Η βρύση στους Αράπηδες βρίσκεται στην είσοδο του οικισμού, όταν έρχεται κανείς από το Σέρβου, δεξιά του δρόμου, στη ρίζα του βράχου. Στη βρύση αυτή με το δροσερό νερό, ξεδιψούσαν μέχρι πρόσφατα οι άνθρωποι και τα ζώα του χωριού αλλά και οι στρατολάτες που έβρισκαν δροσιά στον ίσκιο της τεράστιας καρυδιάς και του πανύψηλου λεύκου που υπήρχαν τότε εκεί κοντά, μαζί με άλλα δένδρα και έκαναν το τοπίο μια όαση δροσιάς και πρασίνου.
|
Η βρύση όπως ήταν πρώτα |
Η βρύση μέχρι το 1953 ήταν χαμηλότερα, στην κάτω μεριά του δρόμου, (τότε δεν περνούσαν αυτοκίνητα στο σημείο αυτό, γιατί δεν είχε γίνει ακόμη η διάνοιξη του δρόμου Σέρβου-Αράπηδες) δέκα με δεκαπέντε μέτρα μακριά από το βράχο. Το νερό, από τη ρίζα του βράχου μέχρι τη βρύση διοχετευόταν με ένα κουργιαλό (σκεπασμένο αυλάκι), πάνω από τον οποίο βρισκόταν ο δρόμος, που περνούσε μεταξύ της βρύσης και του βράχου.
Η βρύση ήταν κτισμένη με ωραίες πελεκητές πέτρες, είχε μια μεγάλη πέτρινη καρύτα και πέτρινη πελεκητή καμάρα, όχι όμως ιδιαίτερα βαθιά (αν θυμάμαι καλά η καμάρα είχε λιγότερο από ένα μέτρο βάθος) έτσι δεν προστάτευε καλά από τη βροχή ούτε από τον ήλιο όσους χρησιμοποιούσαν τη βρύση. Είχε και ένα τουράκι με πελεκητές πέτρες, στο οποίο έβαζαν οι γυναίκες το βαρέλι για να τα ζαλωθούν και πεζούλια στη μια και την άλλη μεριά της καρύτας. Η κορύτα δεν είχε μύτη για να «κερνάει» το νερό αλλά μια αρκετά μεγάλη εντομή στο μπροστινό μέρος που έτρεχε το νερό, έτσι αυτό «έγλυφε» και διασκορπιζόταν κάτω από την κορύτα, πράγμα που δυσκόλευε το γέμισμα των δοχείων, προπαντός αυτών με μικρό λαιμό. Λίγα μέτρα πιο κάτω υπήρχε μια πέτρινη δεξαμενή, αρκετά μεγάλη, που μάζευε το νερό της βρύσης για το πότισμα των κήπων.
Το νερό ήταν αρκετό για το μέγεθος του χωριού και όχι μόνο δεν γινόταν ουρά στη βρύση να γεμίσουν οι γυναίκες τα βαρέλια τους, όπως συνέβαινε σε άλλα γύρω χωριά, αλλά υπήρχε αρκετό νερό και για τους κήπους Όλες οι οικογένειες είχαν μια ή δυο μικρές πεζούλες «ποτιστικό" που φύτευαν λαχανικά {φασολάκια, πατάτες, κρεμμύδια, κολοκυθιές, ντομάτες) για τις ανάγκες τους. Το νερό από τη στέρνα μέχρι τους κήπους έφθανε με αυλάκι σκαμμένο στο χώμα, έτσι πολύ νερό το έπινε η γη πριν φθάσει στον προορισμό του. Παρ όλα αυτά συνήθως αρκούσε, εκτός από λίγες χρονιές που παρατηρείτο ανομβρία και λιγόστευε το νερό της βρύσης. Υπήρχε σειρά για το εκ περιτροπής πότισμα και ένας άγραφος κανονισμός όριζε πόσες «στέρνες» ή πόσες φορές εδικαιούτο να ποτίσει κάθε οικογένεια σε κάθε κύκλο. Ο κανονισμός, κληρονομημένος από τα παλιά χρόνια, ήταν σεβαστός και απαράβατος, παρ όλα αυτά όμως μερικές φορές όλο και γινόταν κάποια «μαλώματα» για τη σειρά. Τα περιβόλια, το καλοκαίρι που το χορτάρι στα γύρω χωράφια ξεραινόταν, ήταν πραγματικός πράσινος παράδεισος.
