ωρο. Εκείνος που θα πεθάνει μετά το μεσονύχτι θα τον θάψουνε την αυγή της παραπάνω ημέρας. Εξόν από τα κόλλυβα, τα σπυριά, κείνοι που είχανε φτιάνανε και προσφορές και φάβα και πιάνανε και κρασί για να φάνε και να πιούνε οι νεκροσυμπέθεροι στον φρεσκοσκεπασμένο τάφο του νεκρού και να τον συγχωρέσουνε.
Όσο είναι ακόμα νύχτα δεν κάνει να μοιρολογάνε. Σκεπάζουνε τον πεθαμένο και βγάνουνε τα κατσούλια (γατιά) όξω για να μην αγρασκελήσουνε τον πεθαμένο και βρουκολακιάσει... Μόλις ιδούνε οι γριές πως ροδοχάραξε αρχίζουν τα μοιρολόγια. Το πρώτο που θα πουν το πρωί λέει:
Καλημέρα στα μάτια σου κι ας είναι και κλεισμένα.
Καλημέρα στα χέρια σου κι ας είναι και σταυρωμένα.
Καλημέρα στα κάλη σου κι ας είναι κερωμένα.
Τοιμάστηκες στολίστηκες γι αγύριστο ταξίδι.
Θα πας εκεί που καρτερούν ούλοι οι αγαπημένοι.
Σαν ανταμώσεις τον...την...πέσ΄του...
Και συνεχίζουν με άλλα όπως:
Για πες μας τι του ζήλεψες του μαύρου κάτου κόσμου;
Εκεί τραγούδια δεν ακούς, εκεί βιολιά δεν παίζουν.
Εκεί συδυό δεν κάθονται συντρείς δεν κουβεντιάζουν.
Εκεί οι νιοί είν΄εξαρμάτωτοι και οι νιές είν΄ξεπλεγμένες.
Και των μανάδων τα παιδιά σα μήλα μαραμένα.
Και συμπληρώνει η κάθε μια από έναν καημό, μια παραγγελιά ή κάποιο μαντάτο.
Η ταφή γίνεται ή κολατσιό ή το δείλι. Κινάει ο παπάς κι ο ψάλτης και πάνε στο σπίτι του νεκρού. Εκεί είναι και τα παιδιά με το σταυρό, τα ξαφτέρουγα, το θυμιατό και τα φανάρια. Διαβάζει ο παπάς μια ευχή και τέσσεροι άντρες σηκώνουνε το νεκρό και τον βάζουνε στην κάσα. Κάποια γυναίκα ανάβει ένα φανάρι ή λυχνάρι και το αφήνει εκεί που ξεψύχησε ο νεκρός. Εκείνο το φωτερό πρέπει να καίγεται εκεί τρεις ημέρες και τρεις νύχτες.
Ψέλνοντας μπροστά ο παπάς κι ο ψάλτης, ακολουθεί ο νεκρός με ολομπροστά τα ξαφτέρουγα το σταυρό και τα φανάρια. Πίσω οι στενοί συγγενήδες και παραπίσω οι νεκροσυμπέθεροι, μπροστά οι άντρες και πίσω οι γυναίκες. Στο γάμο πάνε μπροστά οι γυναίκες και πίσω οι άντρες. Άμα σηκώσουνε τον πεθαμένο βαρούνε και οι δύο καμπάνες χλιβερά. Πότε η μία και πότε η άλλη. Άμα μπει και ο τελευταίος νεκροσυμπέθερος στην εκκλησιά σταματάνε. Σαν τελειώσει ο παπάς τα γράμματα περνάνε ούλοι κι ανασπάζονται το νεκρό και το εικόνισμα και βγαίνουν έξω γύρω από τον ανοιχτό τάφο.
