Με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Σερβαίων και σε συνεργασία με τον δήμο Ηραίας κατασκευάσθηκε στο συνοικισμό Αράπηδες μνημείο, προς τιμή των προεπαναστατικών κλεφτών
Δήμου και Μακρυγιάννη
που, σύμφωνα με ισχυρές ιστορικές μαρτυρίες, κατάγονταν από εκεί.
Το μνημείο αποτελείται από ένα φυσικό καλαίσθητο βράχο που αποκαλύφθηκε κατά την εκσκαφή για την διαμόρφωση του χώρου, πάνω στον οποίο επικολλήθηκε μια μαρμάρινη πλάκα που αναγράφει τα ονόματα των κλεφτών και το γνωστό δημοτικό τραγούδι του Δήμου. Στον ίδιο βράχο επικολλήθηκε και δεύτερη μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των πεσόντων στους πολέμους της πατρίδας Αραπαίων. Επτά κυπαρίσσια φυτεύθηκαν πίσω από το βράχο, για να συμβολίζουν τις ψυχές των επτά ηρώων.
Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν το Σάββατο 13 Αυγούστου 2005 σε μια σεμνή τελετή που συνδιοργάνωσαν ο Δήμος Ηραίας και ο Σύνδεσμος Σερβαίων. Ο συντονιστής της εκδήλωσης, μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου, κ. Χ. Ι. Μαραγκός, καλωσόρισε όλους τους παρευρισκόμενους και τους ευχαρίστησε για την παρουσία τους. Ακολούθως έγινε επιμνημόσυνη δέηση και στη συνέχεια αποκάλυψη της πρώτης μαρμάρινης πλάκας από τους δύο Υπουργούς κ.κ. Τατούλη και Ρέπα. Στη συνέχεια έγινε αποκάλυψη και της δεύτερης πλάκας, στην άλλη πλευρά του Ηρώου, με τα ονόματα των πεσόντων Αραπαίων, από τον Δήμαρχο Ηραίας κ. Στ. Χριστόπουλο και τον Πρόεδρο του Συνδέσμου κ. Ηλ. Χειμώνα.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους εκτός των δύο υπουργών και του πολιτευτή κ. Παπαηλίου και οι παρακάτω:
Από το Δήμο Ηραίας.
Ο Δήμαρχος κ. Στ. Χριστόπουλος, ο πρόεδρος του ΔΣ κ. Ασημακόπουλος, οι 2 αντιπρόεδροι κ. κ. Μπόρας και Μητρόπουλος και τα μέλη κ.κ. Κοροβέσης, Σεφερλής, Μητρόπουλος, Γαβράς, Μπερδούσης, Γιώτης και η κυρία Ελένη Θανοπούλου.
Από το Σύνδεσμο Σερβαίων. Όλα τα μέλη του ΔΣ.
Από τον περιοδικό Τύπο
Οι εκδότες της ΄΄Γορτυνίας΄΄ κ. Καλύβας, της ΄΄Φωνής της Γορτυνίας΄΄ κ. Παπαχρήστου της ΄΄Ζάτουνας΄΄ κ. Φίλης, των ΄΄Κρητικών Νέων΄΄ κ. Β. Σχίζας (πατριώτης) και του περιοδικού ΄΄Μοριάς΄΄ο γνωστός μας πατριώτης λογοτέχνης κ. Θ.Κ.Τρουπής.
Άλλοι προσκεκλημένοι.
Ο πρόεδρος της Αδελφότητας Παλουμπαίων κ. Γιαννόπουλος, ο πρόεδρος της Ένωσης Λευκοχωριτών κ. Καρδαράκος, ο πρόεδρος του Συλλόγου Ηραίων του νομού Κορινθίας κ. Καλκανάς, ο πρόεδρος του πολιτιστικού Συλλόγου ΄΄Πάνας΄΄ τραγουδιστής κ. Παυλόπουλος, ο επί σειρά ετών πρόεδρος του Συνδέσμου Σερβαίων κ. Στάθης Δάρας, η πατριώτισσα κ. Σχίζα Ελένη -υπεύθυνη της σχολής Αργυροχρυσοχοΐας της Στεμνίτσας- και πάρα πολλοί πατριώτες, φίλοι και κοντοχωριανοί.
Μετά τα αποκαλυπτήρια ακολούθησε η κατάθεση στεφάνων και μετά ο λόγος δόθηκε στον κ. Ν. Παπαγεωργίου για τον πανηγυρικό της ημέρας. Ο ομιλητής δεν εστίασε μόνο το λόγο του στους δύο ήρωες, αλλά ανέτρεξε στο μακρινό παρελθόν, σκιαγράφησε τη ζωή και την προσφορά των Κλεφτών και Αρματολών κατά την μακραίωνα δουλεία, τεκμηριώνοντας όλα με πρωτογενή ιστορικά στοιχεία.
Μετά το τέλος της ομιλίας το λόγο πήρε ο πρόεδρος του Συνδέσμου κ. Ηλίας Χειμώνας, ο οποίος αφού συνεχάρη τον κ. Παπαγεωργίου αναφέρθηκε στο βιογραφικό των 5 Αραπαίων πεσόντων. Ακολούθως ο λόγος δόθηκε στον κ. Τατούλη, στη συνέχεια στον κ. Ρέπα και στον κ. Παπαηλίου, για ένα σύντομο χαιρετισμό. Την εκδήλωση έκλεισε ο Δήμαρχος κ. Χριστόπουλος, με σύντομο χαιρετισμό.
Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των ηρώων και στη συνέχεια εψάλη από όλους ο Εθνικός Ύμνος. Τέλος το τραγούδι του Δήμου τραγούδησε ο πατριώτης καλλίφωνος τραγουδιστής Κώστας Παυλόπουλος με το συγκρότημα του
Μετά το πέρας της ωραίας αυτής εκδήλωσης των αποκαλυπτηρίων, όλοι οι παρευρισκόμενοι προσκλήθηκαν για μια δεξίωση στο προαύλιο του Αγίου Κωνσταντίνου, κάτω από την αιωνόβια δρυ. Ήταν μια εξαιρετική βραδυά με φεγγαράδα, με καλό κρασί και πολλές λιχουδιές που έφτιαξαν οι Αραπιώτισσες νοικοκυρές.
Αιωνία η μνήμη στους κλεφταρματωλούς Δήμο και Μακρυγιάννη και στους πέντε Αραπαίους πεσόντες:
1) Στρατιώτης Γεωργακόπουλος Χρήστος του Λεωνίδα
2) Στρατιώτης Μιχόπουλος Μαρίνης του Ηλία
3) Στρατιώτης Παναγόπουλος Φώτιος του Παναγιώτη
4) Ενωματάρχης Χειμώνας Ηλίας του Δήμου
5) Αγωνιστής Εθν. Αντίστασης Παναγόπουλος Γεώργιος του Ηλία.
