Γεωργίου Δ. Βέργου
Σχετικά με το γάμο, τα παλιότερα χρόνια στο χωριό μας, έχουν δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα servou.gr κάποια άρθρα (σύνδεση στο τέλος αυτού του άρθρου).
Στο σημερινό άρθρο θα επικεντρωθώ στο ρόλο των «συγχαρηκιάριδων», όταν κάποια κοπέλα από άλλο χωριό, παντρευόταν έναν πατριώτη μας.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και όταν μια δικιά μας κοπέλα παντρευόταν έναν νεαρό από άλλο χωριό, με τους «συγχαρηκιάριδες» του γαμπρού.
.
Όπως είναι γνωστό, στο χωριό μας έχουμε πολλές ξενόφερτες νύφες. Δηλαδή, πολλοί νέοι του χωριού δεν παντρεύονταν σερβιωτοπούλες, αλλά κοπέλες από άλλα χωριά, συνήθως γειτονικά. Το ίδιο συνέβαινε και με αρκετές κοπέλες του χωριού, που δεν παντρεύονταν ντόπιους, αλλά ξενοχωρίτες.
Νύφες στο χωριό μας είχαν έρθει από:
Λυκούρεση, Αράχωβα, Ράφτη, Μελισσόπετρα, Κακουρεΐκα, Ψάρι, Κοντοβάζενα
Σαρλέικα, Λυσσαρέα, Παρνασσό, Αετοράχη, Κοκινοράχη, Τσίπολι (Τουθώα), Ράχες
Αραμουζά, Λαγκάδια, Κουκουλίστρα, Δημητσάνα, Καρκαλού, Ράδου, Βαλτεσινίκου, Μαγούλιανα,
Τσελεπάκου, Ελληνικό μέχρι και τη Σπάρτη και τη Μεσσηνία.
Αυτά τα χωριά θυμάμαι, αλλά πιθανότατα να υπήρχαν και άλλα.
Ένα κομμάτι της όλης διαδικασίας του γάμου, που αφορούσε στις νύφες που θα έρχονταν στο χωριό, ήταν και τα συχαρίκια με τους «συγχαρικηάριδες». Δηλαδή το καλό μήνυμα που έφερναν οι νεαροί άνθρωποι του γαμπρού, σχετικά με τις ετοιμασίες στο σπίτι της νύφης. Συγκεκριμένα και κύρια, εάν τα λεφτά που είχαν συμφωνηθεί για την προίκα είχαν δοθεί και γενικά αν είχε τηρηθεί το προικοσύμφωνο «γραπτό ή προφορικό». Επίσης, εάν τα προικιά είχαν φορτωθεί στα μουλάρια και οι συμπεθέροι ξεκίνησαν από το σπίτι της νύφης και επιστρέφουν στο σπίτι του γαμπρού στο χωριό. Μιλάμε για την εποχή προ του 1960. Στα επόμενα χρόνια, όπου υπήρχε δρόμος, τα μουλάρια αντικαταστάθηκαν από τα λεωφορεία.
Ο Γάμος γινόταν πάντα Κυριακή.
Από πολύ νωρίς το πρωί της Κυριακής, ανάλογα με το πόσες ώρες μακριά ήταν το χωριό, ετοίμαζαν οι συμπέθεροι του γαμπρού τα μουλάρια τους, που θα συνόδευαν το γαμπρό και θα πήγαιναν να πάρουν τη νύφη. Τα είχαν ταΐσει καλά από την προηγούμενη, για να έχουν αντοχές, τα στόλιζαν με κιλίμια και ότι άλλο φανταχτερό ρούχο είχαν, και ξεκινούσαν για το χωριό της νύφης. Εκεί τους υποδέχονταν εγκάρδια, με πλατιά χαμόγελα, οι συμπέθεροι της νύφης, τους συστήνονταν οι συγγενείς και φίλοι και άρχιζαν τα τραγούδια. Η ίδια η νύφη, η μάνα της και άλλες κοπέλες του χωριού πρόσφεραν μεζεδάκια με κρασί και έτσι σιγά-σιγά το κέφι άναβε. Άρχιζε ο χορός και οι ευχές «να ζήσετε» «καλά στέφανα» «καλούς απογόνους» …έδιναν και έπαιρναν.