Στο χωριό μας οι νεκροσυμπέθεροι δεν ρίχνουν χώμα στο νεκρό. Μόνο ο παπάς ρίχνει λάδι και χώμα σταυρωτά. Σκεπάζουνε το λάκκο. Σταυρώνουνε τον κασμά και το φτυάρι απάνου στο φρέσκο σωρωμένο χώμα και απάνου στα σταυρωμένα σύνεργα πλένουνε τα χέρια τους όλοι όσοι πήρανε μέρος στη ταφή.
Κι όλοι τρώνε σπυριά με καρύδια και σταφίδα, προσφορά, φάβα, πίνουνε κρασί δίχως να τσουγκρίσουνε ποτήρια κα συχωράνε τον πεθαμένο. Οι στενοί συγγενήδες ακολουθάγανε τους λυπημένους πίσω στο σπίτι.
Άμα γυρίζουνε από κηδεία, από λείψανο δεν κάνει να μπουν οι νεκροσυμπέθεροι στο σπίτι τους χωρίς να πλύνουνε τα χέρια τους και να νιφτούνε. Άμα περνάνε το λείψανο στις στράτες του χωριού τα πορτοπαράθυρα κλείνουνε. Και κείνος που θ΄ανταμώσει λείψανο πρέπει να σταθεί στην άκρη της στράτας, αν είναι καβάλα να πεζέψει, να ξεσκουφωθεί και να σταυροκοπηθεί, να σταθεί εκεί παράμερα, ίσαμε που να περάσει όλο το νεκροσυμπεθεριό.
Από την άλλη μέρα οι στενοί συγγεννήδες, κουμπάροι, φίλοι πάνε στους λυπημένους με έτοιμα φαγητά για παρηγοριά.
Στις τρεις ημέρες από την ταφή τοιμάζει ο μαραγκός ή κάποιος άλλος δικός του πεθαμένου ένα κουτί και ένα σταυρό για να τα πάει και να τα στερεώσει καλά στο κεφάλι ίσια απάνου του πεθαμένου.
Απάνου στο νεκροκούτι γράφουνε το όνομα του πεθαμένου, την ηλικία του και την ημερομηνία που ξεψύχησε. Κάμποσοι δεν φτιάχνανε μήτε κουτί μήτε σταυρό. Παίρνανε έναν παλιοντενεκέ, του ανοίγανε πορτούλα και τον φυτεύανε ανάποδα απάνου στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Στις τρεις ημέρες που πάνε το κουτί πάνε και τον παπά και ψέλνει ένα τρισάγιο. Οι πιότεροι δεν πάνε με παπά. Στεριώνουνε μοναχοί τους το κουτί κι ανάβουνε μέσα το καντήλι και καίνε σε κεραμίδι απάνου λιβάνι. Τη θράκα την πάνε από το χωριό. Έτσι για σαράντα ημέρες κάθε ηλιοβασίλεμα κάποιος δικός του νεκρού πάει στον τάφο, ανάβει το καντήλι και του καίει δυο σπυριά λιβάνι και η ψυχή του πεθαμένου βρίσκει έτσι αναπαμό.
Ο ξεχασμένος από φίλους και δικούς, αναπαμό δεν βρίσκει.
Στις εννιά ημέρες κάνουνε μνημόσυνο στην εκκλησιά. Βράζουνε σπυριά, ζυμώνουνε προσφορές, φτιάνουνε φάβα, πιάνουνε κρασί στις τσιότρες και κάμποσοι έχουνε ξεκκοκαλιασμένο βραστό κριάς στα τρανά τετζέρια. Μόλις βάρηγε ο παπάς την πρώτη καμπάνα της Κυριακής τα πηγαίνανε ούλα τούτα και τα βάνανε στα σκαλιά απάνου, μπροστά από την εικόνα του Χριστού και στα δεξιά της μεσιανής πόρτας του ιερού.