.
X. I. Μαραγκός.
*****
Ομιλία ιστοριοδίφη κ. Νίκου Παπαγεωργίου.
Αιδεσιμότατε, κύριοι επίσημοι, αξιότιμες Κυρίες, αξιότιμοι Κύριοι. Με αισθήματα υπερηφάνειας, τιμής και ευγνωμοσύνης ήλθαμε σήμερα εδώ στον ξεχασμένο οικισμό Αράπηδες για να εκπληρώσουμε το χρέος μας.
Συγκεντρωθήκαμε να τιμήσουμε τα τέκνα του οικισμού, Δήμο και Μακρυγιάννη που προσέφεραν προεπαναστατικά ως Κλέφτες και Αρματολοί, όπως και τους πεσόντες τα νεότερα χρόνια. Είναι προς τιμήν του Δ.Σ. του ιστορικού Συνδέσμου Σερβαίων και του από Αράπηδες προέδρου Υποπτεράρχου ε.α. ιατρού κ. Χειμώνα, όπως και του δήμου Ηραίας και του Δημάρχου κ. Χριστοπούλου η ευαισθησία που δείχνουν και σε πολιτιστικά θέματα.
Θα ήταν παράλειψη εάν δεν γινόταν και αναφορά στον Αντιδήμαρχο κ. Αθ. Μπόρα που υιοθετεί αμέσως κάθε πολιτιστική πρόταση, όπως και στο μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Σερβαίων ιατρό κ. Χρ. Μαραγκό για την ευαισθησία που έδειξε όταν διάβασε δημοσίευμα του ομιλούντος στην εφημερίδα «Αρτοζήνος» που αφορούσε στην καταγωγή των τιμωμένων σήμερα Αραπαίων Κλεφτών Δήμου και Μακρυγιάννη.
ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΣ Η ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η δεσπόζουσα μορφή της ελληνικής ιστοριογραφίας και φιλολογίας, δύο φορές Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρωθυπουργός το 1916, ο Σπυρίδων Λάμπρος γράφει:
« Δια να κρίνομεν σωστά το σήμερον πρέπει να γνωρίζομεν το χθες. Βυθίσατε τον Λαόν εις την ιστορίαν του τόπου του, λαός που αγνοεί την ιστορία και το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει». (1)
Έχουμε από καιρού εισέλθει σε περίοδο εφησυχασμού που ιστορικά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των Ελλήνων, όπως και σε περίοδο που ιδανικό της ζωής είναι η απόκτησις υλικών αγαθών, ενίοτε μάλιστα δια παντός τρόπου, Είναι ο άκρατος υλισμός. Θα προσθέταμε και αμάθειας, διότι τι άλλο είναι όταν ερωτώνται μαθητές Λυκείου για το 1821 και το συγχέουν με κάποιο ποδοσφαιρικό τους ίνδαλμα ή με σύγχρονα πολιτικά πρόσωπα!
Ουδέποτε αντελήφθην την προσπάθεια της Πολιτείας να συρρικνώνει το μάθημα της ιστορίας στην εκπαίδευση. Προφανώς λαμβάνει υπ όψιν της εκείνη του Καναδά που εμπεριέχεται σε ένα μικρό βιβλίο. Ενώ για την Πατρίδα μας, τη μητέρα του Δυτικού Πολιτισμού, μόνο το ανθολόγιο του Στοβαίου αποτελείται από 16 τόμους που εμπεριέχουν 474 έργα αρχαίων Ελλήνων ποιητών, συγγραφέων και ρητόρων!
Γι' αυτό ο Σύνδεσμος Σερβαίων, όσο και ο Δήμος Ηραίας, θα πρέπει να αισθάνονται υπερήφανοι για τα ενδιαφέροντά τους.
Ο αείμνηστος φίλος ιστοριοδίφης Θάνος Βαγενάς, στον οποίο ο ομιλών οφείλει τον έρωτά του στην ιστοριοδιφία μου έλεγε πάντα:
«Δεν υπάρχει τόπος χωρίς ιστορία, τόποι χωρίς ερευνητές της ιστορίας υπάρχουν».[2]
Ο δε Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στο μνημειώδες έργο του «Η Ελληνική Επανάστασις», γράφει:
«Κάθε πέτρα του Μοριά έχει την δόξα της».[3]
Πριν ή μιλήσουμε για τους Αραπαίους Κλέφτες, δύο λόγια για τον οικισμό: Για την πρώτη οίκηση του οικισμού δεν έχουμε στοιχεία. Ο λεπτομερής κατάλογος των οικισμών της Πελοποννήσου 13ος-18ος αι., του εμβριθούς Βασίλη Παναγιωτόπουλου, ο οποίος πήρε τα στοιχεία που υπάρχουν στο ίδρυμα «Κύριλλος και Μεθόδιος», της Σόφιας (Βουλγαρία) δεν τον αναφέρει. Στην απογραφή που έκαμε ο GRIMMANI (Επώνυμο Ενετών ευγενών) τo 1700 υπάρχει το «Αραποχώρι» το οποίο ήταν στο TERRITORIO (Επαρχία) της Κορώνης.[4] Ενδεχομένως κάποιος ανυπότακτος ή φονιάς Τούρκου, όπως ο Σερβαίος Ντάρας και στη συνέχεια ο Κόλιας Πλαπούτας να διέπραξε κάποιο φόνο και να κατέφυγε στο απρόσιτο Αράπηδες. Η ιστορική έρευνα δεν σταματά ποτέ.
Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΔΗΜΟΣ
Κινούμενος για πέντε δεκαετίες στην αχλύ (το σκοτείνιασμα), ή το έρεβος των ιστορικών στοιχείων, κατέστη εφικτό ν' ανασυρθούν από τον ιστορικό λήθαργο οι Αραπαίοι Κλέφτες, Καπετάνιος Δήμος[5] και Μακρυγιάννης.[6]
Βεβαίως ο ομιλών πριν ή αποδεχθεί την τιμητική πρόταση να είναι ομιλητής, αλλά και να χαραχθούν τα ονόματα στην μαρμάρινη πλάκα, ώστε να παραδοθούν στην αιωνιότητα, φρόντισε να τεκμηριώσει ιστορικά την αραπαίικη καταγωγή τους.
