Μέχρι τη δεκαετία του 1960 όλες οι Σερβιώτισες νοικοκυρές ύφαιναν τα ρούχα της φαμελιάς στον αργαλειό τους. Κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του (το λάκο, όπως τον έλεγαν), που τον στήνανε στο παραγώνι ή στο πάτωμα, για περισσότερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειας και τον αριθμό των κοριτσιών του σπιτιού. Γιατί, εκτός από τα «σκουτιά» του σπιτιού, είχαν να φτιάξουν και τις προίκες των κοριτσιών. Χοντρικά τα υφαντά ήταν δύο κατηγοριών: τα ράσινα, που ήταν χοντρά και γίνονταν με μαλλί (τρίχωμα των προβάτων), κοζιά (τρίχωμα των γιδιών) ή σπάρτο (φυτικές ίνες που τις έβγαζαν από τα κλωνιά του σπάρτου, με ειδική επεξεργασία) και τα πάνινα που γίνονταν με βαμβακερό νήμα (νέμα το έλεγαν).
Κουβέρτες. Υφασμένες με μαλλινες και βαμβακερές κλωστές, σε διάφορα σχέδια και χρώματα, χρησιμοπούνταν για σκέπασμα και στόλισμα |
Ράσινα ήταν τα ρούχα που κοιμόνταν, (ματαράτσια, σαΐσματα, μαντανίες, κουβέρτες, προσκεφαλάδες), ρούχα που έστρωναν στο μπάτωμα ή κρέμαγαν στον τοίχο, (κιλίμια, κουρελούδες, πάντες), ρούχα που φορούσαν (κάπες, γιούρτες, ποδιές) και ρούχα που χρησιμοποιούσαν στις δουλειές τους (σακιά, τορβάδες, σακούλια, δισάκια και πα(γ)ιά).
Κουβέρτα και Κιλίμια. Τα κιλίμια τα ύφαιναν με στρίμα ως στιμόνι και με μαλλί ως υφάδι, τα χρησιμοποιούσαν ως χαλιά. Τα μεγαλύτερων διαστάσεων κιλίμια τα έλεγαν σαλαπλάδες |
Ματαράτσι. Το ύφαιναν με σπάρτο και το χρησιμοποιούσαν ως στρώμα (αφού το παραγέμιζαν με φλίτσια) ή και ως μεγάλο σακί | Κουρελού. Την ύφαιναν με υλικό τα παλιά ρούχα. Τα έκοβαν σε λεπτές λουρίδες, τις οποίες έστριβαν και τις έκαναν σαν χοντρές κλωστές |
Τα ράσινα ήταν κατά κανόνα ευκολότερα στην ύφανση, γιατί οι κλωστές ήταν πιο χοντρές και η μίτωση απλούστερη (εκτός από τις κουβέρτες, στις οποίες τα σχέδια που έκαναν, απαιτούσαν μίτωση αρκετά πολύπλοκη), έτσι η υφάντρα μπορούσε να βγάλει περισσότερα χεροπήχια την ημέρα. Το στιμόνι ήταν από μαλλί, όταν ύφαιναν μαντανίες, βαμβακερό ή λινό νήμα όταν ύφαιναν κουβέρτες ή στρίμα όταν ύφαιναν σαΐσματα, κουρελούδες, ματαράτσια κλπ). Το υφάδι δεν το πέρναγαν με σαΐτες αλλά με μασούρια ξύλινα, αρκετά μακρύτερα από αυτά πού χρησιμοποιούσαν στις σαΐτες.
Κεντητά ράσινα σακκούλια |
Ανδρομίδα. Συνήθως ήταν επιμήκης και εχρησιμοποιείτο για στρώσιμο ως χαλί | Μαξιλάρι κεντητό |
Με τα πάνινα υφαντά έφτιαχναν σεντόνια, μαξιλάρια και κυρίως τα ρούχα που φορούσαν (γυναικεία φορέματα και μεσοφόρια, ανδρικά πουκάμισα, παιδικά ρουχαλάκια). Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αγοραστά υφάσματα για ρούχα ήταν μόνο το ντρίλι, με το οποίο έραβαν τα παντελόνια των ανδρών και μερικές φορές το τσίτι για τα γιορτινά φορέματα των γυναικών. Όλα τα άλλα ρούχα που φορούσαν τα έραβαν με υφαντό ύφασμα. Έτσι το πάνινο ύφασμα που προοριζόταν για φορεσιές το έκαναν με όμορφα σχέδια και χρώματα. Για να προκύψει ένα όμορφο σχέδιο, έβαφαν και το στιμόνι και το υφάδι. Για να γίνουν οι επιμήκεις λωρίδες, ανάλογα με το σχέδιο που ήθελαν, έβαζαν ορισμένα ζευγάρια «κλωνές» από κάθε χρώμα στο στιμόνι, που πρόσεχαν στο διάσιμο, το άπλωμα και το μίτωμα να πηγαίνουν παράλληλα. Για τις εγκάρσιες λωρίδες έβαζαν ανάλογο αριθμό κλωστών στο υφάδι. Τα σεντόνια συνήθως τα έκαναν άσπρα, αλλά έκαναν και χρωματιστά μονόχρωμα.
