.                                         

Σκέφτηκα να γράψω κάποια πράγματα, σχετικά με το πώς γίνονταν οι γάμοι τα παλιότερα χρόνια στο χωριό μας, κυρίως στη δεκαετία του 1950, που είχα την ευκαιρία να ζήσω από κοντά αρκετές περιπτώσεις συνοικεσίων. Μια διαδικασία πολύ διαφορετική απ΄ ότι συμβαίνει στις μέρες μας.

Αν θελήσει δηλαδή κάποιος να κάνει σύγκριση με την σημερινή εποχή (μεσοδιάστημα δύο γενεών), που υπάρχει πλήρης απελευθέρωση και ανεξαρτητοποίηση των νέων, ίσως να μη βρει καθόλου κοινά σημεία. Αν μάλιστα επικεντρώσει στο θέμα των προγαμιαίων σχέσεων, που τόσο συνηθισμένο φαινόμενο είναι σήμερα, η απόσταση είναι τεράστια.

Σε εκείνη την εποχή, αν συνέβαινε κάτι πριν το γάμο, ήταν στίγμα για όλη την οικογένεια και γινόταν «βούκινο»… σε όλη την περιοχή. Σήμερα, όλο και ποιο συχνά βλέπουμε ζευγάρια να κάνουν ταυτόχρονα το γάμο τους και τα βαφτίσια του παιδιού τους.

…Άλλες εποχές, άλλες μελωδίες…

 

. Ανάλογο άρθρο έχει γράψει και ο αείμνηστος Ηλίας Χειμώνας και μάλιστα με αρκετές φωτογραφίες και  για ποιο παλιά χρόνια καθώς και ο Ι. Στ. Βέργος (link στο τέλος του άρθρου).

 

   Οι νέοι του χωριού μας (όπως και σε όλη την ελληνική επαρχία) παντρεύονταν τότε, κατά κανόνα από προξενιό, και εξαιρετικά σπάνια από αίσθημα. Αλλά και στις περιπτώσεις αισθήματος, αρκετές φορές οι γάμοι διαλύονταν, αν η νύφη δεν ήταν της αρεσκείας των γονιών του γαμπρού.

Η όλη διαδικασία, πάντως, του προξενιού περιελάμβανε διάφορα στάδια.

Βολιδοσκόπηση:

Ο πατέρας του κοριτσιού, λοιπόν, με τα αγόρια του (αν είχε), συζητούσαν το θέμα και βολιδοσκοπούσαν στο χωριό τα ανύπαντρα αγόρια (ή και στα γειτονικά χωριά, αν ήταν κανένα …καλό παιδί), τι σόι άνθρωποι είναι σε αυτή την οικογένεια, αν φέρονται καλά και κυρίως τι προίκα θα τους ζητήσουν! Μερικές φορές έπαιρνε μέρος και η μάνα, στην όλη διαδικασία. Η υποψήφια νύφη, κατά κανόνα, δεν ήξερε τίποτα. Αυτή τα μάθαινε ….τελευταία, όταν όλα ήσαν συμφωνημένα και τελειωμένα. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις ενημερωνόταν ότι …την Κυριακή θα γίνουν οι αρραβώνες της!  

Αλλά και ο γαμπρός σε κάποιες περιπτώσεις, που έλειπε π.χ. για μαστοριά στη Μεσσηνία, μάθαινε εκ των υστέρων, πως ο πατέρας του τον είχε αρραβωνιάσει, με μια …καλή κοπέλα!. …Μη προλάβει κανένας άλλος και πάρει την προίκα.

Από τη στιγμή που εντόπιζαν τον υποψήφιο γαμπρό, φρόντιζε ο πατέρας ή κάποιος στενός συγγενής, να πιάσει φιλία με τον πατέρα του υποψήφιου γαμπρού, ώστε να διερευνήσει τις προθέσεις του. Πίνανε τα κρασάκια τους στα μαγαζιά του χωριού και φέρνανε την κουβέντα «απέξω-απέξω» για τις παντρειές. Κάποιες φορές παίρνανε και έναν φίλο τους κοντά, και πάνω στο κρασί ρωτούσε αυτός τον πατέρα του υποψ. γαμπρού, αν θέλει ο γιος του να παντρευτεί. Αν η απάντηση ήταν κάπως θετική και τους έλεγε π.χ. ότι αν βρεθεί καμιά καλή κοπέλα και με προίκα μπορεί να το αποφάσιζε, τότε ακολουθούσε το επόμενο στάδιο.

