Τα έτοιμα ενδύματα εμφανίσθηκαν στα μαγαζιά του Σέρβου τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 και ήταν μόνο ντρίλινα ανδρικά παντελόνια.  Μέχρι τότε τα ρούχα που φορούσαν οι Σερβαίοι τα έραβαν στο χωριό. Μάλιστα τα γυναικεία ρούχα εξακολουθούσαν να τα ράβουν μέχρι που έφυγαν οι περισσότεροι για την Αθήνα.

Η ενδυμασία των Σερβαίων, όπως και των άλλων Ελλήνων, άλλαξε ριζικά στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Οι φουστανέλλες εγκαταλείφθηκαν προοδευτικά από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα μέχρι τις πρώτες του 19ου,  πρώτα από τους "σπουδαγμένους". Σε ένα γάμο του 1899 που περιγράφει ο αείμνηστος γιατρός Γιάννης Δημόπουλος, ενώ οι συμπεθέροι φορούσαν άσπρες φουστανέλλες και γελέκια κεντητά με φέρμελες, ο γαμπρός ήταν ντυμένος "Ευρωπαϊκά".  Μέχρι τον μεσοπόλεμο (1930) τις φορούσαν πιά μόνο μερικοί ηλικιωμένοι.

endymasia_2_1932 endymasia_1_1932
Συντροφιές Σερβαίων το 1932. Η φουστανέλλα φοριέται πια μόνο στις γιορτές. Μερικοί φορούσαν γιλέκα και μπουντούρια

Για τις φουστανέλλες γράφει ο Θοδωρής Τρουπής στο βιβλίο του "Σκαλίζοντας τις ρίζες μας. Σέρβου": "Φουστανέλλες και πουκάμισα ξέρανε και φτιάνανε όλες οι γυναίκες στο χωριό. Φτιάνανε φουστανέλλες από χασέ αγοραστόνε, φτιάνανε και φουστανέλλες από υφαντό πανί. Μοναχά άσπρες φουστανέλλες φορήγανε οι Σερβαίοι. Σε άλλα χωριά φορήγανε οι άντρες και σκούρες μονόχρωμες φουστανέλλες. Η γιορτινή καλή φουστανέλλα έπρεπε να έχει πενήντα λόξες. Είκοσι πέντε μπροστά και είκοσι πέντε πίσω. Κουμπώνανε τα δύο φύλλα με κόπιτσες στα λάγαρα απουπάνου και τα γκοφιά. Και ούλα τα ράβανε με το χέρι".

Τα χοντρά ράσινα ρούχα (μπουντούρια, γελέκια, γιούρτες, ράσα) τα ράβανε οι τερζήδες. Γράφει επίσης ο Θοδωρής Τρουπής:

Giourta
Γιούρτα και μισοφόρι (φούστα)

"Τερζήδες στο χωριό ερχόσαντε από τα Λαγκάδια και από του Ράφτη. Στο χωριό μέσα τερζού καλή ήτανε η Φροσύνη του γερο-Χρήστου τ' Ασίκη η γυναίκα. Κείνη ήξερε να κόβει και να ράβει μπουντούρια, γελέκια, γιούρτες, ράσα. Ερχότανε ένας τερζής καλός από τα Λαγκάδια που τον ελέγανε Βελέτζα. Ερχότανε και ο πεθερός του Γιώρη του Κωσταντόπουλου (του Θοδωρή του Καλαντζή συμπέθερος) από του Ράφτη. Οι τερζήδες ερχόσαντε στο χωριό κι αρχίζανε δουλιά το Χινόπωρο, ξεχειμωνιάζανε στο χωριό και φέγανε κατά την Άνοιξη. Μερικοί κάνανε και τον ασπρορουχά. Πρώτος τερζής που ήρθε από την ποταμιά και εγκαταστάθηκε στο χωριό μας, σαν τερζής, ήταν ο Γ. Καντηλώρος. Μετά το γύρισε στο εμπόριο.