Όταν γέμιζε η στέρνα πολλές φορές τα παιδιά καθόμασταν πάνω στον τοίχο, κρεμάγαμε τα πόδια στο νερό και πλατσουράγαμε για να κάνουμε όσο το δυνατό περισσότερο αφρό. Βέβαια, όταν μας έβλεπαν οι «μεγάλοι» πάντα μας μάλωναν, τάχα για να μας προφυλάξουν μην πέσουμε στη στέρνα, εμείς όμως είχαμε τη γνώμη ότι το έκαναν για να δείξουν την εξουσία τους ως μεγαλύτεροι Κάθε κάμποσα χρόνια η στέρνα γέμιζε με λάσπη και πέτρες και έπρεπε να μαζευτούν οι άνδρες του χωριού με φτυάρια να την καθαρίσουν. Οι πέτρες ήταν αυτές που πέταγαν τα παιδιά όταν δεν τα έβλεπαν οι μεγάλοι, για να ακούνε το «πλουτς» και να βλέπουν τους κύκλους που σχημάτιζε το νερό γύρω από το σημείο που έπεφτε η πέτρα, η λάσπη όμως δεν καταλάβαινα από που προερχόταν. Δεν οφειλόταν στο χώμα γύρω από τη στέρνα, που με κάποιο τρόπο έπεφτε μέσα, γιατί είχε ένα χρώμα διαφορετικό από το γύρω έδαφος, κάπως κυανωπό. Έμοιαζε με τη γλίνα που βλέπαμε σε σημεία που έβγαζε νερό γύρω από τα χωριό.
Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν χώμα που παρέσυρε το νερό στην πορεία του μέσα στη γη, μέχρι τη βρύση και που δεν ήταν αρκετό για να επηρεάσει τη διαύγεια του νερού, όμως έκανε ίζημα στον πυθμένα της στέρνας, όπου το νερό έμενε ακίνητο πολλές ώρες. Αυτό το χώμα προφανώς το πίναμε τόσα χρόνια. Εκτός αυτού, μερικές φορές, όταν έβρεχε πολύ, το νερό θόλωνε. Παρ' όλα αυτά οι Αραπαίαι καυχιόταν ότι έχουν «πολύ καλό νερό», όπως έκαναν άλλωστε όλα τα χωριά την εποχή εκείνη που χρησιμοποιούσαν ακόμη τις ντόπιες πηγές-βρύσες. Κάθε χωριό υπερηφανευόταν ότι το νερό του ήταν το καλύτερο της περιοχής, «δροσερό και χωνευτικό». «Όταν φας και πιεις νερό από τη βρύση μας» έλεγαν, «αμέσως χωνεύεις και ξαναπεινάς». Δροσερό πράγματι ήταν το νερό, όπως όλα τα νερά των ορεινών πηγών, που δεν έμενε σε δεξαμενές και σωλήνες για να ζεσταθεί, η χωνευτική του ιδιότητα όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί. Ούτως ή άλλως δυσκολία στη χώνεψη σπάνια θα είχαν οι κάτοικοι των χωριών μας τότε, επειδή σπάνια τους δινόταν η ευκαιρία να παραφάνε. Έτσι ότι ξαναπεινάγανε αμέσως μετά το φαγητό μάλλον οφειλόταν στο στομάχι που συνήθως δεν γέμιζε και όχι στο νερό που βοηθούσε στη χώνεψη.
Όταν ο Χρήστος Παγκράτης έχτιζε καινούργιο σπίτι, έφτιαξε μια λακκούβα στον κήπο του, δίπλα στο βράχο, σε σημείο λίγο ψηλότερο από τη βρύση και έσβησε το ασβέστη που του χρειαζόταν, όπως έκαναν τότε όλοι όσοι έκτιζαν σπίτια. Τότε το νερό της βρύσης μύρισε και έβγαλε ασβέστη, προφανώς από διείσδυση του νερού από τον ασβεστόλακκο στο ρεύμα του νερού της βρύσης που περνάει άκρη-άκρη, στη ρίζα του βράχου.