 

Βραδινή επίσκεψη-διαπραγμάτευση

Έπαιρνε ο πατέρας το γιο του ή κάποιον συγγενή ή φίλο και πήγαιναν το βράδυ αργά, για να μην τους δει κανένα «κακό μάτι», στο σπίτι του υποψήφιου γαμπρού. Αφού τους καλωσόριζαν οι νοικοκυραίοι, που ήσαν κάπως υποψιασμένοι, τους πρόσφεραν τα σκαμνιά να καθίσουν (καρέκλες ήταν σπάνιες). Ο πιο μεγάλος, που θα έκανε την πρόταση, έπαιρνε τη σκούπα, που συνήθως ήταν πίσω από την πόρτα, και καθόταν επάνω. Αυτό, ήταν σημάδι για το σκοπό που πήγαν. Αφού πρώτα τους τράταραν κι έπιναν τα ποτηράκια τους, αυτός που κάθονταν στη σκούπα έμπαινε στο «ψητό», ποιος δηλαδή ήταν ο λόγος της επίσκεψης. Έτσι άνοιγε η κουβέντα: Άρχιζε λοιπόν:

 

-Ρε Μήτρο (τυχαίο όνομα για τον πατέρα του γαμπρού, όπως και τα άλλα ονόματα), εμείς ήρθαμε για καλό σκοπό εδώ, να σας κάνουμε μια πρόταση, να γίνουμε συγγενείς.

Τι λέτε να τα φτιάξουμε να πάρει ο γιος σας την κόρη μας «…» (η την ανιψιά μου, αν τυχόν πήγαινε ο θείος).

   -Μαστρο-Λια (πατέρας της νύφης), καλωσορίσατε στο σπιτικό μας, αλλά σε αυτό το θέμα τον πρώτο λόγο τον έχει ο «Λάμπρος» (υποψ. γαμπρός). Ας μας πει ο ίδιος αν σκοπεύει, πρώτα απ’ όλα, να παντρευτεί.

   -Δεν το έχω σκεφτεί ακόμη, λέει ο Λάμπρος. Αν όμως τύχει καμιά καλή ευκαιρία με καλή κοπέλα και με προίκα, το συζητάω.

   -Εμείς ήρθαμε στο σπιτικό σας γιατί σας εκτιμούμε και ξέρουμε ότι είστε καλοί άνθρωποι και από του καλύτερους νοικοκυραίους στο χωριό μας.

   -Η καλοσύνη σας, αγαπητοί μας, και για νάχουμε καλό ρώτημα, τι προίκα δίνετε στην κοπέλα;

   -Εγώ Μήτρο μου, θα της δώσω όσο πιο πολλά μπορώ. Ξέρεις βέβαια ότι έχω κι άλλες δυο τσιούπες. Μπορώ όμως να της δώσω τριάντα χιλιάδες μετρητά, καμιά δεκαριά γίδες ή προβατίνες, ότι εσείς προτιμάτε, και τα άλλα σχετικά…

-Λιγα τα βλέπω. Τι λες εσύ «Λάμπρο»; Απευθύνεται στο γιό του.

   -Κι εγώ πατέρα, πάρα πολύ λίγα. Ξέρεις ότι μου κάνανε πρόταση  με σχεδόν διπλάσια, πενήντα χιλιάδες μετρητά και πολλά άλλα, και δεν δέχτηκα...

   -Βλέπεις μαστρο-Λιά και το παιδί λίγα τα βλέπει. Βάλε μερικά ακόμη. Την κόρη σου την ξέρουμε και τη συμπαθούμε, αλλά ξέρεις είναι δύσκολες εποχές, θα κάνουν οικογένεια τα παιδιά, πως θα ζήσουν, δώσε και καμιά πεζούλα περιβόλι ακόμη, κάνε δύο τις πεζούλες αμπέλι, να φάνε κανά σταφύλι και να βάλουν και καμιά μπότσα κρασί. Βάλε και ένα τραγί με τις γίδες.

   -Μήτρο μου, ξέρεις την κατάστασή μου, δεν έχω τη δύναμη,. Λες να μη θέλω να δώσω στο κορίτσι μου όσα περισσότερα μπορώ; Άντε να βάλω ακόμη κανά δυο χιλιάρικα.

   -Δε συζητάμε για ένα-δύο χιλιάρικα. Κάντα τουλάχιστον δέκα.

   -Τι λες ρε πατέρα. Εγώ επειδή συμπαθώ την κοπέλα, άντε να πέσω από τα πενήντα στα σαράντα πέντε.  Θυμάσαι, τα πενήντα που μου δίνανε «ντάκα-ντάκα» και προκαταβολικά, αν ήθελα για έξοδα;

   -Εγώ, δεν αντέχω τόσα πολλά, ας τα κάνω τριάντα πέντε-τριάντα επτά …το πολύ…

   -Κάνε τα σαράντα μαστρο-Λια, να πούμε τα καλορίζικα…

   -Σου είπα «Μήτρο μου», δεν αντέχω πιο πάνω… τι να σου πω;

   -Τι λες Λάμπρο, να πούμε τα καλορίζικα στα σαράντα να τελειώνουμε; Το κορίτσι είναι καλό… να δούμε και κανένα εγγονάκι με τη μάνα σου, γεράσαμε…

   -Όχι ρε πατέρα… άσε να το σκεφτούμε…

 

 

   Αφού τέλος πάντων τελείωναν κάπου τα παζάρια, και με άλλες ενδεχομένως επισκέψεις, ο πατέρας της κοπέλας ήταν υποχρεωμένος να φτιάξει το προικοσύμφωνο, ώστε όλα αυτά που συμφωνήσανε να είναι και «κατοχυρωμένα».

Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, η οριστική απάντηση δινόταν μετά το προικοσύμφωνο.

 

 

                         

                             ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΟ

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν

  

Στην κόρη Μαγδάλω, δίνω για προίκα τα ακόλουθα:

*Δυο   εικονίσματα της Παναγίας και της Αναστάσεως του Χριστού, (της εορτής του Λάμπρου).

*Τριάντα   οκτώ χιλιάδες δραχμές μετρητά,   με τα προικιά.

*Μια πεζούλα περιβόλι και μια πεζούλα αμπέλι στην Κάπελη. Δέκα πέντε προβατίνες ή γίδες.

   *Δυο παπλώματα, τέσσερα σεντόνια υφαντά και δυο αγοραστά, και έξι μαξιλάρια υφαντά.

   *Δυο σεντόνια με δαντέλα γιορτινά και δυο μαξιλάρια, αγοραστά.  

   *Δυο μαντανίες ή μπαντανίες, δυο σαϊσματα, και δυο ματαράτσια (στρώματα υφαντά).

   *Τέσσερες κουβέρτες υφαντές.   Μια κουβέρτα αγοραστή, να στρώνει το κρεβάτι τις γιορτές.

   *Δυο προσκέφαλα μάλλινα υφαντά με κεντίδια. Δυο μαξιλάρες υφαντές.  

   *Μια πάντα κεντημένη στον αργαλειό για το κρεβάτι.

*Δυο λιοπάνες, τέσσερα σακιά μάλλινα και τέσσερα σπάρτινα, όλα με προβάζια.

   *Δυο σακούλια μικρά και δυο μεγάλα και ένα δισάκι με προβάζια.

   *Τα ρούχα της που έχει, όλα, και τα παπούτσια της, καθημερινά και γιορτινά.

   *Ένα παλτό καινούριο. Δυο γιούρτες, η μια ρουχάτη, δυο μπελερίνες

   *Μια ραπτομηχανή του χεριού, με όλα τα εργαλεία της και ένα ψαλίδι καινούριο.

   *Δυο τραπεζομάντηλα υφαντά κα δέκα πετσέτες φαγητού.

   *Δυο πετσέτες προσώπου μικρές και δυο μεγαλύτερες.

   *Δυο μπαούλα, το ένα από καρυδιά, το άλλο αγοραστό.

   *Ένα τέντζερη να χωράει πέντε οκάδες και ένα δέκα.

* Δυο ταψιά, το ένα αλουμινένιο. Δυο τηγάνια χάλκινα, ένα μικρό και ένα μεγαλύτερο.

   *Δυο σιδεροστιές, μια μικρή και μια μεγάλη για το λεβέτι.

   *Ένα μπρίκι για καφέ, δυο σαγάνια, μια σουπιέρα, ένα τσουκάλι, ένα λεβέτι, (της μάνας της).

   * Έξι πιάτα βαθιά, έξι ρηχά, μια πιατέλα, έξι φλυτζάνια του καφέ και τρεις κούπες για τσάι.

   *Έξι ποτήρια του κρασιού, έξι του νερού και έξι για ποτό ή τσίπουρο.

   *Μια κανάτα για κρασί, έξι πιατάκια, για γλυκό, μια πιατέλα βαθιά για να βάζει τα γλυκά.

* Ένα σκαφίδι να ζυμώνει και ένα πλαστήρι και μια κεψέ να βγάζει τα μακαρόνια.

   *Δώδεκα κουτάλια και δώδεκα πιρούνια φαγητού, από δώδεκα κουταλάκια και πιρουνάκια του γλυκού, έξι μαχαίρια, μια κουτάλα ξύλινη.

   *Ένα κασμά, μια αξίνα, ένα ξινάρι, ένα σκαλιστήρι και ένα δρεπάνι.    

                           ΓΙΑ ΤΟ ΓΑΜΠΡΟ

Τέσσερα πουκάμισα υφαντά και ένα αγοραστό, έξι σώβρακα υφαντά, τέσσερες φανέλες μάλλινες πλεχτές και τέσσερα ζευγάρια κάλτσες μάλλινες πλεχτές.

   ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΘΕΡΟ, ΤΗΝ ΠΕΘΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΝΙΑΔΙΑ ΤΗΣ

   Για τον πεθερό, ένα ζευγάρι παπούτσια αδιάβροχα και ένα πουκάμισο αγοραστό.

   Για την πεθερά, ένα μισοφόρι με δαντέλα, ένα μαντήλι μάλλινο για το κεφάλι γιορτινό και ένα ζευγάρι κάλτσες γιορτινές. Για τους κουνιάδους από ένα πουκάμισο υφαντό ή αγοραστό.  

   Για τις κουνιάδες, από ένα μαντήλι καλό και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, ή ότι άλλο θέλουν της αρεσκείας τους.

     Αυτά δίνω με όλη μου την καρδιά και τη ευχή τη δική μου και της μάνα της.    

