Με αφορμή τα έργα που γίνονται στο χωριό για την αντικατάσταση των αμιαντοσωλήνων του δικτύου ύδρευσης και αναπολώντας 55 χρόνια πίσω στα 1956, θα προσπαθήσω να περιγράψω με ποιόν τρόπο γινόταν εκείνα τα χρόνια η διαχείριση και εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων. Όπως όλα τα χωριά, έτσι και το δικό μας ήταν χτισμένο σε χώρο που υπήρχαν βρύσες για να καλύπτουν μια από τις βασικότερες ανάγκες της ζωής.
Βρύσες στο χωριό και στα πέριξ.
Οι κυριότερες βρύσες που τροφοδοτούσαν τα σπίτια στο χωριό ήταν η Τρανηβρύση, ο Λεύκος και ο Δημοκοίτης. Στο κάτω χωριό υπήρχε ακόμη και η βρύση του Νυσιουβέργου, που αρχικά πήγαζε στους κήπους και αργότερα η Κοινότητα την μετέφερε στο δρόμο που πηγαίνει από τα Σχιζαίικα προς τα περιβόλια της Μούζγας. Λίγο νεράκι έβγαινε και στο υπόγειο των σπιτιών του Βασίλη Μπόρα (Κουτσοβασίλη) και Πανάγου Δημόπουλου (Τσαλδάρη).
Γύρω από το χωριό και λίγο πιο έξω υπήρχαν και άλλες βρύσες όπως: Σουληνάρι, βρύση Γιατρού, Κοκκινόβρυση, Ξάκως βρύση και Αγιαντριά (μόνο το χειμώνα είχαν νερό), βρύση στα Κορύτια και στου Ράπτη (στη ρεματιά που αρχίζει από τον Αγιαντριά προς την Τσίπολη), Λιμιντάρανη (προς τα αμπέλια της κάπελης), Λιμνίτσα, βρύση στη Ρέμπιζα, στον Καρακασάνη (στην αρχή της πλαγιάς της Μπρίνιας), στου Μπαμπιώτη και στη Γκούρα.
Μεταφορά και χρήση του νερού
Δίκτυο διανομής του νερού δεν υπήρχε και το νερό το κουβαλούσαμε από τις βρύσες συνήθως με ξύλινα βαρέλια, που χωρούσαν περίπου 30-40 κιλά Η μεταφορά του νερού στο σπίτι γινόταν συνήθως από τις γυναίκες που πήγαιναν στη βρύση και μερικές φορές περίμεναν για να γεμίσουν πολύ ώρα, μέχρι να έρθει η σειρά τους (όταν δεν υπήρχε «βολή» όπως έλεγαν). Αφού γέμιζαν και παραγέμιζαν το βαρέλι, το έβαζαν στο υπερυψωμένο τουράκι της βρύσης, το ζαλωνόντουσαν και το έφερναν στο σπίτι. Μέσα σε κάθε σπίτι υπήρχε το βαρελοστάσι, (πέτρινος ή ξύλινος υπερυψωμένος μικρός πάγκος) που τοποθετούσαμε το νεροβάρελο.Από το βαρέλι γεμίζαμε το ξύλινο κανάτι, χωρητικότητας το πολύ δύο κιλών. Από κείνο, που συνήθως δεν πλενόταν συχνά, πίναμε όλοι νερό, αλλά δεν μας κόλλαγε τίποτα.
Νερό φέρναμε και με μικρότερα σκεύη όπως ήταν οι ξύλινες βαρέλες, που τις συγκρατούσαν χονδρές αλυσίδες. Αυτές ήταν χρήσιμες τόσο για τη μεταφορά της βαρέλας στη πλάτη (συνήθως από τα παιδιά), όσο και για το κρέμασμα στα κολιτσάκια των σαμαριών, όταν πηγαίναμε στα χωράφια. Όπως ήταν φυσικό η επάρκεια του νερού στο σπίτι δεν ήταν δεδομένη και περιοριζόταν στο να πίνουμε και να μαγειρεύουμε. Όταν έβρεχε πάντα βάζαμε τα μεγάλα χάλκινα λεβέτια κάτω από το «ρέχτη» των κεραμιδιών, για να εκμεταλλευτούμε και το βρόχινο νερό.
