Αναδημοσίευση
Τα μπουλούκια, στην ουσία ήταν ομάδες λαϊκών οικοδόμων που έχτιζαν κυρίως στον χώρο της Πελοποννήσου από τον καιρό της τουρκοκρατίας μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Είχαν εσωτερική δομή, οργάνωση και ιεραρχία που ρυθμιζόταν από τα έθιμα και τις προφορικές συμφωνίες, που η λειτουργία τους βασιζόταν σε διατάξεις και κανονισμούς.
Κατά τον Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλο ο τριότης έπαιρνε “κάτι παραπάνω από τα παιδιά” και ότι το “κάτι” αυτό οριζόταν κατά τη συγκρότηση του μπουλουκιού από 16-25%. (1) Το ποσοστό αυτό υπολογιζόταν επί του μισού μεριδίου που έπαιρνε το μαστορόπουλο.
Ο όρος τριότης (βοηθός μαστόρου) συναντιέται στους λαγκαδινούς. Οι Κλουκινοχωρίτες τον ονόμαζαν λασπολόγο.
Το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα, «Το Μαστορόπουλο», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη βίαιη αποκοπή του παιδιού από τη φροντίδα και τη θαλπωρή του σπιτιού.
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει. (5a)
Εκτός των άλλων τα μπουλούκια είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ληστές και για τούτο εφεύρησκαν διάφορα σημεία για να κρύψουν τα λεφτά τους, όπως σαμάρια ζώων και όταν αυτά τα σημεία τα ανακάλυψαν οι ληστές, βρήκαν τα αυτιά των γαϊδουριών, “τα σίγουρα χρηματοκιβώτια”, όπως τα έλεγαν.
Αν τα ζώα έμεναν αφύλακτα, κατέστρεφαν τις αγροτοκαλλιέργειες και οι χτίστες υποχρεώνονταν σε αποζημείωση των ιδιοχτητών. Στην περίπτωση αυτή τη...νύφη την πλήρωναν τα μαστορόπουλα, που ήταν επιφορτισμένα να προσέχουν τα ζώα. Στην περίπτωση αυτή τους κρατούσαν από το μερτικό ή το ημερομίσθιο και το ίδιο γινόταν αν τραυματιζόταν κάποιο ζώο. Οι θιγμένοι ιδιοχτήτες πολλές φορές αχρήστευαν τα ζώα, σπάζοντάς τους τα πόδια (7). Και οι ίδιοι οι μαστόροι όμως κακομεταχειριζόντουσαν τα ζώα τους . “Όποιος δίνει γυναίκα σε Λαστιώτη και γαϊδούρι σε Λαγκαδινό κολάζεται” έλεγαν στη Λάστα Γορτυνίας. (8)
Τα μαστορόπουλα ήταν συνήθως παιδιά, ανίψια, συγγενείς των μαστόρων αλλά και άλλοι που λεγόντουσαν “ψυχογιοί” ή “παραγιοί”. Οι ψυχογιοί δεν έπαιρναν μερτικό, αλλά το ποσό που είχαν συμφωνήσει με τον μάστορά τους.(9) Το “ρόγιασμα” (μίσθωση, από το λατινικό rogare) ήταν η διαδικασία πρόσληψης και η “ρόγα” η αμοιβή.
Τα μαστορόπουλα που δεν ήταν ψυχογιοί ονομάζονταν παρτιλήδες (αυτά που δούλευαν για πάρτη τους). Αυτά δεν ήταν ρογιασμένα αλλά ισότιμα μέλη του μπουλουκιού. (10)
Αυτός που έβγαζε την πέτρα (το αγκωνάρι) από το νταμάρι λεγόταν “νταμαρτζής” ή “λιθαράς”, που έπαιρνε επίσης ένα μερτικό ενώ εκείνος που τη δούλευε, την πελεκούσε και τη λάξευε “πελεκάνος”, ο οποίος έπρεπε να έχει μεγάλη εμπειρία, επιδεξιότητα και ευαισθησία. Πολλές φορές την τέχνη του πελεκάνου ασκούσε ο πρωτομάστορας. Τέτοια σημασία είχε η καλή εξόρυξη και η ποιότητα αλλά κυρίως το πελέκημα της πέτρας.
Τώρα γίνονται όλα εύκολα. Τότε δούλευαν με το σφυρί και το καλέμι προκειμένου να φέρουν στα μέτρα τους την πέτρα, που έβγαζαν με το φουρνέλο οι νταμαρτζήδες – φουρνελάδες.