Πάνινα υφάσματα |
Οι καλές υφάντρες μπορούσαν να συντονίζουν τα χέρια και τα πόδια τους με εκπληκτική ταχύτητα. Όταν πατούσαν το ένα ποδαρικό και άνοιγε το στόμα του πανιού, εκσφενδόνιζαν με το ένα χέρι τη σαΐτα με τέτοια δύναμη ώστε να φθάσει στην άλλη άκρη του πανιού και με το ίδιο χέρι που ελευθερωνόταν, έπιαναν το ξυλόχτενο από την κορυφή. Μόλις η σαΐτα έβγαινε από το στόμα του πανιού, την περίμενε το άλλο χέρι που την έπιανε και ταυτόχρονα το πρώτο χέρι βάραγε δυο φορές το ξυλόχτενο για να πιέσει ην κλωστή στο ύφασμα. Την ίδια στιγμή το άλλο πόδι είχε πατήσει το άλλο ποδαρικό και είχε ανοίξει το άλλο στόμα (οι κάτω κλωστές ανέβαιναν επάνω και αντιστρόφως), μέσα στο οποίο, το χέρι που κράταγε τη σαΐτα την εκσφενδόνιζε στην αντίθετη κατεύθυνση, για να επαναληφθεί η ίδια σειρά και πάλι και πάλι, χιλιάδες φορές, ώσπου να τελειώσει το ύφασμα. Για τις κουβέρτες που είχαν σχέδια χρειαζόταν περισσότερα ζευγάρια μιτάρια και ποδαρικά. Κάθε ζευγάρι μιτάρια ήταν κρεμασμένο στα ίδια τσιποκλείδαρα και άνοιγε ένα στόμα.
Την τεχνική της ύφανσης, από την επεξεργασία του μαλλιού μέχρι τη λεύκανση των ασπρόρουχων, την έχει περιγράψει γλαφυρά και με λεπτομέρειες ο λογοτέχνης Θοδωρής K.Τρουπής στο βιβλίο του «σκαλίζοντας τις ρίζες μας. ΣΕΡΒΟΥ» (τεύχος Ε’, σελ 826-839). Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι ότι το βαμβακερό «νέμα» που έπαιρναν σε πακέτα, το βύθιζαν, όπως ήταν σε θηλιές, σε νερό που είχαν διαλύσει λίγο αλεύρι, ώστε η κλωστή να κολλαριστεί, να γίνει πιο σκληρή και να μη μπλέκεται.
Ηλίας Χειμώνας.
Γράφει ο Θοδωρής: Υφάντρες — ανυφάντρες
Οι καλές ανυφάντρες και οι καλές μιτώστρες στο χωριό ξεχωρίζανε από τα υφαντά π’ απλώνανε στα μπαλκόνια τους την Άνοιξη μπροστά από τη Λαμπρή. Ήτανε η εποχή που δεν μπόρηγε η κάθε μία να κάνει την έξυπνη. δίχως να ‘ναι. Κι όσες τολμήσανε, να παραστηθούνε τις έξυπνες δίχως να ‘ναι, γινήκανε μόλογα. Κι ας αρχίσουμε ανάποδα τις κουβέντες μας για τις ανυφάντρες υφάντρες. Προσπάθησα να ξεχωρίσω τη σημασία της λέξη: υφάντρα. από τη σημασία της λέξης: ανυφάντρα. Για τις γυναίκες του χωριού μας. η υφάντρα μπορεί μοναχά να υφαίνει χωρίς να μπορεί να διορθώσει τα λάθη της σε κείνο που ύφανε λάθος και η ανυφάντρα μπορεί να διορθώσει τα λάθη της χαλώντας το και ξαναπαίρνοντας το σωστό υφάσιμο. Ξυφαίνω: δε θα ειπεί μόνο: ξεφτίζω το υφασμένο, αλλά και προπαντός πως τέλειωσα το βιλάρι που είχα στον αργαλειό. Ξυφαίνω = τελειώνω την ύφανση του βιλαριού. Έτσι και οι υφάντρες και οι ανυφάντρες είναι σχεδόν ταυτόσημες δεξιότητες...