Αφού τελείωνε αυτή η διαδικασία με την υποδοχή των συμπεθέρων, πάγαιναν στην εκκλησία για τα στέφανα (να μπει η …κουλούρα). Στο μεταξύ είχαν φορτώσει τα προικιά στα μουλάρια και οι άνθρωποι του γαμπρού έπαιρναν τα χρήματα της προίκας και ότι άλλο είχαν συμφωνήσει (με ή χωρίς προικοσύμφωνο), και άρχιζαν οι χαιρετούρες. Φιλιά, κλάματα, αγκαλιές από το περιβάλλον της νύφης, χαιρετούρες από τους συμπεθέρους και τα ποτηράκια με το κρασί «στα όρθια». Άρχιζε η επιστροφή στο χωριό του γαμπρού, με τη νύφη καβάλα σε άσπρο μουλάρι (εκτός και αν δεν υπήρχε άσπρο…). Στο σπίτι της νύφης συνεχιζόταν ο χορός και η διασκέδαση από τους συγγενείς της και τους φίλους της οικογένειας.
Τα συγχαρίκια.
Δυο τρεις νεαροί (συνήθως από το κοντινό περιβάλλον του γαμπρού) που έπρεπε να είχαν και δυνατό μουλάρι, καλοταϊσμένο την προηγούμενη, αναλάμβαναν να τρέξουν πρώτοι στο χωριό να φέρουν τα καλά μαντάτα, ότι δηλαδή όλα πήγαν καλά και οι άνθρωποι του γαμπρού φέρνουν τη νύφη στο χωριό. Έτρεχαν λοιπόν ποιος θα φτάσει πρώτος, που θα ήταν και ο νικητής. Έκαναν περίπου το μισό χρόνο, απ΄ότι θα έκαναν οι συμπεθέροι με τη νύφη και τα προικιά. Ας πούμε ότι από τα Κακουρεΐκα, που ο χρόνος της διαδρομής ήταν γύρω στις τρεις με τέσσερες ώρες, αυτοί το έκαναν γύρω στις δύο. Στο σπίτι του γαμπρού είχαν συγκεντρωθεί οι μακρινότεροι συγγενείς και όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε στο χωριό της νύφης. Επίσης η μάνα του γαμπρού έμενε στο σπίτι για να συντονίζει τις δουλειές και να υποδεχτεί τη νύφη.
Όποιος «συγχαρηκιάρης» έφτανε πρώτος ήταν και ο νικητής. Τον καλωσόριζαν στο σπίτι του γαμπρού, του έβαζαν ένα μαντήλι στο πέτο, ενώ παράλληλα έβαζαν και ένα μαντήλι στο μουλάρι (το κρέμαγαν στο χαλινάρι ή στο κουδούνι). Το ταλαίπωρο το μουλάρι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα από το τρέξιμο. Όσες τρίχες είχε, τόσες σταγόνες έτρεχαν από τον ιδρώτα. Ο «συγχαρηκιάρης», αφού είπιε τα ποτηράκια του με τα μεζεδάκια, έπαιρνε και το έπαθλό του, που ήταν μια τσίτσα με κρασί. Αμέσως ξεκινούσε στον ίδιο δρόμο (πισάγναρο) για να συναντήσει τους συμπέθερους και να τους κεράσει με την τσίτσα.