Σιγά – σιγά οι πελεκάνοι έφθασαν σε τέτοιο σημείο τελειότητας, ώστε τα έργα τους να προκαλούν το θαυμασμό σήμερα. Οι λαγκαδινοί πελεκάνοι ήταν από τους καλλίτερους στο είδος τους στον Ελλαδικό χώρο.
Ο αριθμός του μπουλουκιού εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που θα κατασκεύαζε. Τις πιο πολλές φορές αποτελούνταν από 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και 10-15 ζώα, που δούλευαν “συντεριά”, το ένα δηλαδή πίσω από το άλλο στη σειρά. Σπάνια το μπουλούκι ξεπερνούσε τους 25 νοματαίους.
Σε περίπτωση που το έργο χτιζόταν όλο ή το περισσότερο με λαξευτή πέτρα, οι πελεκάνοι ήταν περισσότεροι.
Η εσωτερική οργάνωση και η ιεραρχία είναι σαφέστατη στο λαγκαδινό μπουλούκι.
Η ιεραρχία ακολουθούνταν ακόμη και στη διαδικασία του συσσιτίου. Ο πρωτομάστορας και οι μαστόροι έπαιρναν τις καλλίτερες μερίδες φαγητού. Ένα από τα αγαπημένα τους φαγητά ήταν τα πράσα. Οι ανώτεροι στην ιεραρχία έτρωγαν τα κεφάλια και οι κατώτεροι τα φύλλα.
Έτσι έχει μείνει η παροιμιώδης φράση του μαστορόπουλου που με πίκρα λέει: “πότε θα γίνω μάστορης, να φάω πρασοκεφάλι.”
Δύο άτυπες τελετές ελάμβαναν μέρος κατά τη διάρκεια της μαθητείας στα μπουλούκια.
Ανάμεσα στα μέλη του μπουλουκιού επικρατούσαν συνθήκες συνεργασίας και συντροφικότητας.
Αν όμως κάποιος μάστορας δεν έκανε καλά τη δουλειά του, ο πρωτομάστορας μπορούσε να τον διώξει ή (πράγμα σπάνιο) να του μειώσει το μισθό. Άλλες φορές αν κατά τη διάρκεια του έργου ο χτίστης δεν έκανε όπως έπρεπε τη δουλειά του, ο πρωτομάστορας είχε το δικαίωμα να λύσει την συμφωνία τους με τη φράση “μάστορας με το γαϊδούρι σου”, παρέμενε δηλαδή μέλος του μπουλουκιού με ένα όμως μερτικό γι' αυτόν και το γαϊδούρι του και όχι ενάμιση όπως ήταν το κανονικό. (13)
Ανάλογα με τη συμφωνία ή τις ισχύουσες οικονομικές συνθήκες οι μαστόροι πληρωνόντουσαν σε χρήμα ή σε είδος. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι έπαιρναν αραποσίτι, μπαντανίες, σαΐσματα, καρπούς και άλλα πράγματα.
Οι μαστόροι ήταν συνεπείς στις συμφωνίες τους και σταθεροί στο λόγο τους και αυτό φαίνεται στις φράσεις “αυτός σηκώνει αγκωνάρι” ή “η περασιά μου πλάνη”, αντίστοιχο του σημερινού “ο λόγος του συμβόλαιο” (14)
Χαρακτηριστικό της σημασίας που έδιναν οι λαγκαδινοί στην τεχνη του χτίστη και πόσο ήταν μπολιασμένοι μ' αυτή, είναι και το παρακάτω ανέκδοτο που σώζει ο Φωτάκος:
“Κάποτε στα χρόνια της σκλαβιάς, μια λαγκαδινιά γέννησε σερνικό παιδί και, κατά τη συνήθεια που επικρατούσε, δύο γειτόνισσες πήγαν να της ευχηθούν να ζήσει το παιδί της.
~ Να σου ζήσει και να γίνει ένας καλός χτίστης, ευχήθηκε η πρώτη.
~ Να σου ζήσει και να το δεις έναν καλό μυλωνά, πρόσθεσε η δεύτερη.