Ας αρχίσουμε από τους κερεστέδες της υφαντικής στο χωριό: α) Τα μαλλιά, β) την κοζιά, γ) το σπάρτο και δ) το μπαμπάκι. Τα μαλλιά: τα παίρνουμε από τα πρόβατα την Άνοιξη. Κουρεύουμε τα πρόβατα και τα αρνιά και παίρνουμε: από τα πρόβατα τα ποκάρια, τα μαλλιά με τη μακριά τρίχα και από τ' αρνιά τα: αρνόκουρα: ή αρνόμαλλα με την κοντή τρίχα. Ανάμεσα στα αρνόμαλλα και στα ποκάρια είναι μια άλλη κατηγορία μαλλιών: τα κωλόκουρα. Τα καλά μαλλιά τα κάνανε λεπτές κλωνές για στιμόνι και όλα τ’ άλλα τα κάνανε χοντρές κλωνές για υφάδια. Όπως είναι τα μαλλιά, με τον πίνο, τα δονούνε μέσα στα λεβέτια με νερό και σταίνουνε κακάβι και βράζουνε τα μαλλιά καλά, να φύγει ο πίνος κι ο μπουχός. Στερνά τα στραγκάνε και τα περνάνε στο ξάστερο νερό του κεφαλαριού και γινόνται λαχταριστά. Τα απλώνουνε, στερνά, σε παστρικά λιθάρια ή σε λιοπάνες ή σε χαλίκια ακροποταμιάς και στεγνώνουνε. Αποκεί τα μαζώνουνε στεγνά και τα πάνε στο σπίτι. Τα πλυμένα μαλλιά έχουνε μέσα: τριδόλια, σακκοτρούπια, αγκάθια, χορτάρια διάφορα:. Καθαρίζουνε οι γυναίκες τα μαλλιά: από τα αγκάθια και τα φλέσουρα και τα τοιμάζουνε για ξάσιμο. Το ξάσιμο γίνεται με ξέλαση. Μαζεύονται ένα βράδυ πεντέξι γυναίκες· ξαίνουνε τα μαλλιά και κάνα τραγούδι της αγάπης ή της ξενιτιάς, ανάλογα με τους καημούς τις καθεμιάς, δεν απολείπει. Τα ξασμένα μαλλιά είναι έτοιμα για τα λανάρια. Με τα λανάρια τα μαλλιά γίνουνται μία - μία τρίχα και γουλάτα κι αφράτα. Όπως τα γυρίζουνει πότε στο ένα και πότε στο άλλο λανάρι τους έχουνε βγάλει και αίνιγμα:
Τα καρφιά των λαναριών τα λένε γκουφιά. Το κάθε γκουφί περνάει από τη μία ίσαμε την άλλη άκρη το λανάρι και για να μη φαίνεται το κεφάλι του πίσω και πιάνουνται τα μαλλιά, νταίνουνε το λανάρι με πάφυλλο. Για να μην τα ξαίνουνε τα μαλλιά με τα χέρια κι αργούνε πολύ τα ξαίνουνε και με την ξάστρα. Η ξάστρα έχει μικρά, δόντια γυριστά στεριωμένα σε ξύλα και ντυμένα τα ξύλα με τραγοτόμαρο, για να μην πιάνουνται τα μαλλιά στις σκλίθρες και στις αγκίδες. Η ξάστρα είναι σαν κάσα τρούπια. Μπάζει η γυναίκα τα πόδια από άνοιγμα σ’ άνοιγμα" στερεώνει έτσι το κάτω χτένι της και με τ’ άλλο χτένι τραβάει τα μαλλιά και τα ξαίνει ανάμεσα στα γκουφιά της ξάστρας. Μια γυναίκα με μια ξάστρα ξαίνει όσο ξαίνουνε έξι - εφτά γυναίκες με τα χέρια. Κι είναι μπελαλοδουλιά το ξάσιμο των μαλλιών αφού το λέει και η παροιμία.
Μετά το ξάσιμο τα μαλλιά χτενίζουνται με τα λανάρια ή χτένια, για να τραβηχτεί τι στιμόνι. Αφού το χτενίσει καλά η υφάντρα το μαλλί το τραβάει στιμόνι. Η μια τουφούλα μετά την άλλη φτιάνουν ένα γνεφάκι από αφράτο χτενισμένο μαλλάκι σαν κείνο τ' ατέλειωτο γνέφος που αφήνουνε τ’ αεροπλάνα στο γαλανό ουρανό. Απάνου στο χτένι μένουνε οι κοντές τρίχες. Τις ξαίνει και πάλι η χτενίστρα και τις βάνει χώρια για υφάδι. Φτιάνει χώρια τις τουλούπες με το στιμόνι και χώρια τις τουλούπες με το υφάδι. Και οι τουλούπες είναι έτοιμες για τις ρόκες (υφάδινες - στιμόνινες). Η ρόκα είναι σεριάνι. Ούθε θέλει σεριανάει η γυναίκα και γνέθει. Ούλες οι τσιοττανοττούλες με τη ρόκα γνέθοντας φυλάγανε τα πράματα. Και δουλιά κάνανε και δεν αποκοιμιόσαντε την Άνοιξη, να τους πέσουνε τα σφαχτά σε ζημιά. Με το αδράχτι και το σφοντύλι γνέθανε τα ψιλά, για στιμόνια. Με τις δρούγες γνέθανε τα υφάδια. Οι ρόκες ήσαντε: από έλατο, από κυπαρίσσι, από μέλεγο. Τις χιλιοκεντάγανε τα τσιοπανόττουλα με: τσοπανοττούλες, με καρδιές, με πεντάλφες, μ' άστρια, με λουλούδια, με φίδια, με σταυρούς. Τ αδράχτια ήσαντε: από έλατο, από νιτσιά, από σφεντάμι, από γλατζινιά. Το ελατίσιο αδράχτι είναι καλύτερο γιατί δέχεται εύκολα το αγκίνι και δεν ξαγκινιάζεται εύκολα... κολλάει το σύρμα στην ελατόπισσα. Τα σφοντύλια ήσαντε: από σφεντάμι, από γκορτσιά, από ψημένο χώμα, από τρούπιο κεραμίδι, από ακόνι και αρκετές φορές ένα κρεμμύδι ή μια πατάκα κάνανε χρέη σφοντυλιού. Βάνανε και στη δρούγα σφοντύλι και στο αδράχτι. Το σφοντύλι χρειάζεται όσο να μαζέψει γνέμα το αδράχτι ή η δρούγα. Άμα μαζευτεί πολύ γνέμα, πολλές γνέστρες, για να μην έχουν βάρος, βγάνουνε το σφοντύλι και το βάνουνε στην τσέπη τους, για να το ξαναβάλουνε, όταν ξανακινήσουνε να γιομίσουνε νέο αδράχτι ή νέα δρούγα. Λένε και αινίγματα για τα σύνεργα του γνεσίματος. Για το αδράχτι λένε:
Έχω μια ψηλή αδερφή μ' ένα δόντι στην κορφή.