   Να ζήσουν ευτυχισμένοι και να έχουν υγεία και αγάπη μεταξύ τους και να αποχτήσουν πολλά παιδιά.

Σέρβου… 10   Αυγούστου…1955…

                                                     Με την ευχή μου

                                                     Λιας…Ηλιόπουλος

 

Μετά από λίγες μέρες έφτιαξε ο πατέρας του κοριτσιού το προικοσύμφωνο και το πήγε «κρυφά» στον πατέρα του παιδιού. Το διάβασε εκείνος, κούνησε το κεφάλι και του λέει:

-Καλά, μαστρο-Λια, θα το μελετήσουμε και θα σου απαντήσουμε. Πάντως λίγα τα βλέπω. Να ιδούμε τι θα πει και το παιδί.

   Μετά από λίγες μέρες, συναντήθηκαν κρυφά σε κάποιο μαγαζί, του χωριού μας, στο υπόγειο πάλι μην τους δει κανένα «κακό μάτι» και άρχισαν πάλι τα παζάρια (τα υπόγεια που γίνονταν συνήθως τα παζάρια ήταν του πατέρα μου "Μήτσιου Βέργου" και δίπλα του μπάρμα μου του "Θοδωρή του Αλούπη").

 

   -Άκου μάστρο-Λια. Η προίκα που δίνεις είναι λίγη. Αν θες να συμπεθερέψουμε βάλε και άλλα πράγματα.

   -Σαν τι θες ρε «Μήτρο» να προσθέσω;   Ξεζουμίστηκα… δεν έχω άλλα… έχω κι άλλα παιδιά…

   -Να, το παιδί θέλει σαράντα χιλιάδες ακατέβατα… Βάλε και άλλη μια πεζούλα από το άλλο περιβόλι και το αμπέλι δώσε το μισό. Τα ρούχα, τα ναχρικά (ναχρικά έλεγαν όλα τα σκεύη του σπιτιού), τα πιάτα, οι πετσέτες και τα υπόλοιπα να γίνουν από μια δωδεκάδα, όχι εξάδες. Πως θα κάνει ένα τραπέζι όταν με το καλό βαφτίσουν το παιδί τους με έξι πιάτα; Και τα χαλκώματα πρόσθεσε κάτι ακόμη… μια γαβάθα, μια τέσσα να πηγαίνει το φαγητό στο χωράφι… Ραπτομηχανή να της πάρεις καινούρια ποδοκίνητη… και ότι άλλο μπορείς… για να συμφωνήσει και το παιδί. Ξέρεις ότι του προξένεψαν άλλη με μεγάλη προίκα...

Αλλά εγώ του είπα ότι, καλύτερα είναι να πάρουμε μια κοπέλα από το χωριό μας να την ξέρουμε, να μας ξέρει… και ξέρεις ότι την οικογένειά σου την εκτιμάμε πολύ. Αυτά έχω να σου πω… σκέψου το κι εσύ και μου απαντάς.

   -Καλά, «Μήτρο», θα σου απαντήσω, αλλά τα βλέπω πολλά… Ξέρεις τα οικονομικά μου, δεν θα αντέξω να τα βγάλω πέρα…

 

Με «τούτα και με κείνα», κάπου συμφώνησαν (στη μέση) και προχώρησαν στα «φανερώματα» και στον αρραβώνα.

Τα «φανερώματα» ήταν να πουν το νέο να το μάθει το χωριό.

 

                                                                  Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

Τα αρραβωνιάσματα γίνονταν το Σάββατο το βράδυ ή την Κυριακή το μεσημέρι, στο σπίτι της νύφης, με καλεσμένους τους στενούς συγγενείς και από τις δύο πλευρές. Το συμπεθεριό του γαμπρού πήγαινε στο σπίτι τραγουδώντας το πρώτο τραγούδι:

ας πας να δουν τα μάτια μου, πως τα περνά η αγάπη μου… κλπ.

Τρώγανε, πίνανε, τραγουδάγανε, χορεύανε …του καλού καιρού. Πάνω απ΄όλα γνωριζόσαντε από κοντά τα παιδιά και είχαν την ευκαιρία να σφίξει ο ένας το χέρι του άλλου.

Μετά τον αρραβώνα οριζόταν ο γάμος, συνήθως μετά από έξι μήνες ως ένα χρόνο, ώστε η οικογένεια της νύφης να τοιμάσει την προίκα, κυρίως να βρει τα μετρητά.

Στο διάστημα αυτό, ο γαμπρός επισκεπτόταν το σπίτι της νύφης, σχεδόν καθημερινά το απογευματάκι, μέχρι που να έφευγε για δουλειά, αν ήταν οικοδόμος. Κατά την επίσκεψη απαραίτητα θα πήγαινε στη νύφη κουφέτα. Πολλές φορές οι ανοιχτοχέρηδες πήγαιναν από μισή οκά (640 γραμμάρια), ακόμη και μέχρι μια οκά.

Αλλά απαγορευόταν η …διανυκτέρευση.