Και η λεχώνα:
~ Ας ζήσει το παιδί μου κι ας γίνει και παπάς.” (15)
Οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών ονόμαζαν τους λαγκαδινούς “λασποκοίληδες”, “λασπίτες”, “σφυριά”, “καλιγοσφύρια”. Οι τρεις πρώτοι χαρακτηρισμοί είναι παρμένοι από το επάγγελμα των λαγκαδινών, ο τέταρτος υποδηλώνει την πονηριά και την εξυπνάδα τους. (16)
Οι σχέσεις με το γυναικείο φύλλο ήταν σπάνιες στην ύπαιθρο τα χρόνια εκείνα με τις υπάρχουσες δομές της Ελληνικής κοινωνίας. Για το λόγο τούτο η αντιμετώπιση των μαστόρων από τις γυναίκες ήταν περιφρονητική, όπως δείχνει και το παρακάτω δίπτυχο:
“Της λυγερής γειτόνισσας εγύρεψα τα χείλη
Κατά τον 19ο και αρχές 20ου αιώνα οι λαγκαδινοί κυριαρχούν σ' ολόκληρο το Μοριά.
Το 1890 οι λαϊκοί αυτοί δημιουργοί “ ου μόνον σχεδόν απάσας τας εν Πελοποννήσω οικίας των χωρίων προ πάντων έχτισαν και κτίζουσι, αλλά και πολλών μεγάλων δημοσίων έργων, ιδίως γεφυριών, την εκτέλεσιν ανέλαβαν και επιτυχέστατα επεράτωσαν.” (18)
Είναι σίγουρο πως και οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους λαγκαδινούς, αναθέτοντάς τους “ την κατασκευήν γεφυρών και οχύρωσιν φρουρίων και άλλα τεχνικά έργα, ως δείκνυται εκ περισωθέντων τούρκικων εγγράφων της εν Τριπόλει ανωτάτης της Πελοποννήσου αρχής.” (19) Και αυτό προκύπτει και από τον “ Απολογισμό του καζά της Καρύταινας” (1819 – 1820), που δημοσιεύτηκε το 1907, όπου λέγεται ότι η Τουρκική διοίκηση οφείλει “των μαστόρων Λαγκαδινών δια το χορήγι των κάστρων 3750. Των μαστόρων Λαγκαδινών όπου εδούλευσαν εις του Μουσταφάμπεη αφέντη, ζημία 5.000”.(20)
-
Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου. Σελ. 84 Αθήνα 1987
-
Ομοίως. Σελ. 86
-
Ομοίως. Σελ. 87
-
Εφημερίδα “Νέα Γορτυνία” φ. 20/08/1974
-
Βαγγέλης Αν. Γιαννικόπουλος. Εφημ. “Νέα Γορτυνία”, φ. 6/3/1973
5α. Πηγή: Άνθη της Πέτρας. -
Θ. Κ .Τρουπής. “Άνθρωποι της σκαλωσιάς” Σελ. 18 Αθήνα 1983
-
Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου”. Εκδοτ. οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, σελ. 124. Αθήνα 1983
-
Ν. Λάσκαρης. “Μνημεία Λάστας”, σελ. 62
-
Χρ. Γ. Κωσταντινόπουλος. Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου. Εκδοτ. οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ σελ. 51 Αθήνα 1983
-
Ομοίως σελ. 51
-
Ομοίως σελ. 51,52
-
Θ. Κ Τρουπής. Άνθρωποι της σκαλωσιάς. Αθήνα 1983
-
Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου. Εκδοτ. οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ σελ.49. Αθήνα 1983
-
Ομοίως σελ. 53, 122
-
Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. Η μαθητεία στις κομπανίες των χτιστών της Πελοποννήσου. Αθήνα 1987.
-
Χρ. Γ. Κωνσταντινόπουλος. “Το πείραγμα και η σάτιρα των Λαγκαδινών”. Εφημ. Αρκαδικά, φ. 106. Αθήνα 20/10/1964
-
Θ Τρουπής. “Άνθρωποι της σκαλωσιάς”, σελ. 14. Αθήνα 1983
-
Χρ. Π. Κορύλλος. Πεζοπορία από Πατρών εις Τρίπολην. Πάτρα 1890. σελ. 47
-
Ν. Α. Βέης. Αρκαδικά χωρικά περιπαίγματα. Αρμονία 1902. σελ. 140.
-
Τάκης Κανδηλώρος. Αρκαδική επετηρίς. 2 (1907) σελ. 319
21. Παναγιώτα Ν. Χαμάκου. Μαρτυρία στον γράφοντα.
Πηγή: http://agpelop.blogspot.gr
(ΧΔ)