Για την κλωνά, τ’ αδράχτι και τη ρόκα, λένε:
Ένα φίδι ανέβαινε. (η κλωνά) το πουρνάρι βύζαινε. (η τουλούπα) την κοιλιά του φούσκωνε (το κουβάρι).
Λένε και τις παροιμίες:
Λέει και το τραγούδι:
Ένα άλλο τραγούδι λέει:
Κείνο που λέει:
Το 'χω γραμμένο στο κεφάλαιο· που λέω για τους τσιοπάνηδες. Ένα άλλο τραγούδι λέει:
Σημ.: Φαίνεται πως η Ρηνιούλα ήτανε στολού και σουρταβέλω και πασαπόρτα και δεν είχε μπίτι μυαλό για ρόκες κι αργαλειούς. Ή... μήπως την είχε λολάνει ο σεβντάς;
Άμα θέλουνε, να καταραστούνε έναν τσιοπάνη, να χάσει τη στάνη του, λένε:
— Στη ρόκα μου να τα σταλίσει!
Ρόκες φτιάνανε και μονές και διπλές. Και μια τσιατάλα ξυλαρένια έκανε για ρόκα. Οι διπλές ρόκες είναι σαν το κεφαλαίο Φ. Οι μονές ρόκες είναι σαν το κεφαλαίο γράμμα Ρ και οι άλλες οι φουρκαλωτές είναι σαν το κεφαλαίο γράμμα Υ. Ρόκες στο χωριό φτιάνανε ούλοι σχεδόν οι τσιοπάνηδες, καθώς και οι μαραγκοί. Τις καλές όμως ρόκες τις ελατίσιες τις αλαφρές και τις όμορφες τις φτιάνανε τσιοπάνηδες, που ζήγανε στα έλατα και τις ηφέρνανε οι βαρελάδες και τις πουλάγανε στο χωριό μαζί με βαρέλια, κανάτια, βαρέλες, καρδάρια κι ελατόπισσα (για να σπάνε τους καλόγερους, στο σβέρκο). Οι ελατίσιες ρόκες ήσαντε σχεδόν έτοιμες. Και πέντε και δέκα ρόκες μττόρηγε να φτιάσει ένας τσιοπάνης σε μια ημέρα. Για να φτιάσει όμως ένας δικός μας τσιοπάνης μια ρόκα διπλή σαν ελατίσια την έφτιανε με δύο ξύλα: το ορθό και το γεργαδωτό. Το ορθό το τρούπαγε σε δυο μεριές και πέρναγε μέσα στις δυο τρούπες το γεργαδωτό, που το λούρωνε στη φωτιά και τόκανε σα στεφάνι και του έβανε κι απόνα κρησαρόκαρφο στην κάθε τρούπα. Έχω μια τέτοια ρόκα χιλιοκεντημένη με μια τσοπανόπουλα στην κορφή. Μήπως τη ρόκα τη λένε ρόκα, γιατί η μονή ρόκα μοιάζει με το κεφαλαίο γράμμα Ρ; Η διπλή ρόκα χωράει δυο τουλούπες μαλλί. η μονή ρόκα χωράει μία τουλούπα. Και οι γυναίκες στο χωριό και οι τσοπανοπούλες κοντά στα πράματα και οι γυναίκες στις στράτες, ούθε πηγαίνανε, τα χέρια τους δουλεύανε: στη ρόκα, στο βελόνι. Τα πιο πολλά όμως γνεσίματα τα κάνανε οι γριές! Ούλες οι γριές! Ούλες οι γριές την ξέρανε καλά ούλια τη ζωή. Κι αν ήτανε και καμιά γριά από γεννησιμιού της βαρίσκοπη, έπαιρνε από ορμήνια, δεν έκανε τον κόκκορη και έστειβε και το μυαλό της και μάθαινε.και ήξερε να μαντινίρει μοναχή της το σπίτι της.