Σαν τέλειωνε η εκκλησία γινόταν και το μνημόσυνο. Κανείς δεν κουνιότανε από τη θέση του. Μετά βγαίνανε ούλοι στην αυλή της εκκλησιάς και καθόσαντε στα τουράκια αν ήτανε καλός ο καιρός, κι αν ήτανε παλιοημέρα οι γέροι καθόσαντε στα στασίδια τους, τα παιδιά μπροστά τους και οι νιοι και μεσόκοποι ορθοί. Απλώνανε τα μπισκίρια στα πόδια των γερόντων και μοιράζανε...Κρασί μοναχά οι γέροι και οι άντρες πίνανε. Τέτοια μνημόσυνα δεν τα κάνανε ούλοι. Το ποιό συνηθισμένο μνημόσυνο ήτανε δύο χεροκόφινα σπυριά...και το πολύ-πολύ ένα ξακριδάκι προσφορά. Στα ξαμήνια και στα χρόνια δεν κάνανε βαριά τοιμασία. Δυο χεροκόφινα σπυριά και πάει κείθε...
Τα μνημόσυνα γίνουνται ούλα πριν από τον καιρό που λέει το όνομά τους: Τριήμερα, εννιαήμερα, σαράντα, τρίμηνα, ξαμήνια, χρόνια. Κάνουνε και στα τρία χρόνια μνημόσυνο κι ούλα τα Ψυχοσάββατα φτιάνουνε προσφορές και βράζουνε σπυριά κι ανήμερα των Αγιοθοδώρωνε λειτουργάει στου Μπουλούτσου ο παπάς και η μισή εκκλησιά είναι γιομάτη πιάτα και κανίστρες με σπυριά και προσφοράκια. Το Σάββατο το βράδυ πριν το μνημόσυνο της Κυριακής πάνε ένα πιάτο σπυριά για να μελετήσει ο παπάς το όνομα του πεθαμένου και να μάθει πως την άλλη μέρα θάχει μνημόσυνο.
Τους νεκρούς τους ξεθάβουνε στα πέντε, στα εφτά, στα εννιά χρόνια. Και στο βγάλσιμο μονοί πάνε. Ένας άντρας και δύο γυναίκες ή τρεις άντρες και πέντε γυναίκες. Όλα τα κόκκαλα τα πλένανε στη Λιμνίτσα. Αν δεν είχε νερό κουβαλάγανε από το Λεύκο και τα πλένανε στον τάφο. Βάνανε τα πλυμένα και ξεβγαλμένα με το κρασί κόκκαλα στην πικεργάρα κάσα ή σακούλα, τα λιβανίζανε και τα βάνανε μέσα στην εκκλησιά. Τα βγάνουνε Παρασκευή. Το Σάββατο φτιάνουν σπυριά και προσφορές. Την Κυριακή κάνουνε μνημόσυνο. Την Κυριακή το βράδυ ή τη Δευτέρα τα ξαναλιβανίζουνε και τα πάνε στον κοκκαλιάρη.
Όσο θυμούνται και απ΄όσα μολογούνται κανείς ποτέ από το χωριό μας δεν βγήκε άλιωτος. Άλιωτοι βγαίνουνε όσοι έχουνε βασταμένο αφοριστικό και για να λιώσει πρέπει να διαβάσει ο Δεσπότης ευχή, να τον ξαναρίξουνε εφτά χρόνια ακόμη στη γης, και αν τον δεχτεί η γης και τον λυώσει... Εξον από την κατάρα του παπά για διάφορες μικροκλεψιές αφοριστικό από Δεσπότη δεν είναι διαβασμένο τα τελευταία εκατό χρόνια στο χωριό. Όσους βρουκολακιάζουνε τους καίνε με βάτα στον τάφο τους απάνου τρία Σάββατα και ένα Μεγάλο τέσσερα. Στο χωριό μας δε βρουκολάκιασε ποτέ κανείς.