Όσοι θέλανε να φτιάσουνε τερζοδουλιά και να ντύσουνε τη φαμελιά τους, καλήγανε τον τερζή στο σπίτι τους. Τον κοιμίζανε, τον ταγίζανε και τον πλερώνανε. Και εκείνος του ένταινε. Έκοβε τα μάλλινα, τα καμομένα στη νεροτριβή και τα έραβε ούλα με το χέρι. Κλωνές έβανε από τις πρόσκλωνες του ιδιανού του σκουτιού (τελευταίες του στιμονιού). Είχε δυο βελόνες: την τερζοβελόνα και την τριάγκωνη. Η τριάγκωνη ήτανε πιο χοντρή και άνοιγε στα χοντρά ραψίματα, πιο ξέκοπα τα δρόμο της. Έφτιανε και τα γαϊτάνια. Εξόν από τα ρούχα που έφτιανε ο κάθε νοικοκύρης για να ντύσει τη φαμελιά, έφτιανε και την προίκα της τσιούπας.

Gileko
Γελέκι

Άσπρα τα ράβανε οι τερζήδες και στερνά τα βάφανε. Τα βάφανε με μέλεγο, με κικίδι, με καρυδόφλουδες. Δεν είχε μέτρο ο τερζής. Μέτραγε το κάθε σκουτί απάνου στον άνθρωπο".

Τα ρούχα από λεπτότερο ύφασμα (βαμβακερά και λεπτά μάλλινα), συνήθως υφασμένο από τις ίδιες τις νοικοκυρές στο χωριό, τα έραβαν οι μοδίστρες. Όλα τα γυναικεία ρούχα (φουστάνια, μεσοφόρια, φούστες, ζακέτες, κυλόττες), τα παιδικά και τα περισσότερα ανδρικά (πουκάμισα, σώβρακα, ντρίλινα παντελόνια και μερικές φορές και ντρίλινα σακάκια) τα έραβαν οι μοδίστρες. Τα ανδρικά κουστούμια τα έραβαν οι ράφτες. Γράφει ο Θοδωρής Τρουπής για τους ράφτες και τις μοδίστρες του χωριού.

"Ένα ράφτη είχαμε στο χωριό μετά το 1950. Το Μήτσιο του Νίκου του Παπανικολάου. Έμαθε στα Λαγκάδια στο Μάνο. Είχε στην αρχή ανοιμένο ραφτάδικο στου γερο-Φώτη, εκεί που έχει σπίτι ο Ν. Θ. Σχίζας. Ύστερα το πήγε κάτου από του πεθερού του, του Θύμιου του Δημητρόπουλου το σπίτι. Από κει έφυγε για Αθήνα και δεν ξανάκανε τον ράφτη.

Η πιο παλιά μοδίστρα με ραπτική μηχανή στο χωριό ήτανε η γριά-Μαρία η Μοδίστρα, μάνα του Παναγιώτη του Τσαντήλη. Άλλες μοδίστρες ήσανε: Η γριά-Χαραλάμπαινα η Στρίκαινα. Η Μαρία της Πακλούς, που παντρεύτηκε στην Αράχωβα τι Θοδωρή τον Τσιούτουρα. Η Αγγέλω του γερο-Φώτη του Σχίζα. Η Κατερίνη του Θύμιου του Δημητρόπουλου η γυναίκα.  .  Η Νίκαινα του Νταρόγιαννη. Η Ελένη του Λιατσιόγιαννη. Η Βάσιω του Πανάγου του Στρίκου κι άλλες. Αλλά κείνες  που ράβανε και ξένα ήσαντε: Κούλα Σαμαρολιά, σύζ. Β. Ι. Δάρα (άριστη). Μαρία σύζ. Αθ. Σχίζα (Μοδιστρούλα). Αγγέλω σύζ. Αθ. Παναγόπουλου.  Κατερίνη Γ.Τρουπή (Γκράβαρη ).Μαρία σύζ. Θ. Τσιούτουρα (Αράχωβα). Μαρία σύζ. Ανδρέα Τσαντήλη. Ρίνα σύζ. Δημ Κωνσταντόπουλου. Βασιλική Στρίκου, σύζ. Γρ. Κανελλόπουλου (παντελονού). Μαρίνα Στρίκου, σύζ. Τάσιου Αρβανίτη. Νικολέτα σύζ. Μαρίνη Δημόπουλου κι άλλες.