Η νύφη δεν επιτρεπόταν να επισκεφθεί το σπίτι του γαμπρού. Αν κάποια πήγαινε, τα σχόλια ήταν άπειρα. Πήγαινε όμως στις αγροτικές δουλειές στα χωράφια ή στα γίδια του γαμπρού. Για τη δουλειά στα χωράφια καμία παρεξήγηση.

   Στο διάστημα αυτό ο γαμπρός φρόντιζε να ράψει το γαμπριάτικο και μοναδικό κοστούμι το οποίο κόστιζε πολύ ακριβά, ένα ταξίδι για δουλειά πέντε-έξι μηνών ίσως και να μην έφτανε, που το φορούσε για πρώτη φορά στο γάμο και μετά κάθε Κυριακή ή εορτή που πήγαινε στην Εκκλησία. Η νύφη φρόντιζε να ράψει καινούριο φόρεμα, που κι αυτό ήταν πανάκριβο, το νυφικό, όχι βέβαια λευκό, για το γάμο. Το φορούσε κι αυτή για πρώτη φορά στο γάμο και στη συνέχεια στις γιορτές όταν πήγαινε στην Εκκλησία. Μετά το 1955 περίπου άρχισαν να νοικιάζουν από την Τρίπολη νυφικό.

 

 

                                                                                         Ο ΓΑΜΟΣ

   Έφτασε και η εβδομάδα που θα γινόταν ο γάμος.

Στο σπίτι της νύφης ήταν οι πιο πολλές εργασίες. Πολλές μέρες νωρίτερα είχαν πλύνει τα ρούχα και είχαν λουλακώσει τα άσπρα, να φαίνονται πιο ωραία και λαμπερά.

 

*Τη Δευτέρα και την Τρίτη, άρχιζε η επιμελημένη καθαριότητα του σπιτιού και της αυλής. Καθάριζαν τα τζάμια αν είχε το σπίτι, περιόριζαν τα ζωντανά να μην βρωμίζουν την αυλή κλπ.

.

*Την Τετάρτη και την Πέμπτη, έβγαζαν τα ρούχα να αεριστούν και να ξεμυρίσουν. Έρχονταν και οι κοπέλες να τα καμαρώσουν και να κουτσομπολέψουν, …στα κρυφά βέβαια. Ζύμωναν τα ψωμιά, που θα έτρωγαν στο τραπέζι την Κυριακή το μεσημέρι οι συγγενείς της νύφης. Με ξεχωριστή φροντίδα ζύμωναν την κουλούρα (κεντημένη και με ζάχαρη), που θα έστελνε η νύφη μαζί με τα προικιά στο σπίτι του γαμπρού και θα έκοβαν με το χέρι από ένα κομματάκι ο καθένας όσοι βρίσκονταν εκεί για να γλυκαθούν και να ευχηθούν.

.

*Την Παρασκευή γέμιζαν τα προικιά με τα φλίτσια (φλούδες τα έλεγαν και ήσαν το περίβλημα των αραποσιτιών). Στο πάνω μέρος έβαζαν κλώνους από δάφνη (βάγια), ώστε να φαίνονται πολλά και να φαίνονται και τα κεντήματα που είχαν. Στο γέμισμα λάμβαναν μέρος οι κοπέλες. Όταν τελείωναν το έριχναν στο χορό. Αργά το βράδυ, έπαιρνε ο γαμπρός μερικούς φίλους του και πήγαιναν να τα καμαρώσουν και να τα χτυπήσουν με κέρματα, όπου παραμόνευαν τα παιδιά να τα μαζέψουν.

.

*Το Σάββατο ήταν η μέρα που θα έπαιρναν τα προικιά. Από νωρίς το απόγευμα στο σπίτι της νύφης μαζεύονταν οι κοπέλες που ήταν καλεσμένες και λίγοι άντρες, χόρευαν και περίμεναν να έρθουν οι συμπέθεροι με τα μουλάρια (από πέντε μέχρι επτά-οκτώ). Στο σπίτι του γαμπρού, μαζεύονταν σιγά-σιγά οι στενοί συγγενείς και όσοι ήταν να πάνε για τα προικιά με τα μουλάρια τους στολισμένα με μια κουβέρτα ή κιλίμια στο σαμάρι. Κατά τις τρεις ως πέντε το απόγευμα, καβαλίκευαν στα μουλάρια και με επικεφαλής τον πατέρα του γαμπρού ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Απαραίτητα θα περνούσαν από την αγορά, όπου πολλές φορές τους κερνούσαν οι φίλοι τους και οι καταστηματάρχες, πάνω στα μπουλάρια!

   Όταν έφταναν στο σπίτι της νύφης, τους υποδέχονταν με χαρές και τραγούδια και καμιά φορά έριχναν και καμιά τουφεκιά. Η νύφη τους καρφίτσωνε από μια μεσίνα (χειρομάντιλο μεταξωτό χρωματιστό) στο πέτο και έδενε και μια μεσίνα στα μουλάρια (στο λαιμό τους ή στα χαλινάρια). Αφού έπιναν τα ποτηράκια τους για να κάνουν κέφι, ερχόταν η κρίσιμη στιγμή. Το μέτρημα δηλαδή των χρημάτων που θα έπαιρνε η νύφη για προίκα.