Η συμπεριφορά των κατοίκων του χωριού μας προς τους λυπημένους και χαροβαρεμένους ανθρώπους, από μικρό με είχαν εντυπωσιάσει:
*Μένανε αξύριστοι οι άντρες και μαυροφορούσανε οι γυναίκες μέχρι και τρίτα ξαδέρφια. Αν ήτανε νέος ο νεκρός κράτηγε και χρόνο το μαυροφόρεμα ...και στη συνέχεια σκούρα...
*Δεν έκαναν γιορτάσι ονομαστικής γιορτής για αρκετά χρόνια στο σπίτι του νεκρού.
*Άμα πέθαινε ο αδερφός αρρεβωνιασμένου, ο γάμος αναβαλλόταν για ένα χρόνο κι ακόμα. Και τότε που θα γινόταν, θα γινότανε στα μουγκά...Στις νύφης το σπίτι κάτι θα το μουρμουράγανε.
*Άμα πέθαινε αδερφός ή αδερφή της νύφης τα πράματα αλλάζανε ένα τι. Γινότανε μικρό γλέντι στου γαμπρού το σπίτι και τίποτα στης νύφης.
*Αν σε κάποιο σπίτι ήτανε φρεσκοπεθαμένος και μια συντροφιά από άντρες και παιδαρέλια γύριζε το βράδυ σε γιορτάσια τραγουδώντας, μόλις θελαζυγώσουνε στων λυπημένων το σπίτι, κόβανε το τραγούδι, ξεπιτούτου, περνάγανε την εμπατή μια δυο τριχιές και συνεχίζανε το τραγούδι!
*Αν κάποιος μακρινός συγγενής του νεκρού βρισκόταν σε συντροφιά με κεφωμένους φίλους δεν τους άφηνε να φύγει, αλλά ούτε το στόμα άνοιγε ούτε σε χορό πιανότανε.
*Κανένας ποτέ λυπημένος δεν έβγαινε ούτε αγνάντιο τη Λαμπρή στη Ράχη. Ούτε και σε πανηγύρια και σε γάμους και σε χαρές πήγαινε. Έστελνε με συγγενή του τη χάρη της νύφης.
*Οι χήρες γυναίκες δεν έβγαζαν ποτέ το μαύρο μαντίλι από το κεφάλι, σπάνια παντρευόσαντε και αν παντρευόσαντε δεν φορήγανε άσπρη τσεμπέρα παρά σκούρο καφετί μπερέζι. Και αν δεν παντρευόσαντε το μαύρο μαντήλι το βγάζανε και φορήγανε καφετί μόνο όταν παντρεύανε τα παιδιά τους και όσο κρατούσανε τα στεφανώματα στην εκκλησιά και τα καλοδεξίματα της νύφης στο σπίτι...και πάλι το μαυρομάντηλο στο κεφάλι.
*Καθρέφτη στου πεθαμένου το σπίτι δεν έβλεπες. Τους αναποδογύριζαν. Στην εμπατή του σπιτιού απόξω καρφώνανε μια μαύρη ταινία πλάτους μιας απαλάμης περίπου σε σχήμα σταυρού.
*Οι παπάδες μας, όπου καταλαβαίνανε φτώχεια, ορμηνεύανε τις χήρες να φτιάνουν μόνο ένα αναχλό πιάτο σπυριά. Το ίδιο κάνει!
*Οι παπάδες και οι ψάλτες ποτέ δεν πήρανε ψαλτικά από χήρες.
*Για άνοιγμα τάφου, μεταφορά νεκρού και εκταφή λειψάνων ποτέ κανείς δεν άξιωσε πληρωμή.
*Τα ορφανά κοριτσάκια πάνω από 12 χρονών τα ντένανε στα ολόμαυρα και τους τα βγάζανε όταν τα αρρεβωνιάζανε. Στα σερνικά δεν βάζανε πάνω τους μαύρο σκουτί.
*Σε κανένα ζωντανό του λυπημένου σπιτιού δεν αφήνανε κουδούνι για εξάμηνο τουλάχιστον.