"Τούτο τον καιρό - γράφει - το (1755) που ήλθε ο Κόλιας Πλαπούτας στην Ηραία ήσαν πολλοί Παλουμπαίοι καπεταναίοι: Ο Μαυροειδής Πιτσούνης, ο Θανασάς από Βλαχόραφτη, ο Δήμος από τους Αράπηδες που είχε το «γιατάκι» του στη Γορτυνιακή Αράχωβα στη θέση «Μαρτιάκο» κι' έβγαινε κι' αγνάντευε στα πέντε αλώνια, ο Λιάκος Παλουμπιώτης, ο Μπίρης κ.α.[7]"
Αλλά και ο ιστορικός Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος (πρόεδρος της Εταιρ. Πελοποννησιακών Σπουδών), που έχει εκδώσει πολλά βιβλία, σ' ένα απ΄ αυτά το 1948 «η Αράχωβα και το εξ αυτής δημώδες άσμα του Κλέφτη Δήμου» είναι σαφής και κατηγορηματικός:
"Ο Κλέφτης Δήμος -γράφει-προήρχετο εκ του χωρίου Αράπηδες του Δήμου Ηραίας της Λιοδώρας".
Μάλιστα στην εκτεταμένη βιβλιογραφία που παραθέτει - καταφεύγει και σε δημοσίευμα (ως προς τα πέντε αλώνια ) στην εφ. «Ακρόπολις» της 2ας Αυγούστου 1913 του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Γ. Πολίτη.[8]
Δεδομένου λοιπόν κατά Τσέλαλη[9] ότι όλοι προέρχονται από την ίδια φάρα (τους Ντρέδες Χριστιανούς των Σουλιμοχωρίων), δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη και αυτό που γράφει ο αγωνιστής του 1821 Γρηγοριάδης στο βιβλίο του «Ιστορικαί Αλήθειαι» για τον Δήμο τον Σουλιμιώτη, «ο οποίος εφημίζετο στο άλμα, την τουφεκοβολήν και την ανδρείαν».[10] Ίσως να πρόκειται για τον ίδιο.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΙΜΩΜΕΝΟΣ, ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Όσο για τον δεύτερο τιμώμενο Αραπαίο Κλέφτη Μακρυγιάννη ο εμβριθής έγκυρος και έγκριτος ιστοριοδίφης αείμνηστος φίλος Θάνος Βαγενάς από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, παρουσιάζει κατάλογο Κλεφτών όπως του Παναγούλια (Βαλτεσινίκο), Μπούπουλα ή Κούνα, Κοντογιάννη, Κόλια Βυτινιώτη, Αλέξη Ντούρτα, Λιάκο Λαστιώτη, Δήμο Κλεισιούνη από Λάστα, Μαυριειδή, Πλαπούτα, Πανουργιά, Θανασά από Ράφτη, Σταματέλο Τουρκολεκιώτη, πατέρα του περιώνυμου Νικηταρά και του Μακρυγιάννη από το χωριό Αράπηδες της Λιοδώρας,[11] για ν' αρκεστούμε στην ενδεικτική αυτή καταγραφή.
Για περίφημο Κλέφτη Μακρυγιάννη, σύντροφο του Ζαχαριά αναφέρεται και ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος, σ' ένα ευρύ κατάλογο χωρίς να παρουσιάζει, όπως και σε όλους τον τόπο καταγωγής τους.[12] Εμείς λαμβάνουμε υπ' όψη μας μόνο τους Βαγενά, Τσέλαλη και Γριτσόπουλο που αναφέρονται ονομαστικά στην «Αραπαϊκη» καταγωγή των ηρώων μας.
Εδώ ταιριάζει ν' αναφερθεί πως και το επώνυμο Μπουρνάς, που είναι τόσο διαδεδομένο στην περιοχή, προέρχεται από τον περίφημο λεβέντη Κλέφτη Σπήλιο Μπουρνά από την Κορφοξυλιά, δίπλα απ' τα Μαγούλιανα, "που τα παιδιά του έφυγαν και πήγαν στη Λιοδώρα να πολεμήσουν στην επανάσταση". Για το Σπήλιο (Μπουρνά ) της Κορφοξυλιάς και τον Δήμο Κλεισιούνη από την Λάστα υπάρχουν μάλιστα και δύο ωραία τραγούδια.[13]
Το τοπωνύμιο «πέντε αλώνια» που υπάρχει και σε άλλους ελληνικούς χώρους, ακόμη και τον Κολοκοτρώνη έβαλαν να το τραγουδά:
Ο Θοδωράκης κάθεται, στις Ζάκυνθος το κάστρο
Βλέπει τις Κόρθος τα βουνά , βλέπει τα πέντε αλώνια
Βλέπει και τα' Αρκουδόρεμα το δόλιο Λιμποβίτσι
Βλέπει της Πιάνας τα βουνά, τα κλέφτικα λημέρια
Και του ‘ρθε το παράπονο και κάθεται και κλαίει.(14)
Αλλά όπως τεκμηριώνει ο Γριτσόπουλος τα πέντε αλώνια του Αραπαίου Δήμου είναι τα της Αράχωβας.
Πηγή σπάνια για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και τη ζωή των Κλεφτών είναι το βιβλίο του Γάλλου Κλαύδιου-Κάρολου Φωριέλ που εξεδόθη, διαρκούσης της Επαναστάσεως, στο Παρίσι το 1824.[15] Ο Φωριέλ υπήρξε γραμματέας του επαναστάτη Φουσέ που συνέβαλε στην καρατόμηση του Λουδοβίκου του ΙΕ και καθηγητής στη Σορβόνη. Επανεξεδόθη το 1955 στην ελληνική, με εκτεταμένη εισαγωγή 86 σελίδων, του Αρκάδος Ακαδημαϊκού Νίκου Α. Βέη (BEES).[16] Από τον Φωριέλ μέσω του σοφού Ανδρέα Μουστοξύδη[17] έφθασαν στα χέρια του «Όμηρου της Γερμανίας» του Γκαίτε ο οποίος διαβάζοντας τα είπε ότι τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είναι τα ωραιότερα απ' όσα γνωρίζει. (18)
ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ
Αλλά τι ήταν οι Κλέφτες, δύο από τους οποίους τιμάμε σήμερα. Ας παρακολουθήσουμε την πορεία τους από την αρχή. Η σκλαβιά έπεσε βαριά στην «Κατωτική Ελλάδα» και στον αρκαδικό πληθυσμό, ύστερα από τις αλλεπάλληλες οθωμανικές επιδρομές και την τελική κατάκτηση του τόπου.[20]
Η αποφράδα Τρίτη της εβδομάδας, που έγινε η κατάληψη της Πόλης (29-5-1453), έμεινε στη λαϊκή παράδοση σαν η χειρότερη ημέρα του Ελληνισμού. Και το γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης έγινε τραγούδι-μοιρολόγι, που λεγόταν από τους Έλληνες στα μαύρα χρόνια εκείνης της σκλαβιάς από τους Αγαρηνούς.