Ο πατέρας του γαμπρού, έβγαζε από την τσέπη του το προικοσύμφωνο και άρχιζε η ανάγνωση!

Πρώτα τα μετρητά, που τα μετρούσε ο πατέρας της νύφης παρουσία όλων. Τα έπαιρνε ο συμπέθερος, τα μετρούσε κι αυτός μπας και γίνει κανένα λάθος και επέστρεφε ένα χαρτζιλίκι, στον πατέρα της νύφης (πεντακοσιάδραχμο συνήθως). Οι πονηροί είχαν μόνο χιλιάρικα , μπας και ο συμπέθερος επιστρέψει χιλιάρικο. Τα χρήματα αυτά, τις πιο πολλές φορές ο γαμπρός δεν τα έβλεπε, τα διαχειρίζονταν ο πατέρας του να παντρέψει τα κορίτσια του ή να πληρώσει χρέη. Μετά το μέτρημα χαμηλόφωνα άρχιζαν τα κουτσομπολιά …για το που θα πάνε τα λεφτά κλπ:

Που τα βρήκε τόσα λεφτά; Εγώ έλεγα ότι δεν θα μπορούσε να τα μαζέψει… Έλεγε ο ένας.

Ησυχία, του έλεγε ο άλλος, θα τα πούμε αργότερα.

Μετά τα μετρητά διάβαζε ο συμπέθερος τα υπόλοιπα από το προικοσύμφωνο, με τη σειρά που ήταν γραμμένα. Μετρούσαν και έλεγχαν το κάθε τι. Ακόμη και αν τα σακούλια είχαν προβάζια (τα σκοινιά που κρεμάγαμε το σακούλι στον ώμο ή δέναμε τα σακιά όταν βάζαμε μέσα το σιτάρι κλπ.)!

   Αφού τελείωνε η καταμέτρηση, άρχιζε το φόρτωμα στα μουλάρια. Σε ένα, φόρτωναν τα μπαούλα, σε άλλο τα χαλκώματα (λεβέτι και ότι άλλο μπορούσαν). Τη ραπτομηχανή και τα υπόλοιπα τα διαμοίραζαν στα υπόλοιπα ζώα. Αφού τέλειωνε το φόρτωμα και πίνανε τα ποτηράκια τους ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού, κρατώντας τα χαλινάρια των μουλαριών και τραγουδώντας, περνώντας από την αγορά και από όσους δρόμους περισσότερους μπορούσαν. Πολλές φορές τα πήγαιναν από το κάτω στο πάνω χωριό ή αντίστροφα. Όλοι βγαίναν στα μπαλκόνια και «χτυπούσαν» τα προικιά με ρύζι, για να ριζώσουν, όπως έλεγαν.

Στο σπίτι της νύφης συνέχιζαν για λίγο ακόμη το χορό, ανάλογα με τι κέφι είχαν.

   Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού, έριχναν και καμιά τουφεκιά. Άρχιζε το ξεφόρτωμα, πετούσαν ένα προσκέφαλο από τα γεμισμένα με φλίτσια, στα κεραμίδια πάνω από την είσοδο, όσο πιο βαθιά μπορούσαν και έμενε εκεί για τρεις-τέσσερες μέρες. Στη συνέχεια έβαζαν τα προικιά στη σάλα και άρχιζαν οι χαρές και τα τραγούδια. Αυτός που είχε πάρει την κουλούρα τη φορούσε μέσα σε ένα σακούλι σταυρωτά και άρχισε να κόβει μικρά κομματάκια και την μοίραζε σε όλους, και σπρώχνονταν ποιος θα πάρει πρώτος και το μεγαλύτερο κομμάτι. Φυσικά, έπιναν και τα ποτηράκια τους οι άντρες για να έρθουν στο κέφι.

.

*Την Κυριακή.

Είχα ακούσει ότι παλαιότερα ο γαμπρός και η νύφη, πήγαιναν το πρωί της Κυριακής στην Εκκλησία, στέκονταν μπροστά από όλους και κοινωνούσαν. Αυτό εγώ δεν το έχω ζήσει.

 

-Στο σπίτι της νύφης:

Όταν σχολούσε η Εκκλησία, στο σπίτι της νύφης ετοίμαζαν το τραπέζι για τους συγγενείς και στενούς φίλους τους. Αφού τελείωνε το φαγητό, ντυνόταν η νύφη με το καινούριο φόρεμα που είχε ράψει ή νοικιάσει και όπως ήταν ντυμένη πήγαιναν οι συγγενείς και φίλοι και της

«έριχναν τις χάρες»,

οι γυναίκες τη φιλούσαν και της έβαζαν το δώρο στον ώμο που ήταν συνήθως μια πετσέτα προσώπου, ύφασμα για μπλούζα, (όχι βέβαια τα γυάλινα), μια γυάλινη κανάτα, μια πιατέλα γυάλινη και κάποιοι θείοι ύφασμα για φόρεμα, και διάφορα άλλα μικροπράγματα. Τα δώρα αυτά, δεν τα έπαιρνε όλα η νύφη, αλλά ότι ήθελαν της έδιναν, διότι όπως έλεγαν, τα δώρα ήταν για την οικογένεια και ότι έταξαν της τα έδωσαν με το παραπάνω. Μετά το φαγητό, άρχιζαν σιγά-σιγά να έρχονται οι καλεσμένοι και άρχιζαν το χορό.