Τα γνεσμένα νέματα, που βγάνανε από τ' αδράχτια και τις δρούγες τα κάνανε κουβάρια. Άλλο έκανε για στιμόνι κι άλλο για υφάδι. Τα υφάδια ήσαντε πιο χοντρά από τα στιμόνι. Ίσαμε δωπά τα κουβάρια είναι άσπρα. Για να βαφτούνε πρέπει να γενούνε πρώτα θηλιές στο τυλιγάδι. Το τυλιγάδι είναι ένα χοντρό καλάμι, ίσαμε ενάμισυ χεροπήχι μακρύ, και στη μια του άκρη έχει φούρκα και στην άλλη άκρη ένα γυφτόκαρφο ή πατερόπρογκα ή έναν πίρο από σκληρό ξύλο με ζιόγκο πίσω για να μη χύνονται όξω οι κλωνές. Το βάνουνε από καλάμι για να είναι αλαφρό. Το τυλιγάδι δεν ήτανε μόνο για να φτιάνουνε θηλιές τα κουβάρια, αλλά και για να μετράνε το· μάκρος του στιμονιού και το πλάτος του βιλαριού. Το μάκρος του βιλαριού το μετράγανε με τα ραβδιά. Ένα ραβδί είχε δέκα χεροπήχια. Το χεροπήχι ήτανε από το μεσιανό δάχτυλο ίσιαμε τον αγκώνα. Ένα τυλιγάδι ήτανε δυο χεροπήχια. Το πλάτος του βιλαριού το κανονίζανε με τα δεμάτια. Κάθε δεμάτι είχε πενήντα κλωνές. Τα σακκιά, ας ειπούμε, γινόσαντε με τέσσερα δεμάτια. Τα γελέκια γινόσαντε με τριάημισυ δεμάτια. Τα τρανύτερο τυλιγάδι ήτανε με δυόημισυ χεροπήχια της Γριαγγέλαινας (για δυόημισο χεροπήχια της) και είναι: ένα μέτρο και εικοσιπέντε πόντοι από την τσιατάλα ίσιαμε το καρφί. Όπως τυλιγαδιζότανε το κουβάρι, οι κλωνές κάνανε ντούσκο και στην τσατάλα και στο καρφί. Κι έτσι η μεσιανή κλωνά απάνου στο τυλιγάδι θα είχε μάκρος: Ένα μέτρο και εικοσιοκτώ πόντους. Το ένα μέτρο και εικοσιοκτώ πόντοι είναι δυο πήχες του έμπορα. Μια ττήχη του έμπορα ήτανε εξηντατέσσεροι πόντοι. Η πήχη είχε οχτώ ρούπια. Άμα έλεγε η υφάντρα πως διάζεται βιλάρι ένα ραβδί, το βιλάρι κείνο είχε μάκρος δέκα χεροπήχια. δηλαδή πέντε μέτρα περίπου. Ή καλύτερα ας πούμε: οχτώ πήχες του έμπορα. Από το τυλιγάδι της Γριαγγέλαινας υπολόγισα το μπόι της. Θα είχε μπόι (απάνου - κάτου έναν πόντο —) ένα μέτρο και εβδομήντα πόντους... και απάνω. Έτσι μπορούμε να βγάλουμε το υποθετικό συμπέρασμα πως όλες οι άλλες γυναίκες του χωριού μας είχανε μπόι χαμηλότερο από το μπόι της Γριαγγέλαινας και κάτω από το ένα μέτρο και τους εβδομήντα πόντους. Είπαμε κι αλλού, το ξαναλέμε κι εδώ, πως η Γριαγγέλαινα ήτανε αδερφή του πατέρα του Θανασημπόρα. Αν ψάξουμε με τη μνήμη μας το μπόι των παιδιών του Θανασημπόρα και το συγκρίνουμε με το μπόι των Κλεισουραίων, η ζυγαριά λέει πως ή ο παπούλης ή η γιαγιά του Θανασημπόρα ήσαντε άνθρωποι με λεσιά. Και ξαναγυρίζουμε στα βιλάρια και στις ανυφάντρες. Υπολογίζω πως ένα δεμάτι κλωνές, σε ρασόχτενο, θα έπιανε πενήντα πόρτες. Κάθε πόρτα (γκουφί και πόρτα μαζί) κάπου τέσσερα με πέντε χιλιοστά. έχουμε πλάτος, για κάθε δεμάτι, είκοσι πόντους, άπονου - κάτου. Για τα μπαμπακερά πάει δεκαπέντε πόντους το δεμάτι. Έτσι: Ένα ραβδί είχε μάκρος πέντε μέτρα και ένα δεμάτι κλωνές στο στιμονι έφτιανε πλάτος από 15-20 πόντους. Στα μπαμπακερά περνάγανε σε κάθε πόρτα, γκουφί, κι από δυο κλωνές. Κάθε υφάντρα ήξερε πως για να ρίξει δέκα ραβδιά βιλάρι έπρεπε να φτιάνει τις θηλιές της απάνου στο