Στα 1854 ο ιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πύρλας[21], γνωστός στους ερευνητές και από το διάτρητο από βόλι κρανίο που κατείχε, του γιου του Θ. Κολοκοτρώνη Πάνου, στην εφημερίδα «Βελτίωσις»[22] που εξέδιδε στην Τρίπολη δημοσίευσε το ακόλουθο τραγούδι-Μοιρολόγι της Σκλαβιάς.
Βουνά μου μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνιαστείτε
Και σεις χελιδονάκια μου, στα μαύρα να ντυθείτε.
Για δώστε λόγο στις Φραγκιές να πεταχτούν οι Φράγκοι,
Για να σκοτώσουν την Τουρκιά, κι΄ αυτούς τους γιανιτσάρους.
Πήραν την Πόλη επήρανε, την κοσμοξακουσμένη,
Πήραν και την Αγιά - Σοφιά , το Μέγα Μοναστήρι,
Πού ‘χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
Πάσα καμπάνα και παπάς και διάκος κι' αναγνώστης.
Πήραν τον Πρωτοσσύγγελο με τον Δεσπότη αντάμα.[23]
Μέσα από το Αρκαδικό αυτό τραγούδι, που λίγοι γνωρίζουν, βλέπει κανένας πόσο τεχνικά αλλά και λυπητερά είναι βαλμένος ο πόνος της απώλειας «του Βασιλείου των Γραικών» κι΄ η κάποια ελπίδα στους Φράγκους να βοηθήσουν στην Απελευθέρωση του Γένους των Ελλήνων. Έτσι λοιπόν βγήκε στα βουνά η ανυπότακτη αυτή φυλή οι Έλληνες.[24]
ΠΑΝΤΟΤΙΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Την ένοπλη αντίσταση του Ελληνικού λαού κατά του κατακτητού την περιγράφει με λίγα λόγια στα πολύτιμα απομνημονεύματά του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ως γνωστόν ο Θ. Κολοκοτρώνης αναφέρεται περιληπτικά, εκτός από τα του Αγώνος και στα τριακόσια προηγούμενα χρόνια από τότε που τα υπαγόρευσε στο σοφό δάσκαλο του Γένους μας, δικαστή του, αλλά και βιογράφο του Γεώργιο Τερτσέτη.[25]
Σήμερα η επιθυμία των γονέων ενός παιδιού είναι να ιδούν το παιδί τους επιστήμονα να προοδεύει. Τότε είχαν άλλα ιδανικά και όνειρα. Τον ορισμό δίνει ο Γέρος.
«Το Κλέφτης ήτον καύχημα. Έλεγε είμαι Κλέφτης και η ευχή των πατέρων ενός παιδιού ήτον να γίνει Κλέφτης».
Το "Κλέφτης" εβγήκε από την εξουσία» , δηλαδή τους Τούρκους .
Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας, Εμμανουήλ Ξάνθος (τους οποίους ιδρυτές της Φ.Ε., άσημους μικρεμπόρους, ο μεγάλος Καποδίστριας δεν τους απεδέχετο καθόλου διότι δεν «εστοχάζοντο πολιτικά» και τους αποκαλούσε ειρωνικά «εμποροϋπαλλήλους»!)[26] Γράφει στ' απομνημονεύματά του, ότι οι ένοπλοι «ονομάστηκαν καταχρηστικώς Κλέπται».[27]
Τα ίδια διετύπωσε, O Κολοκοτρώνης και σε μια συνομιλία που είχε με τον Άγγλο ναύαρχο του στόλου της Μεσογείου, τον Άμιλτον (Hamilton), που βρέθηκαν το 1823 στο Ναύπλιο όταν εκείνος τον παρότρυνε να συνθηκολογήσουν με τους Τούρκους
«Εσείς οι Έλληνες -του είπε ο Άμιλτον- πρέπει να ζητήσετε συμβιβασμό με τους Τούρκους και η Αγγλία θα μεσιτεύσει!».
-Εγώ, του αποκρίθηκα. διηγείται ο Γέρος.
-«Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάναμεν με τους Τούρκους! ΄Αλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά! Ο βασιλεύς μας, (ο Παλαιολόγος), εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα!!!».
-Ποία είναι η βασιλική φρουρά, και ποία τα φρούρια ρώτησε ο Άγγλος ναύαρχος.
-«Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά.
Έτσι δεν με ομίλησε πλέον!».[28]
Αλλά ας πάρουμε από την αρχή το θέμα της αντίστασης των Ελλήνων εναντίον της κατάκτησης και της Σκλαβιάς. Από τα Βυζαντινά χρόνια, ήδη υπήρχε ο θεσμός της φρουρήσεως των Κλεισωρειών (ντερβενίων) και είχαν αναγνωριστεί «οι καπετάνιοι» φρουροί στην περιοχή των Βαλκανίων.[29]
Και στους τελευταίους αγώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προς τους ξένους επιδρομείς (Φράγκους, Βενετσάνους, Γενοβέζους, Οθωμανούς), οι «κεφαλάδες» είναι οι εκπρόσωποι της εντόπιας στρατιωτικής τάξεως που αντιστέκεται στον κατακτητή.
Ύστερα από την τελειωτική οθωμανική κατάκτηση οι ανυπότακτοι κάτοικοι κάθε τόπου βρήκαν καταφύγιο στις ορεινές περιοχές, σπάζοντας τις κοινωνικές αλυσίδες, όπως λέει το δημοτικό τραγούδι:
Εγώ ραγιάς δεν γίνομαι, χαράτσι δεν πληρώνω
σαν τα' αγριμάκια του βουνού, γυρίζω, δε μερώνω.[30]
Όπως κι΄ ένα άλλο:
Στις χώρες σκλάβοι κάθονται, τους Τούρκους εργατεύουν
Και στα βουνά κλεφτόπουλα με το σπαθί στο χέρι
Πασά τους έχουν το σπαθί, βεζύρη το ντουφέκι
Κάλλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με Τούρκους!!![31]
Σε κάθε ευκαιρία ξεσηκώματος, σήκωναν το «μπαϊράκι» τους τη σημαία κι' έπαιρναν μέρος στους αγώνες για την ελευθερία. Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι Πρόμαχοι των Σκλάβων, των ραγιάδων των Βαλκανίων, οι οποίοι σε κάθε τόπο είχαν ξεχωριστό όνομα, που πολλές φορές άλλαζε σαν λέξη, αλλά ποτέ σαν σημασία μέσα στα χρόνια της Σκλαβιάς. Στην κυρίως Ελλάδα εκείνο το όνομα που επεκράτησε περισσότερο είναι το «Κλέφτης».