Όταν τελείωσε το σπίτι και άδειασε ο ασβεστόλακκος καθάρισε και το νερό. Κατά περίεργο τρόπο όμως το γεγονός αυτό δεν δίδαξε τους Αραπαίους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι το νερό πηγάζει μέσα από το βράχο και κατά συνέπεια είναι καλό. Θεωρούσαν ότι θόλωνε όταν έβρεχε από την εισροή βρόχινου νερού στον κουργιαλό που, όπως είπαμε παραπάνω, διασταύρωνε το δρόμο και ήταν μόνο λίγα εκατοστά κάτω από το έδαφος. Έτσι αποφάσισαν να μεταφέρουν τη βρύση στη ρίζα του βράχου, για να αποφύγουν τη μόλυνση του νερού με τα βροχόνερα και για να μαζέψουν το νερό καλύτερα.
Γι αυτό, το 1953 χάλασαν την πελεκητή βρύση και χρησιμοποίησαν τις πέτρες για να χτίσουν νέα, σχεδόν κολλητά στο βράχο. Μετέφεραν την κορύτα και την έβαλαν ανάποδα στη νέα θέση, δηλαδή έκαναν το πίσω εμπρός. Επειδή όπως είπαμε δεν είχε μύτη με αυλάκι και δεν γέμιζαν εύκολα οι βήκες και τα δοχεία με στενό λαιμό, πελέκησαν την ουρά που έμπαινε στον τοίχο για να στηρίζει την κορύτα και το έκαναν μύτη. Για να στηριχθεί η καρύτα την έχτισαν κάπως βαθιά και κάλυψαν ένα μέρος της μέσα στον τοίχο. Οι πελεκητές πέτρες δεν τους έφτασαν γιατί ίσως να έσπασαν μερικές στο χάλασμα της παλιάς βρύσης, που σημειωτέον ήταν χτισμένη γερά με ασβέστη και δύσκολα ξεκόλλαγε η μια πέτρα από την άλλη και γιατί αποφάσισαν να κάνουν βαθύτερη την καμάρα. Έτσι η καινούργια βρύση δεν ήταν τόσο καλοχτισμένη και όμορφη όπως η παλιά. Για ευκολία, την καμάρα την έκαναν με τσιμεντένια πλάκα. Για να φτιάξουν το τόξο χρησιμοποίησαν χλωρά δοκάρια από συκιές που τα λύγισαν. Όπως ήταν φυσικό με τέτοια ξύλα δεν πέτυχαν να κάνουν ομαλό το τόξο αλλά τους έγινε λίγο στραβό. Αντί για σανίδια χρησιμοποίησαν φύλα τσίγκου, που έδωσαν μεν μια διακοσμητική νότα στην καμάρα με τα αυλάκια, ζούφλιασαν όμως κατά τόπους και το τόξο της καμάρας χάλασε ακόμη περισσότερο
|
Η βρύση μετά τη μεταφορά της κοντά στο βράχο |
Έτσι έμεινε η βρύση για μια εικοσαετία περίπου. Κάποτε, επί προέδρου Ηλία Σχίζα, αφού το Σέρβου είχε από χρόνια αποκτήσει υδραγωγείο και είχε νερό στα σπίτια, η κοινότητα αποφάσισε να φτιάξει και στους Αράπηδες υδραγωγείο και να διανείμει το νερό της βρύσης στα σπίτια του οικισμού.
Χάλασαν τότε την καμάρα, έκαναν ένα κουτί με τσιμέντο, μέσα στο οποίο έκλεισαν την κορύτα, την οποία, ευτυχώς άφησαν στη θέση της. Έκαναν μόνο μια μεγάλη γούρνα στο δάπεδο της βρύσης για να μαζεύουν το νερό, που το αποθήκευαν σε μια άλλη τσιμεντένια, κλειστή δεξαμενή που έφτιαξαν στη θέση της πέτρινης δεξαμενής, την οποία χάλασαν.