Κακάβιασμα και μπουγάδα
Η μπουγάδα γινόταν στον περιβάλλοντα χώρο, που ήταν οι κύριες βρύσες δηλ. στην Τρανοβρύση, στο Λεύκο και στον Δημοκοίτη. Φυσικά εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι στο μέλλον θα υπάρξουν μηχανήματα που θα πλένουν τα ρούχα. Η γειτονιά μας (Λακαθάνιζα) εξυπηρετείτο από τις βρύσες του Λεύκου. Η πάνω βρύση με πέτρινη καμάρα και πελεκητή πέτρινη κορύτα, χρησιμοποιόταν μόνο για τη προμήθεια του πόσιμου νερού, και απαγορευόταν, με φροντίδα του αγροφύλακα συνήθως, το πλύσιμο ρούχων ή πότισμα των ζωντανών. Η κάτω βρύση του Λεύκου παρότι απείχε 5-6 μέτρα από την επάνω είχε διαφορετικό νερό. Όταν έβρεχε πολύ, η επάνω βρύση έβγαζε θολό νερό και «μπούριζε», ενώ η κάτω είχε το ίδιο πάντα πεντακάθαρο νερό.
Αποβραδύς λοιπόν οι μανάδες μας πήγαιναν στο χώρο της κάτω βρύσης, καθάριζαν το μέρος που θα άναβαν την άλλη μέρα τη φωτιά για να ζεστάνουν το νερό, (κακάβιαζαν όπως έλεγαν) έβαζαν μια μεγάλη σιδεροστιά και πάνω τοποθετούσαν το λεβέτι με το νερό. Την επομένη το πρωί, πάντα ζαλωμένες οι καημένες πήγαιναν ξύλα, ρούχα και τον κλασικό ξύλινο κόπανο. Άναβαν τη φωτιά να ζεσταθεί το νερό, τοποθετούσαν πάνω στο λεβέτι με το νερό δύο μικρές ταβλίτσες για να στερεώνουν έναν τενεκέ (πετρελαίου) κομμένο στη μέση με μικρές τρύπες στον πάτο και γεμάτο στάχτη από το τζάκι του σπιτιού, που περιοδικά έριχναν νερό στη στάχτη και φτιάχνανε την αλισίβα. Αυτή βοηθούσε στον καθαρισμό των ρούχων γιατί και το σαπούνι (που το έφτιαχναν κάθε χρόνο στο σπίτι με λίπος και υπολείμματα από τα γουρούνια που σφάζαμε τις Αποκριές και ποτάσα) δεν ήταν σε επάρκεια. Το πλύσιμο το έκαναν οι γυναίκες χειροτρίβοντας τα ρούχα πάνω σε λείες πέτρινες πλάκες, ρίχνοντας ζεστό νερό με το τσουκάλι, και ακολουθούσε το κοπάνισμα των ρούχων με τον ξύλινο κόπανο. Φαντασθείτε τι σύνθεση ήταν να κτυπούν ασυγχρόνιστα 5-6 καμιά φορά ΄΄κοπάνια΄΄ με διαφορετικούς ήχους το καθένα με αντίλαλους στη ρεματιά, μαζί με το κουβεντολόι των γυναικών, το θρόισμα των φυλλωσιών των δένδρων και τα κελαηδήματα των πουλιών ιδίως την άνοιξη.
Ο τύφος του 1952
Οι συνθήκες υγιεινής δεν ήταν οπωσδήποτε καλές εκ των πραγμάτων, γιατί στις βρύσες έπλεναν και τις πάνες των μωρών, τις πατσές από τις γίδες κλπ. Το 1952 έπεσε τύφος στο χωριό με πολλά κρούσματα, και σαν προληπτικά μέτρα η κοινότητα αποφάσισε τα «Έργα Υγείας 1953». Έτσι αντικατέστησε κάποιες πέτρινες πελεκητές κορύτες που θεωρήθηκαν εστίες μόλυνσης, με την κακή χρήση που πολλές φορές γινόταν, με άχαρους μεταλλικούς σωλήνες.
Υδραγωγείο και υδροδότηση του χωριού
Τα χρόνια περνούσαν και με την ανασυγκρότηση που ξεκίνησε σε όλους τους τομείς, πρώτος στόχος της Κοινότητας ήταν η υδροδότηση του χωριού. Σαν καλύτερο από χημικής άποψης νερό επελέγη το νερό της Κοκκινόβρυσης. Δικαιώματα στο νερό αυτό για πότισμα των χωραφιών τους είχαν κυρίως οι Κουτσανδρέοι που μένανε στη Σφυρίδα. Μετά από απαλλοτρίωση του μισού νερού άρχισε η κατασκευή του υδραγωγείου. Τις δύο δεξαμενές στην Κοκκινόβρυση και στο πάνω μέρος του χωριού τις έφτιαξε κυριως ο Ντίνος του Στέλιου Σχίζα (Γερό παλικάρι, που σήκωνε τη μεγάλη γρανιτένια πέτρα που ήταν στο προαύλιο της κάτω εκκλησιάς. Αλήθεια τι έγινε αυτή η πέτρα;). Τη διάνοιξη των μεγάλων σε βάθος αγωγών όπου θα συνδεόντουσαν οι σωλήνες μεταφοράς του νερού έγινε με αμοιβή από εργάτες και μαθητές από το χωριό. Οι μεγάλοι άνδρες πληρώνονταν με 48 δρχ. την ημέρα και οι μαθητές με 24.