Με την ατιμωτική λέξη «Κλέφτης», προσπάθησε η εξουσία, δηλ οι κατακτητές να συκοφαντήσει τον ηρωϊκό αγώνα της Αντίστασης. Αλλά η λέξη έγινε Σύμβολο και θρύλος στους υπόδουλους λαούς και τα βουνά της Ελλάδας γέμισαν από τα καλλίτερα βλαστάρια της που σήμερα τιμάμε και τα έχουμε τιμή μας και καμάρι μας. Ένα από τα καλλίτερα δημοτικά τραγούδια μας λέει:
Μάνα με καταράστηκες, βαριά κατάρα μου ‘πες
Κλέφτης να βγεις παιδάκι μου, κάμπους βουνά να τρέχεις ,
Ολημερίς να πολεμάς και να ‘χεις όλη νύχτα
Μια πέτρα για προσκέφαλο και το σπαθί για στρώμα
Και το βαρύ ντουφέκι σου, σαν κόρη αγκαλιασμένο.
Να ήσουνα πετροπέρδικα , να πέταγες τα' αψήλου
Να αγνάντευες πως πολεμούν οι Κλέφτες με τους Τούρκους
Να αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά να τρέχει απ' όλους.[32]
Τους Κλέφτες της κυρίως Ελλάδος, οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων τους είπαν «Χαϊντούκ» και οι κάτοικοι της Κρήτης «Χαίνηδες». Είχαν όμως και άλλα ονόματα, όπως Ζυγιώτες και Καμπίτες, Λεβέντες, Τζεβελέκοι, Ζορμπάδες, Ντρέδες στη Μεσσηνία και Μεϊντάνηδες.[33]
Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε πως από τους «Ντρέδες», το «Ψάρι των Σουλιμοχωρίων» κατάγονταν ο Γιαννάκης Ντάρας γενάρχης των Νταραίων του Σέρβου που ήλθε εδώ 20/χρονος κυνηγημένος από τους Τούρκους το 1735, ο οποίος και περιέθαλψε είκοσι χρόνια αργότερα τον γενάρχη των Πλαπουταίων Κόλια, ο οποίος ήλθε και αυτός κυνηγημένος για την ίδια αιτία.[34]
Οι κατακτητές (Φράγκοι, Βενετσάνοι, Οθωμανοί), μη μπορώντας πολλές φορές ν' αντιμετωπίσουν τους «Κλέφτες» και να τους συντρίψουν, αναγκάστηκαν να έλθουν σε συμφωνία μαζί τους και να τους αναγνωρίσουν σαν στρατιωτικούς καπεταναίους του τόπου.
Έτσι οργανώθηκε ο θεσμός των «Αρματολών», (δηλ. των ανθρώπων των αρμάτων), που κυριάρχησαν σε μερικούς ελληνικούς τόπους με κληρονομικά μάλιστα «Αρματολίκια». Ο Αρματολισμός μπόρεσε κυρίως να στεργιώσει στη Ρούμελη, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, όπου έφθασαν να οργανωθούν 17 ονομαστά Αρματολίκια![35] Έφθασαν μέχρι του Ισθμού της Κορίνθου, γράφει ο Φωριέλ.[36] Και ο Κόκκινος ο Ακαδημαϊκός τονίζει ότι η Πύλη δεν είχε αναγνωρίσει στο Μοριά αρματολίκια.[37]
Στο Μοριά όμως εκείνο που κυριάρχησε ήταν μόνο η Κλεφτουργιά. Συνειρμικά έρχεται κατά νουν αυτό που οδήγησε τον Σουλτάνο (ύστερα από την πανωλεθρία της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια), να πει στον υποτελή του βασιλιά της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλη, ο οποίος έστειλε το θετό του γιο Ιμπραήμ για να υποτάξει το Μοριά
Θέλω τη στάχτη του Μοριά.[38]
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ
Εδώ όμως πρέπει να δοθεί και ο ορισμός των ενόπλων Ελλήνων, όταν ήσαν υπόδουλοι, διότι κάποιοι ιστοριογραφούντες μη επαρκώς κατατοπισμένοι παρασύρονται, κάνουν αυθαίρετες ιεραρχικές τοποθετήσεις και επαινούν με τη γραφίδα τους, τίτλους και κατ' επέκταση ανθρώπους που δεν το αξίζουν. Ας δώσουμε τον ορισμό:
Τρία ήσαν τα ένοπλα τμήματα κατά τη διάρκεια της μακραίωνης σκλαβιάς:
Οι Κλέφτες, οι Αρματολοί και οι Κάποι.
Ας τους δούμε ξεχωριστά.[39]
Α) Ο «Κλέφτης» που την προσωνυμία την έδωσε ο κατακτητής, ήταν ο αδούλωτος Έλληνας που ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατακτητή, και που η ύπαρξή του μπορεί να συνταυτιστεί με τους Εθνικούς Αγώνες των Σκλάβων. Ήταν αυτός που μαζί με τον Κλήρο κράτησαν άσβεστη για αιώνες τη φλόγα της Εθνικής συνείδησης. Απέτρεψαν αυτό που είπε αργότερα ο Λένιν και το επανέλαβε ο Κίσσινγκερ (Kissinger).
"Αν θέλεις να εξαφανίσεις ένα λαό , εξαφάνισε τη γλώσσα του.[40]"
«Κάνετε καλά να μου πληρώσετε τους λουφέδες (μισθούς) των παλικαριών μου, δια να μην έχετε κάθε καιρόν ταραχήν, 24 πουγγιά τον χρόνον να ησυχάσω. Και όχι να ρίχνετε το τασίλι (φόρο) εις τους φουκαράδες»
Β) Ο Αρματολός είναι εκείνος ο ένοπλος Έλληνας που εμίσθωνε την πολεμική του τέχνη στους Βενετσάνους ή τους Οθωμανούς, αλλά και συχνότατα γινόταν Κλέφτης ο ίδιος. Για τη συμπεριφορά των Αρματολών, που ήκμασαν στη Ρούμελη και Βόρειο Ελλάδα, σε όλους μας είναι γνωστά τα «καπάκια» δηλ η συναλλαγή με τον εχθρό που δεν ακούστηκαν ποτέ στο Μοριά.