 

Από το σπίτι του γαμπρού, στο σπίτι της νύφης.

το μεσημέρι δεν έκαναν κάτι ιδιαίτερο. Έκαναν προετοιμασία για το βραδινό τραπέζι, ετοίμαζαν τα ρούχα τους και στο τέλος ξυριζόταν κι ο γαμπρός, όπως λέει κι η παροιμία. Νωρίς το απόγευμα, από ώρα δυο ως τέσσερες, ανάλογα με την εποχή, μαζεύονταν οι καλεσμένοι και ορισμένοι τραγουδώντας πήγαιναν να φέρουν τον κουμπάρο από το σπίτι του. Μετά ξεκινούσαν όλοι μαζί τραγουδώντας, μπροστά πήγαιναν τα όργανα, αν είχαν (σπάνια βέβαια), για το σπίτι της νύφης. Το πρώτο τραγούδι που άρχιζαν ήταν συνήθως,

Ας παν να ιδούν τα μάτια μου, πως τα περνά η αγάπη μου…

Και διάφορα άλλα .Μπροστά πήγαινε ένα αγόρι με το κανίσκι, (πανέρι, καλάθι). Τι έβαζαν μέσα δεν θυμάμαι, πάντως κάποιο δώρο της νύφης. Όταν πλησίαζαν στο σπίτι έριχναν και μερικές τουφεκιές. (Τουφεκιές πάντως δεν έριχναν όλοι, παρά όσοι ήταν κυνηγοί και διέθεταν δίκανο οι ίδιοι ή κάποιος δικός τους). (Δυστυχώς σε μια τέτοια διαδικασία σκοτώθηκε ένας πατριώτης, από ντουφεκιά κάποιου «μισοπιωμένου», στη δεκαετία του 1930).

Αφού καλώς όριζαν τους συμπεθέρους, έμπαιναν μέσα, και άρχιζαν το χορό με προτεραιότητα στους συμπεθέρους. Σε ένα μικρό δωμάτιο, που στόλιζαν τη νύφη, καλούσαν το γαμπρό να τη δει και να καμαρώσει το φόρεμά της που το έβλεπε …πρώτη φορά. Χόρευαν και τραγουδούσαν τραγούδια όπως:

Σ’ όσους γάμους κι αν επήγα, τέτοιο αντρόγυνο δεν είδα,

να ‘χει η νύφη τέτοια χάρη κι ο γαμπρός τόσο καμάρι…κλπ.

Και διάφορα άλλα του γάμου.

 

Στην εκκλησία.

     Αφού χόρευαν για λίγο και τους κερνούσαν το κρασάκι τους, έφευγαν πρώτα το συμπεθεριό του γαμπρού για την Εκκλησία, όπου περίμεναν τη νύφη, η οποία συνήθως δεν έστηνε το γαμπρό! Όταν έφτανε η νύφη με τον πατέρα της, ο γαμπρός το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να φιλήσει το χέρι του πεθερού και μετά να φιλήσει και τη νύφη «σεμνά».  Ακολουθούσε η στέψη. Αν καμιά φορά κάποια δυναμική νύφη, πατούσε το πόδι του γαμπρού, έχω ακούσει ότι αν ο γαμπρός ήταν κι αυτός δυναμικός, την ίδια στιγμή της έδινε ένα σκαμπίλι:

Να, για να μάθεις από τώρα ποιος είμαι.

Κατά την ώρα του Ησαϊα, πετούσαν ρύζι και κουφέτα, και οι νεαροί σημάδευαν το γαμπρό και τον παπά. Μερικές φορές και με βελανίδια. Αρκετές φορές θυμάμαι που ο παπάς διέκοπτε την τελετή και έκανε παρατήρηση για να σταματήσουν. Μετά το τέλος της τελετής, έβγαιναν έξω και αν ο καιρός ήταν καλός έριχναν και λίγο χορό. Συνέχεια αποχωρούσε πρώτα το συμπεθεριό του γαμπρού, αφού πρώτα ο γαμπρός «πλήρωνε» τη νύφη στον πεθερό με λίγα χρήματα και ασήμωνε τη νύφη με κάρματα που τα παιδιά έτρεχαν ποιο θα πάρει τα περισσότερα.

 

Η νύφη στο σπίτι του γαμπρού.