Ο Γιωκοντάρας
Μπροστάρης, που είχε και τη γενική επιστασία του έργου, ήταν ο Γιωκοντάρας, που σύμφωνα και με τη σύγχρονη επιστήμη της Διοίκησης (Management) διέθετε τα προσόντα του ηγέτη και συντονιστή της ομάδας. Καθημερινή συμμετοχή στο σκάψιμο πρώτα, και σύνδεση των αμιαντοσωλήνων στη συνέχεια από φρεάτιο σε φρεάτιο, είχαμε τρία παιδιά. Ο Μήτσιος του Πανάγου Στρίκου, ο Ανδρέας του Παρασκευά Στρίκου και εγώ. Όλοι μας θαυμάζαμε του μπάρμπα Γιώκο, που μας παίνευε για την εργατικότητά μας, σε αντιδιαστολή για τους μεγάλους που έλεγε ότι ...κοροϊδεύουν, και παίρνουν τζάμπα το μεροκάματο. Θυμάμαι και δυο πρακτικές για την εποχή συμβουλές που μας έδινε όταν κολατσίζαμε πάντα μαζί του το πρωί. Να ψήνουμε μας έλεγε τη ρέγκα σε φωτιά από ξύλα και όχι από εφημερίδα, και όταν πίνουμε νερό από το ίδιο ποτήρι με άλλους να το προσαρμόζουμε στα χείλη μας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην κολλάμε μικρόβια.
Αρχές Σεπτεμβρίου του 1959 είχαμε τελειώσει τη σύνδεση των σωλήνων και στρέψαμε το νερό της Κοκκινόβρυσης προς τη δεξαμενή ώστε ν΄αρχίσει η ροή του προς το χωριό παρακάμπτοντας εμπόδια όπως εξαερισμού των ενδιάμεσων φρεατίων μέχρι το χωριό. Η κατάληξη των σωληνώσεων έφθανε πάνω από το σπίτι του Σιώκου. Ήταν απογευματάκι θυμάμαι και προσπαθούσαμε δια της ακοής ( ακουμπούσαμε το αυτί μας πάνω στις σωλήνες) να μαντέψουμε εάν ερχόταν το νερό. Πράγματι κάποια στιγμή έγινε το θαύμα. Ο αείμνηστος και συγχωρεμένος μπάρμπα Γιώκος, ενθουσιάστηκε πάρα πολύ και σαν άλλος Ζορμπάς μας λέει:
«Ελάτε μαζί μου παιδιά».
Τρέχοντας όλοι φτάσαμε στο πλαγάκι, στην πάνω εκκλησιά. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά του, που τη μοιραζόμαστε και εμείς, όταν άρχισε να φωνάζει δυνατά να ακούσει όλο το χωριό, για το καλό νέo.
«Μ΄ακούτε χωδ(ρ)ιανοί, η(ρ)θε το νε(ρ)ό Μπούδ(ρ)μπουλας......Μπούδ(ρ)μπουλας.
Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
Το νερό στα σπίτια.
Όταν έγινε το υδραγωγείο, μπήκαν κάποιες βρύσες σε ορισμένα σημεία του χωριού και από εκεί το νερό μεταφερόταν με βαρέλες και ντενεκέδες στα σπίτια. Δέκα τρία χρόνια αργότερα, το 1972 ο τότε αγροτικός γιατρός του χωριού Χ. Μαραγκός υπέβαλε αναφορά στην Υγειονομική Υπηρεσία του νομού Αρκαδίας, επισήμανε τον κίνδυνο μολύνσεων και λοιμώξεων από τα λιμνάζοντα νερά στους δρόμους και υπογράμμισε την ευθύνη της Υπηρεσίας. Η ανταπόκριση ήταν άμεση και έτσι το νερό ...πήρε το δρόμο για τα σπίτια. Σήμερα στο χωριό φτάνει όλο το νερό της κοκκινόβρυσης και το κάτω χωριό τροφοδοτείται με νερό της Τρανηβρύσης.
Θ. Γ. Τρουπής