Η δυσδιάκριτη διαφορά -γράφει ο Άγγλος καθηγητής και υπουργός, Κ.Μ. Γουντχάους (C. M. Woodhouse)-, για να επικαλεστούμε ξένο και αμερόληπτο ιστορικό, συνίστατο στο ότι οι Αρματολοί είχαν την άδεια της τουρκικής εξουσίας να καταδιώκουν τους Κλέφτες.[41] Αλλά και ο έγκυρος και έγκριτος Φωτάκος, υπασπιστής του Κολοκοτρώνη γράφει:
«Όστις (αρματολός) εσκότωνεν Κλέπτην, δεν ετιμωρείτο ούτε κατεδιώκετο, μάλιστα επαινείτο και επληρώνετο από την εξουσίαν (τους Τούρκους), διότι τον έκαμαν ασύδοτον, τον είχαν μαζί των και είχε την άδειαν να φέρει όπλα ελευθέρως.[42]
Γ) Και η τρίτη κατηγορία των ενόπλων: οι Κάποι. Ο Κάπος είναι ο ένοπλος Έλληνας του Μοριά, ο μισθοδοτούμενος από τους Προεστούς ( Κοτσαμπάσηδες ) της επαρχίας του, που υπάκουε μόνο σ' αυτούς, για τη φύλαξη της Επαρχίας από τους κλέφτες και από τους κακοποιούς. Αλλά συχνά και ο ίδιος γινόταν Κλέφτης.
Η προσφορά των δύο τελευταίων κατηγοριών (Αρματολών και Κάπων) στην Εθνική υπόθεση εξαρτάται από την ατομική των διαγωγή απέναντι στα διάφορα Απελευθερωτικά κινήματα. Οι συχνές όμως αναφορές των Αρματολών, των Κλεφτών και των Κάπων, ως Κλέφτες, έφεραν σύγχυση, αλλά και ανάμιξη των Κλεφτών και Αρματολών σ' ένα όνομα: των «Κλεφταρματολών».
Και πάλι το αλάθητο δημοτικό τραγούδι:
Της νύχτας οι Αρματολοί και της αυγής οι Κλέφτες
Ολονυχτίς κουρσέυανε και την αυγή κοιμούνται,
ή
Τριάντα χρόνια Αρματολός, είκοσι χρόνια Κλέφτης.[43]
αιώνα, να υπάρχουν στα βουνά 3000 Κλέφτες. Ήταν η λανθάνουσα επανάσταση.
Κάθε κορφή και φλάμπουρο,
Κάθε κορφή και Κλέφτης.[44]
Αυτή ήταν και η αιτία που άρχισε ο φοβερός διωγμός τους. Ήταν τότε που οι Τούρκοι την 1-2-1806 έκαψαν με προδοσία τον αδελφό του Θ. Κολοκοτρώνη Γιάννη μαζί με τους συντρόφους του στο ληνό της Μονής Αιμυαλών παρά την Στεμνίτσα και ο αδελφός του Θεόδωρος αγνάντευε από την Κλινίτσα. Κι' ήταν επίσης τότε που ο Γιωργάκης Πλαπούτας τον έκρυψε σε μία σπηλιά. (45) (Λέγεται, χωρίς να είναι τεκμηριωμένο) πως είναι η Σπηλιά της Δρυμίνας
Η συμπεριφορά αυτή του Πλαπούτα, που όπως γράφει ο Κολοκοτρώνης «βρήκα τον Πλαπούτα στη στάνη»[46] και γενικότερα του χωριού Παλούμπα είναι η μεγαλύτερη προσφορά προς το Έθνος. Και μόνο γι' αυτό θα έπρεπε να υπάρχει και να διδάσκεται στα σχολικά βιβλία.
Άλλοι λαοί κατασκευάζουν ήρωες. Εμείς έχουμε και τους αγνοούμε. Τα πανίσχυρα Μ.Μ.Ε. προβάλλουν στην εύπλαστη νέα γενιά ξένα πρότυπα και αχυρένιους ήρωες: Σπάιντερμαν, Σούπερμαν κα. Οι δικοί μας πραγματικοί ήρωες έχουν πέσει στον ιστορικό λήθαργο. Η Πολιτεία τους αγνοεί. Τους θυμούνται μόνο κάποιες εφημερίδες της περιφέρειας, όπως και κάποια Σωματεία. Χωρίς να φύγουμε από το θέμα μας, θα σας αναφέρω ότι ο σοφός Δάσκαλος του Γένους μας, δικαστής αλλά και βιογράφος του Κολοκοτρώνη Γ.Τερτσέτης τον τοποθετεί στους τρεις μεγαλύτερους του αιώνα του μαζί με τον Γ. Ουάσινγκτων και τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Οι Αμερικανοί τίμησαν τον Εθνικό τους ήρωα, με την Πρωτεύουσά τους, με ομώνυμο Πανεπιστήμιο, με τα δολάριά τους. Οι Γάλλοι τίμησαν και εξακολουθούν να τιμούν τον Ναπολέοντα, ο οποίος δεν έκαμε την Επανάσταση, αλλά έγινε απ' αυτή και ο οποίος, όπως επαίρονταν οι Βοναπάρτε στον γιο του Κολοκοτρώνη Κολίνο, όταν σπούδαζε στα «Παρίσια», κατάγονταν από τους Έλληνες της Κορσικής![47] Στην Πατρίδα μας προέκυψαν τρεις περιπτώσεις να τιμηθεί ο Εθνικός μας ήρωας, οι δύο χάθηκαν: το αεροδρόμιο των Σπάτων και τα νέα νομίσματα. Παραμένει η Τρίτη: Η ταπεινή γραφίδα του ομιλούντος, αγωνίζεται και θα εξακολουθήσει ώστε το ιδρυθέν Πανεπιστήμιο της Τριπολιτσάς να ονομαστεί ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ.
Ποταμοί αιμάτων έρευσαν κατά την μακραίωνη δουλεία. Ο Λαός όμως πάντα ύμνησε τα σημαντικότερα γεγονότα. Εξ αυτού και μόνο συμπεραίνεται ότι ο Αραπαίος Κλέφτης Καπετάνιος Δήμος ήταν σημαντικός. Στον ξεχασμένο οικισμό Αράπηδες, εκτός από τους δύο τιμημένους προεπαναστατικούς κλέφτες που παρήγαγε, τον Δήμο και τον Μακρυγιάννη, επί πλέον του οφείλουμε και για την προσφορά του στην Ελληνική Γραμματεία, με το τραγούδι του Δήμου που άντεξε και αντέχει στους αιώνες. Το όνομα Δήμος γράφει ο Φωριέλ, είναι σύντμησις του Δημήτριος και υπήρχαν αρκετοί καπεταναίοι φέροντες αυτό τ' όνομα.[48]
Μέσα από τους στίχους αυτούς βγαίνει η οικογενειακή συμφορά που έπαθε ο ήρωάς μας. Σε μια επιδρομή τους, στους Αράπηδες οι Βάρβαροι κατακτητές Τούρκοι αιχμαλώτισαν την οικογένειά του και την οδήγησαν στη σφαγή ή στα σκλαβοπάζαρα, έκαψαν το σπίτι του, πήραν και τη στάνη του. Ο λαός το έκαμε τραγούδι.
