Η Δημητσάνα είναι μια παλαιά και ιστορική κωμόπολη της Αρκαδίας, που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό χαρακτήρα των σπιτιών της. Γι’ αυτό έχει ανακηρυχθεί από το Κράτος ως παραδοσιακός οικισμός ήδη από το 1969 (ΦΕΚ 281) και πάλι το 1978 (Π.Δ. 594/1978). Τον παραδοσιακό χαρακτήρα της δεν δείχνουν μόνο οι στενοί δρόμοι με τα καλντερίμια και τις καμάρες, αλλά και τα σπίτια της, πολλά από τα οποία είναι πολύ παλαιά και έχουν παραδοσιακή μορφή. (Βλ. Μαρίας Ζαγορησίου, Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Δημητσάνας. Έκδοση Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 1997, σσ 199). Παρόμοια αρχιτεκτονική έχουν τα σπίτια και άλλων χωριών της Γορτυνίας, όπως π.χ. της Στεμνίτσας, της Ζάτουνας κ.λπ. Γι’ αυτό αρκετά χωριά έχουν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακοί οικισμοί.
Τα σπίτια της Δημητσάνας έχουν κτισθεί σε πολύ επικλινές έδαφος, γι’ αυτό πολλά έχουν μικρό ύψος στη μια πλευρά και μεγάλο στην άλλη. Σπίτια με 2-3 ή και περισσότερους ορόφους φαίνονται ως ισόγεια, από την πάνω πλευρά, όπου είναι ο δεύτερος ή ο τρίτος όροφος, ενώ στην κάτω πλευρά, όπου περνά άλλος δρόμος πιο χαμηλά είναι πάλι ισόγεια. Ο πρώτος αυτός χώρος δεν είναι υπόγειος, γιατί βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον κάτω δρόμο. Οι όροφοι επικοινωνούν μεταξύ τους με εσωτερική σκάλα, ξύλινη συνήθως, ή με εξωτερική πέτρινη. Τα περισσότερα σπίτια έχουν ισόγειο ή υπόγειο και έναν όροφο. Υπάρχουν όμως και αρχοντικά με 2-3 ή 4, ακόμη και με 5 ορόφους, όπως είναι π.χ. το αρχοντικό του Ξενιού. Λίγα είναι ισόγεια κτήρια χωρίς έναν όροφο.· Αυτά ανήκαν συνήθως σε πτωχούς γεωργούς ή κτηνοτρόφους.
Πολλά σπίτια είναι κτισμένα κοντά σε άλλα ή χωρίζονται από αυτά με μεσοτοιχία. Αρκετά έχουν μικρή αυλή και κήπο. Τα αρχοντικά έχουν μεγαλύτερη αυλή, περιτοιχισμένη με ψηλό τοίχο, για ασφάλεια. Αυτά έχουν είσοδο εξωτερική, με καμάρα και μεγάλη αυλόπορτα, καθώς και άλλη εσωτερική πόρτα μικρότερη. Τα δημητσανίτικα σπίτια έχουν κτισθεί με πέτρα της περιοχής, από Λαγκαδινούς ή Σερβαίους κτίστες. Έχουν σχήμα τετράπλευρο και παχείς τοίχους, που φθάνουν περίπου τους 0,50 - 0,80 εκατ. του μέτρου. Οι πέτρες είναι μάλλον ακατέργαστες ή λίγο πελεκημένες, τετράγωνες και συνδέονται με ασβεστοκονίαμα (λάσπη από ασβέστη και άμμο). Οι πέτρες όμως που είναι στις γωνίες, καθώς και στα κουφώματα (γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα) είναι πολύ καλά πελεκημένες και ομορφότερες, πιο άσπρες. Ο παχύς τοίχος εσωτερικά (που έχει πάχος 70-90 εκατ.) γεμίζεται με ακατέργαστες πέτρες και λάσπη. Οι τοίχοι έχουν πολλά ανοίγματα, κουφώματα, δηλαδή πόρτες ενίοτε και παραπόρτια, καθώς και αρκετά παράθυρα στους ορόφους, για να φωτίζονται καλά τα δωμάτια. Επίσης, έχουν και εξώστες (μπαλκόνια) ξύλινα συνήθως, με σιδερένια κάγκελα. Πολλά νέα μπαλκόνια έχουν γίνει με τσιμέντο, για να είναι στερεότερα και να αντέχουν περισσότερο στο χρόνο.