τυλιγάδι της τόσες όσες θα φτάνανε σε μάκρος εκατό χεροπήχια. Τα εκατό χεροπήχια είναι σαράντα τυλιγαδιές. Οι σαράντα τυλιγαδιές είναι είκοσι ζευγάρια στην κουλούρα της θηλιάς. Ανάλυση: Μια τυλιγαδιά 5 χεροπήχια. Πέντε χεροπήχια 2,5 μέτρα. Σαράντα τυλιγαδιές 40x2,5 = 100 χεροπήχια. Οι σαράντα τυλιγαδιές είκοσι ζευγάρια. Με είκοσι ζευγάρια κλωνές σε κάθε θηλιά η υφάντρα ήξερε πως θα βγάλει δέκα ραβδιά βιλάρι. Το πλάτος τώρα του βιλαριού το κανόνιζε με τις θηλιές. Κάθε θηλιά θα πέρναγε την κλωνά της από τη σταύρωση, από τα χαλινά του μιταριού, από μια πόρτα του χτενιού και θα κομποδένονταν απάνου στο μπροστάντι και η νουρά της θα ήτανε ούλια μαζωμένη απάνου στο πισάντι. Αν κάθε πόρτα του χτενιού έπιανε... μαζί με το καλάμι, το γκουφί, τέσσερα χιλιοστά τότε για ένα χεροπήχι πλάτος θέλαμε... δυο δεμάτια κλωνές. και τα δυο δεμάτια κλωνές βγαίνανε από εκατό θηλιές... Τα δυο χεροπήχια θέλανε τέσσερα δεμάτια. διακόσιες θηλιές. Αλλά οι γυναίκες του χωριού μας ήσαντε πάρα πολύ πραχτικές. Αν πούμε πως θέλανε να ρίξουνε δέκα ραβδιά πανί. ξέρανε και πόσα ζευγάρια έχουνε κανομένες τις θηλιές στο τυλιγάδι. Παίρνανε μια τριχιά και τη μετράγανε με το χεροπήχι τους. Έβγαινε είκοσι χεροπήχια η τριχιά. Σημαδεύανε απάνου σε μια μάντρα πέντε τριχιές. Ξέρανε, πιά, πως από... της... Μπορολιούς την εμπατή ίσαμε του... Μητροφίλη τον κήπο ήτανε, ας ειπούμε, εικοσιπέντε ραβδιά. Έτσι ούλες οι μάντρες του χωριού κάποτε ήσαντε μετρημένες και σημαδεμένες με ραβδιά!... με τα χεροπήχια των γιαγιάδων και των μανάδων μας.
Άμα τοιμαζόσαντε οι θηλιές και θέλανε βάψιμο. Βάνανε το λεβέτι. Σταίνανε και κακάδι και τα βάφανε. Άμα ηθέλανε μαύρο, το βάφανε. με κικκίδια και με μέλεγο. Και τις περσσότερες φορές μ’ αγοραστές μπογιές, που πουλάγανε οι γυρολόγοι και οι μαγαζιάτουρες του χωριού βάφανε τα νέματα. Μετά το βάψιμο το μαζώνανε απάνου σε μασούρια ή κουβάρια. Για να το μαζέψουνε σε μασούρια θέλανε: Ανέμη, ανεμίδι και μασούρια. Τα μασούρια τα φτιάνανε από ξερά ψημένα καλάμια. Άμα τα καλάμια είναι κομμένα τρυφερά πολύ, δεν κάνουνε για τίποτα, πολύ περσσότερο για μασούρια. Βάνανε τα μασούρια: δυο-τρία, στον άδραχτο. Τεζαρίζανε με την κόρδα του άδραχτου από τη βεζιά του ανεμιδιού, γυρίζανε το ανεμίδι, γύριζε κι άδραχτος και τα μασούρια μαζί' κι απάνου στα μασούρια μαζευότανε η θηλιά από την ανέμη, όπως ήτανε φορεμένη. Και οι ανέμες και τ’ ανεμίδια από ντόπια ξύλα ήσαντε φτιασμένα. Βάνουνε στις διάστρες τα μασούρια. ή στα κοφίνια, τα χεροκόφινα, τα κουδάρια και τα διάζουνται οι νιές γυναίκες στις μάντρες του χωριού. Αν πούμε πως στη διάστρα της η υφάντρα έχει δέκα μασούρια. κάθε πέντε δρόμους ρίνει και από ένα δεμάτι κλωνές στιμόνι. Κανονίζει πια με τα δεμάτια πόσο πλατύ ή στενό θέλει το βιλάρι και πόσο αρύ ή δασύ θέλει το ύφασμα. Στη σταύρωση η διάστρα σταματάει. Εκεί η γερόντισσα, με μάτι ψημένο, παρακολουθεί, να πάνε οι μισές κλωνές από τη μια μεριά και οι άλλες μισές από την άλλη. Δίχως σταύρωση βιλάρι δε