Μαράθηκαν τα δέντρα κι' όλα τα κλαριά
μαράθηκε κι΄ ο Δήμος από τα κλάηματα
Βγαίνει στα πεντ' αλώνια κι' αγνάντιο στο χωριό
Βλέπει φωτιές και καίνε , καίνε σι σπίτι του,
Κι ένα κακό μεγάλο μέσα στη στάνη του.
Κι η μάνα του τού λέει και τον παρηγορεί:
-Σώπα καημένε Δήμο και μην πικραίνεσαι
κι εγώ σου φτιάχνω σπίτια σου παίρνω πρόβατα...
-δε θέλω' γω τα σπίτια ούτε τα πρόβατα
μα θέλω τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου.[49]
Οι Κλέφτες ζούσαν τη σκληρότερη ζωή, ζούσαν σαν τ' αγρίμια. Ούτε λαμπροφορεμένοι ήσαν, ούτε καβάλα πήγαιναν στην εκκλησιά, για να πάρουν αντίδωρο από του παπά το χέρι, ούτε έλαμπαν όπως λάμπει ο ήλιος στα βουνά και στα λαγκάδια, (μην ξεχνάμε ότι όταν άρχισε η πολιορκία της Τριπολιτσάς, την 1-4-1821, ο Κολοκοτρώνης έβαλε τάμα με τους καπεταναίους του να μην αλλάξουν πουκάμισο αν δεν έπαιρναν πρώτα την πόλη). Πεντέμιση καλοκαιρινούς μήνες πολεμούσαν φορώντας κάποιο βρώμικο και ψειριασμένο κουρέλι.
Ο λαός όμως σ' αυτούς στηριζόταν και τους υμνούσε. Και η ευχή των ίδιων όταν έπιναν ήταν πάντα το «καλό βόλι»,[50] διότι ήξεραν ότι αν έπεφταν ζωντανοί στα χέρια των Τούρκων, τους περίμενε ο πιο μαρτυρικός θάνατος του ανασκολωπίσματος (παλουκώματος).[51]
Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ
Η προσφορά των Κλεφτών ήταν πολλαπλή
α) Κράτησαν άσβεστη τη φλόγα της Εθνικής συνείδησης.
β) Όταν εξερράγει η Επανάστασις ένα τμήμα του ορεινού πληθυσμού βρέθηκε ετοιμοπόλεμο, διότι εκεί ήκμασε η Κλεφτουργιά. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Κολοκοτρώνης όταν έπινε το ποτήρι του ποτέ δεν έλεγε το γνωστό «εις υγείαν», αλλά
«ο Θεός να μας φυλάει από τους συντρόφους μας τους καμπίσιους»,
διότι έβαζαν στην κάνη του όπλου πρώτα το βόλι και μετά το μπαρούτι και αλλού σκόπευαν και αλλού χτυπούσαν, ενώ οι Κλέφτες περνούσαν το βόλι από το δακτυλίδι.[52]
γ) Και η τρίτη προσφορά των κλεφτών, ο περιορισμός των αυθαιρεσιών του Τούρκου δυνάστη. Ένα μόνο παράδειγμα, αλλά ανατριχιαστικό: Στην Μονεμβασιά ο φοβερός Τούρκος Αλήμπεης θέλησε να «τρυγίσει» μια νεαρά παρθένο Ελληνοπούλα «της οποίας το κάλλος καταφλόγησεν την καρδία του», όπως γράφει ο σύγχρονος ιστορικός Αμβρόσιος Φραντζής.[53] Η Ελληνοπούλα απέκρουσε τις προτάσεις του. Τότε ο θηριωδέστατος Αλήμπεης διέταξε τρεις από τους υπηρέτες του και έθεσαν τους μαστούς της νέας μεταξύ της κασέλας και του σκεπάσματος και αναβάντες πατούσαν με δύναμη έως ότου εκόπησαν οι μαστοί και η νέα πέθανε από μαρτυρικό θάνατο.
-Αυτά παθαίνουν όσοι Οθωμανοί παραβιάζουν την τιμή και τη θρησκεία των Χριστιανών.[54]
ΤΑ ΑΚΡΙΒΑ ΠΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΒΟΥ
Η αποδοχή εκ μέρους του Δήμου Ηραίας και του Συνδέσμου Σερβαίων, της προτάσεως, είχε ως αποτέλεσμα να προστεθεί στο δακτυλίδι του Σέρβου ένα ακόμη ακριβό πετράδι, κοντά στη «Σπηλιά της Μακρυλάκας», (λίκνο του Γεωργίου Κωνσταντόπουλου και στη συνέχεια Παπαγιώργη, που γεννήθηκε εκεί όταν ο Ιμπραήμ κατέστρεφε τη Γορτυνία και οι πληθυσμοί είχαν καταφύγει στις σπηλιές, προπάππου του ομιλούντος και όπου τοποθετήθηκε μαρμάρινη πλάκα), στου «Παπά το λιθάρι» και στο «Σωρό της Γριάς». Το ηρώο των Αραπαίων Κλεφτών και Πεσόντων. Είναι τ' ατίμητα διαμάντια που θα διδάσκουν και θα παραδειγματίζουν τις επερχόμενες γενεές. Η αγαλλίαση και η εσωτερική πληρότητα που αισθάνεται εξ αυτών ο ομιλών, για την όποια συμβολή του, θα τον ακολουθούν και στις δύο του ζωές!
Τελειώνοντας, δύο τέτοιοι -σαν τον Ζαχαριά- λαϊκοί εκδικητές, προς τον άφιλο βάρβαρο Ασιάτη κατακτητή, τον κακό γείτονα τον Τούρκο υπήρξαν και οι Κλέφτες Δήμος και Μακρυγιάννης που τιμήσαμε σήμερα, όπως και ο Μπουρνάς, που οι ψυχές τους αγάλλονται και φτερουγίζουν ανάμεσά μας.
Πιστεύοντας ότι εκφράζω και τα δικά σας συναισθήματα, θα ήθελα να είπω:
Αραπαίοι Κλέφτες Δήμο και Μακρυγιάννη, σας ευχαριστούμε που υπήρξατε η αιτία σήμερα ν΄ αναβαπτιστούμε σε ευγενή Εθνικά ιδεώδη.
Σας ευχαριστώ
Βιβλιογραφία:
[2] Θάνος Κ. Βαγενάς, ιστοριοδίφης, ιδρυτής του Κέντρου Αρκαδικών Μελετών. Εξέδιδε την εφ. «Αρκαδικά» και στη συνέχεια διμηνιαίες, τριμηνιαίες και ετήσιες εκδόσεις. Επίσης και πλήθος ιστορικών βιβλίων και άρθρων.