Τα κουφώματα έχουν σχήμα συνήθως παραλληλόγραμμο. Μερικά στο πάνω μέρος έχουν Καμάρα (καμπύλο τόξο), που είναι φτιαγμένο με καλά πελεκημένες πέτρες. Αυτό γίνεται για να ανακουφίζεται το βάρος που πιέζει το επιστύλιο του παραθύρου ή της πόρτας. Στο κενό, που δημιουργείται και μοιάζει με μικρή καμάρα, υπάρχει συχνά ένας φεγγίτης που κλείνεται με μικρή τζαμαρία ή με πελεκητές πέτρες. Οι πόρτες και τα θυρόφυλλα των παραθύρων είναι συνήθως δίφυλλα. Πολλά παράθυρα έχουν και γρίλιες ή εξωτερικά δίφυλλα παραθυρόφυλλα χωρίς τζάμια, και χρησιμεύουν για να προστατεύουν το σπίτι από τον αέρα και από το κρύο τον χειμώνα. Τα πατώματα των σπιτιών είναι ξύλινα, με καλά πλανισμένες σανίδες. Και τα ταβάνια είναι ξύλινα, με σανίδες βαμμένες απλά ή με σκαλιστές διακοσμήσεις.
Ή στέγη είναι επικλινής δίρριχτη ή τρίρριχτη, συχνά και Τετράρριχτη (δηλαδή με τέσσερις επικλινείς πλευρές) και σκεπάζεται με βυζαντινά κεραμίδια, του τα έφτιαναν σε Καρκαλού, στα Μαγούλιανα και σε άλλα γειτονικά μέρη.
Η εσωτερική διαρρύθμιση των σπιτιών είναι συνήθως ομοιόμορφη. Παρατηρούνται όμως μερικές παραλλαγές, λόγω του ανωμάλου του εδάφους και της ανάγκης να προσαρμοσθεί το
κτήριο στον υπάρχοτα χώρο. Τα Περισσότερα σπίτια έχουν ισόγειο ή υπόγειο και έναν όροφο υπερυψωμένο λίγο. Η άνοδος στον όροφο και η κάθοδος στο υπόγειο γίνεται με εξωτερική πέτρινη σκάλα, που έχει λίγα σκαλιά. Το υπόγειο και ο όροφος επικοινωνούν ακόμη και με εσωτερική ξύλινη σκάλα, που κλείνει με καταπακτή (τράπα). Σε μερικά σπίτια ισόγειο και όροφος έχουν είσοδο από το δρόμο και φαίνονται και τα δύο ως ισόγεια, γιατί η πόρτα του α΄ ορόφου είναι συνήθως σε άλλη πλευρά, και είναι ισόγεια γιατί βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο. Στα σπίτια των κεντρικών δρόμων (Προς την Αγία Κυριακή και προς τον Άγιο Χαράλαμπο και τους Ταξιάρχες) τα ισόγεια χρησίμευαν παλαιότερα ως εργαστήρια βιοτεχνών (ραπτών, τσαγκάρηδων, ξυλουργών κ.λπ.) ή ως μαγαζιά (παντοπωλεία, ταβέρνες κ.λπ.). Όλα τα μαγαζιά παλαιότερα ήσαν κοντά στις εκκλησίες και στους κεντρικούς δρόμους. Αφότου όμως έγινε ο κεντρικός δρόμος, που περνά από τη μέση της Δημητσάνας, δηλαδή από το 1895, τα μαγαζιά αυτά και τα εργαστήρια άρχισαν να μεταφέρονται στον κεντρικό δημόσιο δρόμο, στη σημερινή αγορά. Αυτό έγινε βαθμιαία σε διάστημα 50 περίπου ετών, από το 1900-1950.