mesofori
Μεσοφόρι. Το ύφασμα υφασμένο στο χωριό, το επάνω μέρος είναι βαμβακερό και το κάτω ράσινο (με μάλλινες κλωστές, πολύ λεπτές)

Οι πιό παλιές φτιάνανε την προίκα τους ούλια με τα χεράκια τους! Ακόμα και τα νυφιάτικα τους με τα χεράκια τους τα ράβανε και τα κεντάγανε και δεν τα ξεχώριζες από κείνα της μηχανής. Παλιές μηχανές ήσαντε στο χωριό και του χεριού και του ποδιού και τις δανεικολογιόσαντε οι τσιούπες και ράβανε ξέκοπα τις προίκες τους (1910-1940). Όποιος είχε μηχανή ρψίματος και τη δάνειζε, τη δάνειζε με μεροδούλια. Όσε ημέρες είχες τη μηχανή μου στο σπίτι σου, τόσες ημέρες θαρθείς να με βοηθήσεις σε σπαρτό, σε θέρο, σε αμπελοσκάψιμο κλπ."

Οι ράφτες δεν ήτανε πολλοί, γιατί οι άνδρες δεν πολυφόραγαν κοστούμια. Είχαν το γαμπριάτικο τους και έφτιαχναν-δεν έφτιαχναν άλλο στη ζωή τους για γιορτινό. Παντελόνια και ντρίλινες μπόλκες (σακάκια) έφτιαχναν οι μοδίστρες. Συνήθως όμως φόραγαν φανέλλες πλεχτές, χιτώνια, χλαίνες όσοι είχαν και παλαιότερα κάπες και γελέκια.

Μερικές μοδίστρες δίδασκαν την τέχνη τους στα νέα κορίτσια του χωριού. Λειτουργούσαν δηλαδή αυτό που σήμερα θα λέγαμε "σχολή ραπτικής". Μόνο που δεν έπαιρναν δίδακτρα αλλά το κέρδος τους ήτανε η βοήθεια που πρόσφεραν οι μαθητευόμενες στο ράψιμα αλλά και στις άλλες δουλειές του σπιτιού. Μια τέτοια μοδίστρα ήταν η Νταρομαρία, σύζυγος του Νίκου Δάρα, που έραβε κάθε είδους ρούχα, από νυφικά φορέματα μέχρι παντελόνια και σακάκια.

Να ράβουνε τα παιδικά ρουχαλάκια, (μέχρι 3 - 4 χρονών αγοράκια και κοριτσάκια φοράγανε τις ίδιες ποδίτσες)  και να μπαλώνουνε τα σχισμένα ρούχα ξέρανε όλες σχεδόν οι νοικοκυρές. Επίσης ξέρανε να ράβουνε τα σακιά, τα σακούλια, τις κουβέρτες κλπ.  Μερικές ξέρανε να ράβουνε περισσότερα ρούχα . Θυμάμαι που η μάνα μου, μου είχε ράψει με τη βελόνα (ραπτομηχανή αγόρασε αργότερα ο πατέρας μου, όταν μεγαλώσανε τα κορίτσια) την πρώτη "μπόλκα" που φόρεσα, ένα ντρίλινο ρούχο σαν σακάκι. Δεν είχε μεζούρα θυμάμαι αλλά μέτραγε με τις παλάμες και τα δάχτυλα πόσο να το κόψει. Τα κορίτσια μάθαιναν να ράβουν από μικρές. Η αδελφή μου η Αθανασία, έξι χρόνια μεγαλύτερη από μένα, μου έραψε την πρώτη ποδίτσα που φόρεσα. Έκοψε η μάνα μου το ύφασμα και της το έδωσε να το ράψει στο βουνό που θα πήγαινε με τα γίδια, αφού την ορμήνεψε πως να το κάνει. Το βράδυ το γύρισε ραμένο. Θα ήταν τότε η Αθανασία 7 χρονών.

Ηλίας Χειμώνας   


 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.