[4] Βασίλη Παναγιωτόπουλου «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας», Αθήνα 1985 σελ. 263 και 301.
[5] Αγησίλαου Τσέλαλη, διευθυντού Βιβλιοθήκης Ανδριτσαίνης, «Πλαπούτας», Βιογραφία Ανέκδοτο Αρχείο Απομνημονεύματα. Αθήνα 1962, σελ. 39.
[6] «Αρκαδικά», Ιδρυτής Θάνος Κ. Βαγενάς, Διμηνιαίο περιοδικό-λόγου τέχνης - ζωής του "Κέντρου Αρκαδικών Μελετών", Χρόνος Α-τεύχος 3ο -1973 σελ. 12.
[7] Αγησίλαου Τσέλαλη, διευθυντού Βιβλιοθήκης Ανδριτσαίνης, «Πλαπούτας», Βιογραφία Ανέκδοτο Αρχείο Απομνημονεύματα. Αθήνα 1962, σελ. 39 και 40.
[8] Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, Προέδρου της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, «Αράχοβα η Γορτυνιακή και το εξ αυτής δημώδες άσμα του Κλέφτη Δήμου. Εν Αθήναις 1948», σελ. 4.
[9] Αγησίλαου Τσέλαλη, διευθυντού Βιβλιοθήκης Ανδριτσαίνης, «Πλαπούτας», Βιογραφία Ανέκδοτο Αρχείο Απομνημονεύματα. Αθήνα 1962, σελ. 38,39 και 40.
[10] Αθανασίου Γρηγοριάδη, Αγωνιστού της Επαναστάσεως του 21, « Ιστορικαί Αλήθειαι», Εν Αθήναις 1934 σελ.11και13.
[11] Αρκαδικά, διμηνιαία έκδοση, όπως πάρα πάνω, χρόνος Α-τεύχος 3, 1973 σελ.11 και 12.
[12] Ακαδημαϊκού Διον. Α. Κόκκινου, όπως πάρα πάνω τόμος Α,.σελ. 35.
[13] Αρκαδικά, διμηνιαία έκδοση ,όπως πάρα πάνω χρόνος Δ, τεύχος 4, 1976 σελ.11 και 12.
[14] Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, όπως πάρα πάνω σελ.6 και 7.
[15] Κλαύδιου - Κάρολου Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Παρίσι 1924.
[16] Κλαύδιου - Κάρολου Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955, με εκτεταμένο πρόλογο του Αρκάδος Ακαδημαϊκού Νικ. Α. Βέη (BEES)
[17] Φωριέλ, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955, σελ. ιβ.
[18] Εφημερίδα «η Καθημερινή», 17-4-1997.
[19] Φωριέλ, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955, σελ.. ιβ και ιγ.
[20] «Αρκαδικά», τριμηνιαίο περιοδικό .όπως πάρα πάνω, χρόνος Ζ, τεύχος 4, 1979 σελ.19 και 20
[21] Φωτάκου, υπασπιστού του Κολοκοτρώνη. Απομνημονεύματα, 1955, τόμος Γ-Δ., σελ. 416
[22] «Αρκαδικά», όπως πάρα πάνω σελ. 19.
[23] "Αρκαδικά" τριμηνιαίο περιοδικό, 1979, τεύχος Ζ, σελ.19.
[24] "Αρκαδικά", 1979, Τεύχος Ζ, σελ.19
[25] Τερτσέτη. Άπαντα, απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη, τόμος Γ.σελ.71και 93
[26] Ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά "Άπαντα" «Φιλικοί, Εμμανουήλ Ξάνθος» σελ. 44.
[27] Εμμανουήλ Ξάνθου «Απομνημονεύματα, για τη Φιλική Εταιρεία»,1996 σελ. 13.
[28] Τερτσέτη, Άπαντα, απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη, τόμος Γ σελ. 179.
[29] Αρκαδικά, τριμηνιαίο περιοδικό χρόνος Ζ, τεύχος 4, 1979 σελ. 21
[30] Αρκαδικά, 1979, τεύχος 4, σελ. 21.
[31] Ακαδημαϊκού Διον. Κόκκινου, τόμος Α, σελ.32
[32] Αρκαδικά, τριμηνιαία έκδοσις, Χρόνος Ζ τεύχος 4, 1979 σελ. 22.
[33] Αρκαδικά, Ζ τεύχος 4, 1979 σελ. 22.
[34] «Μάραθα», Επετηρίδα 2002, Νίκου Γ. Παπαγεωργίου, έκδοσις Συλλόγου Απανταχού Μαραθαίων. Δ/ντης Σοφ. Γ. Δημητρακόπουλος, σελ.83 έως 86.
[35] Χρονικά των Αρκάδων, τόμος Ε 1979, έκδοσις Π.Ο.Ε, επιμελητής Θάνος Βαγενάς σελ. 13.
[36] Φωριέλ Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955 σελ..28.
[37] Ακαδημαϊκού Δ.Α. Κόκκινου τόμος Α σελ.161
[38] Εφ. «Καθημερινή» 17.4.97, Κ. Ενεπεκίδη.
[39] Αρκαδικά τριμηνιαίο περιοδικό χρόνος Ζ τεύχος 4 σελ. 23.
[40] «Καθημερινή» 28-8-1997, Κ. Ενεπεκίδη .
[41] G.M.WOODHOYSE (Κ.Μ.ΓΟΥΝΤΧΑΟΥΣ). «Ο πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας», σελ. 36.
[42]Φωτάκος τόμος Α-Β σελ. 42.
[43] Αρκαδικά, τριμηνιαίο περιοδικό, Χρόνος Ζ τεύχος 4, σελ. 23.
[44] Αρκαδικά, διμηνιαίο περιοδικό, χρόνος Α, 1973 τεύχος 2, σελ.11
[45] Τερτσέτη άπαντα, τόμος Γ, σελ. 82.
[46] Τερτσέτη άπαντα, τόμος Γ, σελ.83.
[47] Τερτσέτη άπαντα, τόμος Γ, σελ. 445.
[48] Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955, σελ. 98.
[49] "Αρκαδικά", διμηνιαίο περιοδικό Χρόνος Α, τεύχος 2, σελ. 8.
[50] Ακαδημαϊκού Δ.Α. Κόκκινου, τόμος Α σελ. 32.
[51] Φωριέλ.. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955 σελ. 36.
[52] Φωριέλ. Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Επανέκδοσις το 1955 σελ. 35.
[53] Αμβροσίου Φραντζή, Ιστορία τόμος Α, σελ.36 και 37.
[54] Π.Χ. Δούκας. «Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων», Ν. Υόρκη 1922» Ο Ήρως Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης» Κεφ. ΙΒ