Όταν ξεκινούσαν για το σπίτι οι θερμόαιμοι του γαμπρού άρχιζαν τα πειράγματα και τραγουδούσαν:

Σας πήραμε, σας πήραμε, φλουρί Κωνσταντινάτο…

Η απάντηση ήταν από τους θερμόαιμους της νύφης:

Σας δώσαμε, σας δώσαμε βαρέλι δίχως…   κλπ.

Όμως το τραγούδι που τραγουδούσαν σε όλους τους γάμους, όταν το ζευγάρι έφευγε από την εκκλησία για το σπίτι του  γαμπρού ήταν η "Κιτρολεμονιά"

 

 

. ΚΙΤΡΟΛΕΜΟΝΙΑ 

(Συρτός και περπατητός)

 

Κιτρολεμονιά, βρε! κιτρολεμονιά, 
Κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου, 
Αρνήσου τους γονείς σου κι έλα αντάμα μου.
 
Πώς να τους αρνηθώ, πώς να τους αρνηθώ. 
Πώς να τους αρνηθώ και πώς να τους το πω, 

Που είμαι κοριτσάκι δεκαοχτώ ετών.

 

   Έφτανε το συμπεθεριό στο σπίτι του γαμπρού, όπου η πεθερά είχε φροντίσει να πάει πρώτα να υποδεχτεί τους νεόνυμφους. Της τραγουδούσαν:

Έβγα κυρά και πεθερά, για να δεχτείς τη πέρδικα…κλπ.

Η πεθερά έβαζε στην πόρτα ένα ρόδι, αν είχαν, και το έσπαγε με το πόδι της και κάτι σιδερικό για να πατήσει η νύφη να ριζώσει και να είναι σιδερένια. Μετά, έπαιρνε ένα άσπρο μαντήλι, (τσεμπέρα), και τους σκέπαζε τα κεφάλια και τους τα χτυπούσε τρεις φορές με τις ανάλογες ευχές. Αφού έμπαιναν όλοι στο σπίτι, ήταν η σειρά του κουμπάρου να μελώσει τους νεόνυμφους και στη συνέχεια όλους τους καλεσμένους. Σε ένα βαζάκι, περίπου ένα κιλό, όπως υπολογίζω, με ένα μικρό κουτάλι έδινε πρώτα στο γαμπρό, στη νύφη, πεθερό, πεθερά και συνέχεια σε όλους μέχρι που τελείωνε. Αν ήταν πολλοί οι καλεσμένοι μερικοί έμεναν παραπονούμενοι. Η νύφη, έβγαζε το νυφικό, αν ήταν λευκό νοικιασμένο και φορούσε άλλο φόρεμα που τις πιο πολλές φορές το έραβε γι’ αυτό το σκοπό. Μετά, ετοίμαζαν το βραδινό τραπέζι για τους στενούς συγγενείς και φίλους διότι πάνω από πενήντα-εξήντα άτομα δεν χωρούσαν στο σπίτι. Πολλές φορές, αν ήταν περισσότεροι, οι γυναίκες κάθονταν στο χειμωνιάτικο ή και όρθιες. Αφού τελείωνε το πρώτο πιάτο, άρχιζαν τα τραγούδια της τάβλας (τραπεζιού), με πρώτο το:

Ένα μήλο κόκκινο σε τούτο το τραπέζι…

γύρισε κυρ πεθερέ και φίλησε την πεθερά…

η πεθερά τον κουμπάρο, ο κουμπάρος την κουμπάρα, η κουμπάρα το γαμπρό, ο γαμπρός τη νύφη… και συνέχιζαν μέχρι που τελείωναν όλοι οι καθήμενοι.

Στο τραπέζι του γαμπρού απαγορεύονταν να πάει κάποιος συγγενής της νύφης. Αν τολμούσε να πάει κάποιος, πήγαιναν στο κατώγι που έβαζαν τα ζώα και έφερναν το σαμάρι του γαϊδάρου να του το φορέσουν. Το γλέντι κρατούσε μέχρι τις πρωινές ώρες και πολλές φορές και μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας.

Ταξίδι του μέλιτος, να πήγαινε κάποιος πριν το 1960 δεν θυμάμαι.

 

Τα «πιστρόφια»

   Στο σπίτι της νύφης αφού επέστρεφαν από την Εκκλησία, έπιναν τα ποτηράκια τους, χαιρετούσαν και έφευγαν. Σχετικά το βράδυ αυτό, ήταν μελαγχολικό, διότι ήταν το πρώτο βράδυ που το κορίτσι τους θα έλειπε από το σπίτι.

   Όλη την εβδομάδα δεν είχαν επαφές με τους γονείς της νύφης, την επόμενη Κυριακή ήτα τα «πιστρόφια», που πήγαιναν οι νεόνυμφοι στους γονείς της νύφης.

.

   Αυτά θυμάμαι, ίσως κάποιος άλλος να θυμηθεί και κάτι ακόμη.  

                                                                                                                           Βέργος Δ. Γεώργιος, Ιανουάριος 2020.

.

-Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

-ΤΑ ΤΣΟΦΛΙΑ

-ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΥ ΣΕΡΒΟΥ ΤΟ 1899

.

(ΧΙΜ)                                                                                                               


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.