γίνεται. Διάστρα λένε τη γυναίκα όταν διάζεται βιλάρι, διάστρα λένε και το ανάχρειο που κρατεί τα μασούρια στα σύρματα του. Σαν ρίξουνε όσα δεμάτια έχουνε κανονισμένα σταματάνε, Μαζεύουνε το διασμένο βιλάρι τριπλοθήλι. Έτσι που άμα αφήκεις την πρώτη θηλιά δεν μπερδεύεται πουθενά. Στη σταύρωση περνάνε τις βέργες — δυο γερά χοντρά καλάμια — και δένουνε τις βέργες με το στιμόνι, να μη γλιστρήσουνε και πέσουνε οι βέργες και τότε πια... καλύτερα να μην τα λέμε. Τούτο το βιλάρι το μαζώνουνε στο πισάντι απλωτό προσεχτικά και τεζαριστό. Για να τεζαρίζει το κρατεί η πιο βαριά γυναίκα τις συντροφιάς και το ντώνει λίγο-λίγο, πάνω από ένα προσκέφαλο γιομάτο πούσια. Βάνουνε τη μαζώχτρα, τη βιλαρομαζώχτρα και απάνου το πισάντι του αργαλειού. Ρίνουνε στη γράδωση του αντιού νερό. Η γράδωση πρέπει να είναι ουλούθε ντέλντουρα. Άμα δεν είναι. στηλώνουνε τη βιλαρομαζώχτρα ίσιαμε που ν' αλφαδιάσει και τότε περνάνε το αντί στη δίπλα του βιλαριού και σκορπάνε τις κλωνές ισόμετρα απάνου στ’ αντί. Στερνά το πλακώνουνε μαζί με την Γκαρδιόβεργα και τη γκαρδιόβεργα τη βάνουνε στη γράδωση του αντιού. Κι αρχίζει μια γυναίκα να γυρίζει το αντί με τις κουρουνίτσες, άλλες δύο να περπατάνε τις βέργες τις σταύρωσης και η πιο μαστόρισσα, η μαζώχτρα, κάθεται απάνου στη βιλαρομαζώχτρα και προσέχει το μάζεμα να είναι ισιοκέφαλο, να μην απανωκαβαλάνε οι κλωνές η μία την άλλη και να μην έρχονται άλλες ντωτά κι άλλες τεζαριστά πολύ. Μετά το μάζωμα θέλει μίτωμα το βιλάρι. Όπως είναι δεμένες οι κλωνές του στιμονιού, δεμάτια - δεμάτια τις περνάνε πρώτα από τα μιτάρια και αμέσως από το χτένι. Ξέρουνε πόσες κλωνές χωράει κάθε χτένι. Το ξέρουνε αυτό από την ώρα που το αγοράζουνε. Η μία κλωνά περνάει στους χαλινούς του ενού μιταριού και η άλλη περνάει από τους χαλινούς του άλλου·... και στις πόρτες του χτενιού πάνε με τη σειρά. Στα δίμιτα βάνουνε τέσσερα μιτάρια και σε κάθε πόρτα του χτενιού περνάνε από δύο κλωνές. Σαν το μιτώσουνε όλο το κομποδένουνε. όσο γίνεται πιο πολλούς κόμπους. Περνάνε τους κόμπους στην γκαρδιόβεργα και την γκαρδιόβεργα τη βάνουνε στη γράδωση του αντιού. Σφίγγουνε το βιλάρι στα αντιά: με την απλώστρα σφίγγουνε το πισάντι και με την κουρουνίτσα σφίγγουνε το μπροστάντι. Κι αρχίζει να υφαίνει η ανυφάντρα. Πατάει το ένα ποδαρικό πάει το ένα μιτάρι απάνου και τ' άλλο κάτου. ανοίγει στόμα το βιλάρι και περνάει μέσα η σαΐτα με το μασούρι, που αδειάζει στο ανοιχτό στόμα υφάδι. Πατάει το άλλο ποδαρικό. ανοίγει άλλο στόμα, νηστικό, το ταΐζει κι αφτό η υφάντρα πάλε με υφάδι από τα μασούρια της... και σιγοτραγουδάει. Για να είναι τεντωμένο σε πλάτος, το υφασμένο, του βάνουνε τα προγκιά, που είναι δυο σιδερένιες λάμες μία σερνικιά και μία θηλύκια και στεριώνουνε με τσιαπράκι. όπου το θέλει η υφάντρα. Άμα τελειώνει το ύφασμα του βιλαριού και πρόκειται να το κόψουνε, όλοι στο σπίτι πρέπει να είναι καθιστοί κι ακούς την ανυφάντρα:
— Καθείστε ούλοι χάμου. θα κόψω το βιλάρι, για να μη σας κόψω τις ημέρες.