Με αντλία, το νερό μεταφερόταν σε άλλη δεξαμενή σε σημείο ψηλότερα από τον Άγιο Κωνσταντίνο και από εκεί γινόταν με εσωτερικό δίκτυο σωλήνων διανομή του νερού στα σπίτια
|
Το εξωτερικό της βρύσης, όπως είναι σήμερα |
Την Άνοιξη του 1985 το νερό άρχισε να μυρίζει και ο γάιδαρος του Θοδωρή Χειμώνα αρνιόταν να το πιει, μολονότι δίψαγε. Τότε οι Αραπαίοι ξεκλείδωσαν την λαμαρινένια πόρτα που έκλεινε τη βρύση και είδαν την κορύτα γεμάτη κοζιά {τρίχες από γίδες) και ακαθαρσίες. Σταμάτησαν να πίνουν και άρχισαν να κουβαλάνε με μπιτόνια νερό για τις ανάγκες τους από το Σέρβου. Η μόλυνση είχε προέλθει από το ίδιο σημείο που είχε και παλαιότερα μολυνθεί η βρύση με ασβέστη. Η Κοινότητα προσέτρεξε σε βοήθεια και αγόρασε ένα μακρύ λάστιχο, το οποίο τοποθέτησε από το υδραγωγείο του Σέρβου μέχρι την πάνω δεξαμενή στους Αράπηδες. Η κάτω δεξαμενή αφέθηκε σε αχρησία και τα μηχανήματα εγκαταλείφθηκαν και χάλασαν, αφού ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν πλέον. Το ίδιο και οι σωλήνες από την κάτω δεξαμενή μέχρι την επάνω έμεινα άχρηστες, εκτός από ένα κομμάτι στην επάνω μεριά του οικισμού που χρησιμοποιήθηκε για την ύδρευση των πρώτων σπιτιών που είχαν πρόβλημα όταν το νερό ήταν λίγο και πήγαινε κατ' ευθείαν στα κατώτερα σημεία του δικτύου.
Το λάστιχο τοποθετήθηκε προσωρινά επίγειο, αλλά όπως είναι ο κανόνας στην Ελλάδα, ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Είναι ακόμη επίγειο, εκτός από λίγες εκατοντάδες μέτρα (μέχρι τη γαϊδουροκυλίστρα) που προ ετών χώθηκε από το Δήμο.
Σήμερα από την Αραπαίικη βρύση υπάρχει ένα τσιμεντένιο κουτί, μέσα στο οποίο υπάρχει η κορύτα και ένα κομμάτι πέτρινου τοίχου. Η καρυδιά και ο λευκός δεν υπάρχουν πια, έχουν φυτρώσει βάτα και το μέρος κάθε άλλο παρά όμορφο είναι. Οπωσδήποτε χρειάζεται μια παρέμβαση για να εξωραϊστεί, άσχετα αν το νερό είναι πόσιμο ή όχι. Βέβαια, μετά τη μόλυνση του νερού, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, από το οποίο προήλθε η μόλυνση, τοποθέτησε σωλήνες με τις οποίες μεταφέρει τα λύματα από την οικιακή χρήση σε σημείο χαμηλότερο από τη βρύση, όμως ο υγειονομικός κανονισμός προβλέπει ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση νερό πηγής που αναβλύζει σε σημείο χαμηλότερο από κατοικημένο τόπο, γιατί πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος μόλυνσης.
Ο κανονισμός αυτός ίσχυε από πολλά χρόνια πριν γίνει το υδραγωγείο στους Αράπηδες, αλλά προφανώς ήταν άγνωστος στους Αραπαίους και στην Κοινότητα Σέρβου. Όμως η Υγειονομική Υπηρεσία της Νομαρχίας δεν τον γνώριζε όταν ενέκρινε τα σχέδια της Κοινότητας; Δεν πρέπει εξ’ άλλου η Νομαρχία να ελέγχει κατά καιρούς αυτεπάγγελτα όλα τα υδραγωγεία;
Ηλίας Χειμώνας