(Η τσίτσα ήταν μια μικρή ξύλινη βαρέλα πλακέ σε κυκλικό συνήθως σχήμα, που χωρούσε ένα με δυο κιλά κρασί. Είχε μικρό στόμιο στην κορυφή και κρεμιόταν με αλυσίδα ή σκοινάκι. Σαν σκεύος γενικά ήταν πολύ πρακτικό και χρήσιμο, γιατί το γέμιζαν κρασί ή νερό και το πέρναν στις δουλειές τους οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, οι μαστόροι).
Σε καμιά ώρα συναντούσε τους συμπεθέρους που έφερναν τη νύφη και τους σταματούσε, προς στιγμή, να τους κεράσει. Έπιναν όλοι από το μικρό στόμιο της τσίτσας, από λίγο βέβαια, για να φτάσει για όλους.
Ο δεύτερος ή και τρίτος «συγχαρηκιάρης» έφταναν λίγο μετά τον πρώτο, και έπαιρναν και αυτού τα μαντήλια τους και έπιναν τα κρασάκια τους. Πολλές φορές, ο πρώτος περίμενε και τους άλλους και πήγαιναν όλοι μαζί να συναντήσουν τους συμπεθέρους.
(Τα μαντήλια που έβαζαν στους «συγχαρηκιάριδες ήταν συνήθως «μεσίνες» που ήταν καθαρό μετάξι. Τα ύφαιναν οι καλόγριες στο Μοναστήρι στην Καλαμάτα που είναι δίπλα από την Μητρόπολη της Υπαπαντής. Πιστεύω ότι την ονομασία μεσίνα την είχαν δώσει οι πατριώτες μας επειδή τις έφερναν από την Μεσσηνία, όπου πάρα πολλοί πατριώτες δούλευαν και έφτιαχναν σπίτια. Ήταν η δεύτερη πατρίδα τους. Έφερναν και πολλές μεσίνες και αφθονούσαν στο χωριό μας).
Οι συγχαρηκιάρηδες, στην τελετή του γάμου των ξενόφερτων νυφάδων, ήσαν «αξιοπερίεργα» πρόσωπα και έδιναν ξεχωριστό τόνο, στην όλη διαδικασία. Συνήθως ήσαν «πιωμένοι», περνούσαν από την πλατεία του χωριού και έκαναν διάφορα, που εντυπωσίαζαν και προκαλούσαν γέλια, σχόλια και γενικά «ντόρο»… Φώτιζαν έτσι, με το δικό τους τρόπο, το σημαντικό αυτό γεγονός του γάμου, δυο νεαρών παιδιών.
Γενικά οι συμπεθέροι (κυρίως οι κοντινοί του γαμπρού) στην επιστροφή ήσαν λίγο-πολύ «πιωμένοι» και έτσι συνέβαιναν αρκετά ευτράπελα. Θυμάμαι σε έναν γάμο, που ένα σερβιωτόπουλο παντρεύτηκε μια νέα από ένα χωριό της κάτω Ηραίας. Ο κουμπάρος Λ.Π., καβάλα στο μουλάρι, διχάλα, παρακουνιότανε και έτσι κόπηκε το λουρί που κρατούσε το σαμάρι και …πάρτον κάτω. Σχόλια και πειράγματα ατέλειωτα. Πάει ο άλλος να καβαλήσει το μουλάρι, χάνει την ισορροπία του και πέφτει από την άλλη πλευρά… Ένας άλλος «ζόρικος» πάει να πηδήσει με φόρα από το μουλάρι, πιάνεται το παντελόνι στο κολιτσάκι, πέφτει κάτω με το κεφάλι –το παντελόνι κρεμασμένο- και τα γέλια και η «καζούρα» χωρίς τελειωμό…
…Περασμένα «μεγαλεία», από τη ζωή στο χωριό, τα παλιότερα χρόνια.
Ιούνιος 2023.
https://www.servou.gr/paradosi/57-hthiethima/311-ogamos
https://www.servou.gr/paradosi/57-hthiethima/743--1899
(ΧΙΜ)