Άμα κοπεί μια κλωνά αττό το στιμόνι και τη δέσει η ανυφάντρα λάθος, τότε φαίνεται το λάθος και κείνο το λάθος το λένε: κερατά. Πριν όμως να καλοδείξει ο κερατάς, η ανυφάντρα σταματάει το υφάσιμο και δένει καλά και στη θέση της την κλωνά κι ο κερατάς σβαίνει. Τα πάνινα βιλάρια τα λευκαίνουνε. Τα λευκαίνουνε με προβατοκοπριά. Μαζεύανε προδατοκοπριά και τη λειώνανε στο λεβέτι. Μέσα σε κείνο το διάλυμα βουτάγανε το ύφασμα που θέλανε να λευκάνουνε. Το αφήνανε εκεί τέσσερα ημερόνυχτα. Την πέμπτη ημέρα το πλένανε στα γάργαρα νερά του κεφαλαριού. Τα πλένανε. τα απλώνανε στον ήλιο. πριν να καλοστεγνώσουνε τα ξαναπλένανε. το κάνανε αυτό πεντέξι φορές ίσαμε ττου τα μπαμπακερά υφαντά τα κάνανε κάτασπρα. Τα μάλλινα τα στέλνανε στη νεροτριβή, για να γενούνε κρουστά και γουλάτα. Την κοζιά δεν τη πλένανε. την κόβανε με διπλό σπάγγο. Δένανε στην άκρη στο πάτωμα ένα σπόγγο διπλό. Στην άλλη άκρη του σπάγγου δένανε ένα ραβδί. Βιτζίζανε με το ραβδί τους σπάγγους και οι σπάγγοι ταράζανε την κοζιά, που την συμμάζωνε με το ραβδάκι της η γερόντισσα απάνου στους σπάγγους, μία- μία τρίχα. Γνέθεται κατόπιν η κοζιά όπως και τα μαλλιά. Εξόν από τα πλεχτά τζουράπια φτιάνουμε και κόζινα σκουτιά με την κοζιά: Σαΐσματα, τορβάδες, παϊά, τέντες, καπότες, κωλοσκούτια τον μουλαριώνε, τορβάδες για τα λιτριβειά. Εξόν από τους τορβάδες ούλα τ' άλλα σκουτιά τα αργάζουμε στην νεροτριβή για να κρουστιάνουνε και να βγάλουνε τρίχα. Τους τορβάδες δεν τους φτιάνανε στη νεροτριβή για να ανασαίνουνε τα ζα σαν τρώνε την ταή τους. Και για τους τορβάδες του λιτριβειού για να βγαίνει το λιάτζουρο.
Μπαμπάκι στο χωριό φέρνανε από τη Σπάρτη κι από τ’ Άργος, αλλά πότε; Υπολογίζω πριν από το Ί900. Τον άλλο καιρό τα μπαμπακερά υφαντά αρχίζανε στο χωριό μας να τα δουλεύουνε οι γυναίκες έτοιμα μπακέτα. Τα 8/ρια είχανε είκοσι θηλιές και ήσαντε για υφάδια και τα 10/ρια ήσαντε πιο ψιλά για στιμόνια. (8/ρια και 10/ρια ήσαν τα νούμερα) . Από τα σπάρτα του λόγγου οι γυναίκες του χωριού φτιάνανε κλωνές και υφαίνανε, με τη βοήθεια του στρίμματος (χοντρονεσμένο βαμπάκι), διάφορα υφάσματα, που κατασκεύαζαν μ' αυτά: σακκιά, δισάκια, ματαράτσια, προσκέφαλα, σακκούλια, λιοπάνες κλπ. Τα ψημένα βλαστάρια του σπάρτου τα μαζεύουνε οι γυναίκες με το κλαδευτήρι και τα δένανε χερόβολα. Τα χερόβολα τα βράζανε στα λεβέτια ίσαμε που να χωρίζει η φλούδα από το ξύλο. Στη συνέχεια τα βουλιάζουνε σε νερό μια βδομάδα. Απάνου στη βδομάδα τα βγάνανε και τα στουμπάγανε με τον κόπανο απάνου σε πλάκες πέτρινες, ίσαμε που να χωρίσει η κλωνά από το ξύλο. Τότε μέσα στο νερό τραβάνε από τις κλωνές τα ξύλα και τα πετάνε. Στο νερό μέσα μενουνε οι κλωνές. Αυτές τις κλωνές τις στεγνώνανε στον ήλιο κι ύστερα τις δουλεύανε όπως και το μαλλί αλλά μόνο για υφάδι. Από πότε ξέρανε να φτιάνουνε οι γυναίκες του χωριού μας, με το σπάρτο, διάφορα υφαντά δεν μπόρεσα να το εξακριβώσω. Στα χωριά που δεν έχουν σπάρτα δεν ξέρουν και την κατεργασία του και τη χρησιμότητα του Το σπάρτο και το σπάρτινο σκουτί, φουντώνει σα μπαρούτη στη φωτιά, είναι δροσερό, δεν κρατεί ζέστα, σαπίζει εύκολα, είναι άγριο, κάνει για τρίχες και προβάζια.
Μόλογο: Ήτανε μια μάνα κι είχε μια τσιούπα χοντροκέφαλη και μισόγλωση. Κάπου βρέθηκε κάποιος γαμπρός, να πάει να ιδεί την τσιούπα. Είχε ορμηνεμένη η μάνα την τσιούπα, πως, άμα μπει ο γαμπρός στο σπίτι, εκείνη να μπει στο λάκο (αργαλειό) και να βαρεί το ξυλόχτενο και να κουνάει τη σαΐτα για να την ακούει ο γαμπρός και να την πάρει για προκομμένη ανυφάντρα. Εκεί όμως που δούλευε, άτσαλα, το ξυλόχτενο η χαζοϋφάντρα και δεν ττρόσεχε έκοψε ούλες τις κλωνές του στιμονιού. Σταμάτησε να κουνάει το ξυλόχτενο και τη σαΐτα. Η μάνα έδωκε το σύνθημα:
— Ρι... κο... ρ·ι... (Ρίνε,, κόρη, ρίνε = ύφανε).
Και η κόρη από το γκιλέρι:
— Τι... ρι!... και ρι !...μια κλωνά κρατεί ακό!
Τάχα: Τι να ρίνω και να ρίνω; Μια κλωστή κρατεί ακόμα!
*******
Τραγούδια:
*******