Σε πολλά σπίτια το υπόγειο είχε και θόλο, όπου αποθήκευαν το κρασί σε βαγένια, γιατί ο θόλος διατηρεί υγρασία και μικρή θερμοκρασία. Στο υπόγειο υπάρχει συχνά στέρνα, καθώς και πατάρι για αποθήκευση διαφόρων προϊόντων σε κασόνια και πιθάρια. Υπάρχει ακόμη και ξεχωριστή αποθήκη σανών και αχύρων για τα ζώα (αχυρώνας). Στο υπόγειο έβαζαν και τα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, βόδια), σε ειδικό μέρος με παχνιά. Είχαν ακόμη και κοτέτσι για τις κότες και άλλο τόπο για άλλα ζώα (κατσίκες κ.λπ.). Επίσης, στο υπόγειο έβαζαν τα γεωργικά εργαλεία, καθώς και στίβες με καυσόξυλα για το χειμώνα.
Στον όροφο έμεναν οι άνθρωποι. Η δομή του ορόφου έχει συνήθως το εξής σχέδιο: Ένας διάδρομος οριζόντιος ή παράλληλος με τον εξωτερικό τοίχο, που αρχίζει από την πόρτα του σπιτιού, οδηγεί στα διάφορα δωμάτια (χειμωνιάτικο, κουζίνα, κάμαρη, σάλα). Συχνά μπροστά υπάρχει στεγασμένο δωμάτιο (υπόστεγο), που φράσσεται με τζαμαρία (χαγιάτι) και χρησιμεύει για θερινό καθιστικό. Το χειμώνα είχαν για καθιστικό το χειμωνιάτικο. Όλοι τότε κάθονταν κοντά στο παραγώνι, για να ζεσταίνονται με τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Το χειμωνιάτικο ήταν ο κύριος τόπος διαμονής της οικογένειας. Εκεί μαζεύονταν όλοι ιδίως στους χειμερινούς μήνες. Εκεί υπήρχαν δύο κρεβάτια ή στρωσίδια κάτω στο πάτωμα για τους γέρους και τα παιδιά. Υπήρχε ακόμη τραπέζι ή σοφράς για φαγητό, ντουλάπα ή ταζέρα για τα πιάτα κ.λπ. Στο δωμάτιο ύπνου (κάμαρη) υπήρχε διπλό κρεβάτι για τους γονείς, και πάνω από αυτό τα εικονίσματα, το καντήλι και τα στέφανα του γάμου. Στη σάλα υπήρχε τραπέζι, καναπές, καθρέφτης, φωτογραφίες με κάδρα στους τοίχους, καθώς και κεντήματα και υφαντά για διακόσμηση. Η σάλα ήταν συνήθως σε προσήλιο μέρος, φωτεινή, με πόρτα προς το μπαλκόνι και 2 παράθυρα. Έξω από αυτή είναι το μπαλκόνι, που διακοσμείται συχνά με πολλές γλάστρες. Πολλά σπίτια έχουν γλάστρες και στην είσοδο.
Οι νοικοκυρές διατηρούσαν πάντοτε τα σπίτια καθαρά, τα έστρωναν με χαλιά χειροποίητα (φτιαγμένα στον αργαλειό). Στους διαδρόμους και στο χειμωνιάτικο έβαζαν χαλιά από κουρέλια (κουρελούδες), ενώ στη σάλα είχαν ωραίους τάπητες με όμορφα σχέδια. Όλα ήσαν όμορφα, καθαρά, είχαν μια τάξη, έναν αέρα αρχοντιάς που έδειχνε το βαθμό και την ποιότητα του λαϊκού πολιτισμού.
Πηγή: ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ
(Βασ. Χαραλαμπόπουλου Φιλολόγου-Ιστορικού)
ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ ΔΗΜΗΤΣΑΝΙΤΩΝ "Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε¨"
ΑΘΗΝΑ 2007