Μαρίνας Διαμαντοπούλου-Τρουπή 

dekap_10_servov_pros_erim.Αφού γιορτάσαμε το Δεκαπενταύγουστο  στου Σέρβου και χαρήκαμε τις υπέροχες  εκδηλώσεις του Συλλόγου, επιθυμήσαμε τον περίπατο στην εξοχή. Άλλωστε, όπως έχει αποφανθεί ο λαός μας εδώ και πολλά χρόνια, «δεν είναι κάθε μέρα τ' Αγιωργιού».
Ένα Αυγουστιάτικο πρωινό (18/8/2010) με το Νίκο (σύζυγό μου) ανηφορίσαμε στο Σερβόβουνο, έχοντας ως παρέα και «ξεναγό» μας τον Δημήτρη Ρουσιά, γιο του Γιάννη Κ. Ρουσιά, ένα ευγενικό, πρόθυμο, ήρεμο και καλόγνωμο παιδί.
 
Ξεκινώντας από του «Γιατρού τη βρύση», μ' ένα μικρό σακίδιο στη πλάτη, που είχε τ' απαραίτητα, περάσαμε από του «Κρόθι», στην πλαγιά του βουνού, όπου υπάρχουν χωράφια χέρσα πλέον με καρυδιές και μικρή πηγή. Σε κάθε βήμα ο Δημήτρης μας μιλούσε για τη περιοχή με αγάπη και προθυμία. Και πως να μην μιλάει με αγάπη αφού εκεί είναι τα «λημέρια» του, ή καλύτερα η νιότη του και η ζωή του. Η ανάβαση ήταν  απότομη αλλά χάρις στο μονοπάτι των προβάτων που ανεβοκατεβαίνουν, είχε εύκολη προσβασιμότητα. Οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδανικότατες. Μόνο η πρωινή πάχνη εμπόδιζε την ορατότητα προς τη θάλασσα, στα παράλια της Ηλείας, που σε διαφορετική περίπτωση θα βλέπαμε μέχρι τα αραγμένα καράβια. Το χωριό το βλέπαμε από ψηλά την ώρα που ξυπνούσε και άρχιζε να το λούζει ο ήλιος.
Φτάσαμε στην κορυφή, την ορατή από το χωριό και από το δημόσιο δρόμο και νομίσαμε ότι αυτό ήταν. Είχαμε υπολογίσει λάθος, γιατί η κορυφή του βουνού αργούσε πολύ ακόμα και έπρεπε να περπατήσουμε αρκετά.
Μείναμε έκθαμβοι από την εικόνα που ξετυλίγονταν μπροστά μας. Στη κορυφή του Σερβόβουνου υπάρχει ένας παράδεισος που δεν είναι ορατός από κάτω. Ένα μικρό οροπέδιο αποκαλύφτηκε στα μάτια μας με υψώματα και κοιλώματα, ραχούλες και χούνες. Μέσα στις χούνες βλέπαμε χωράφια ακαλλιέργητα, ιδιοκτησίες Σερβαίων, που εγκαταλείφτηκαν μερικές δεκαετίες πριν, όταν έφυγαν για τη Πρωτεύουσα και τις άλλες πόλεις κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής. Πάντα με οδηγό το Δημήτρη, συνεχώς ανεβαίναμε πότε βαδίζοντας στις ραχούλες και πότε μέσα στις χούνες.
Απόλυτος κυρίαρχος του βουνού ήταν η πέτρα. Η βλάστηση ήταν περιορισμένη και αυτό το έκανε προσπελάσιμο. Ο ήλιος ξεπρόβαλλε σιγά-σιγά στη κορυφή και οι ακτίνες του άρχισαν το παιχνίδι μαζί μας. Έχω μια αδυναμία να φωτογραφίζω τον ήλιο στο ημερήσιο του ταξίδι από την ανατολή ως τη δύση και στα παιχνιδίσματα που κάνει με τα βουνά, τα δέντρα και τους ανθρώπους.
dekap_10_servovouno_korifi
Η Μαρίνα με το Νίκο (αριστερά) και το Γιάννη Ρουσιά στην κορυφή του βουνού, δίπλα από  την στήλη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, που ανέγραφε το υψόμετρο της κορυφής. 
Δεν έχασα την ευκαιρία λοιπόν να παίξω κι εγώ μαζί του «κλέβοντας» φαντασμαγορικές εικόνες και «φυλακίζοντάς» τες στη μηχανή μου. Ύστερα το ενδιαφέρον μας τράβηξε ένα κατασκεύασμα από πέτρες, μια "τούρλα" κατά τη τοπική διάλεκτο, φτιαγμένη με τεχνική, ίσως από τσοπάνη ή κυνηγό. Ποιός ξέρει τι είχε στο μυαλό του αυτός που την κατασκεύασε;
Ο Δημήτρης μας πέρασε από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία. Συναντήσαμε ερειπωμένα αγροτόσπιτα, καλύβια, αλώνια, πρόχειρα κατασκευάσματα για οικόσιτα ζώα,  μισογκρεμισμένες στρούγκες, όλα απομεινάρια μιας άλλης εποχής, όχι πολύ μακρινής που είναι εκεί για να μαρτυρούν τον σκληρό αγώνα των προγόνων μας για την επιβίωση. Ήταν μια εποχή που οι άνθρωποι άρρηκτα δεμένοι  με τη γη, τη καλλιεργούσαν και τη φρόντιζαν περιμένοντας να τους δώσει τ' αγαθά της. Σήμερα είναι στοιβαγμένοι στις πόλεις, καλυτέρεψε η ζωή τους, δημιουργήθηκαν όμως άλλου είδους προβλήματα και έτσι συνεχίζουν την αέναη πάλη για την κάλυψη των καινούριων αναγκών που προκύπτουν, χάνοντας την επαφή με τη μητέρα Φύση.
dekap_10_srvovouno_kalivi
Tο καλύβι του Γιάννη Ρουσιά στο βουνό για τα πρόβατά του.
Στο διάβα μας συναντήσαμε ερείπια ενός αξιοσημείωτου οικήματος  που περιλάμβανε αγροτόσπιτο με τρία δωμάτια, αυλή και καλοδιατηρημένο αλώνι. Ο Δημήτρης μας πληροφόρησε ότι ανήκει στην οικογένεια Γ. Στρίκου (Ντέρη). Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Πλησιάζοντας στη κορυφή, στη θέση Σκόζα, ο ορίζοντας μεγάλωσε και μαζί μ' αυτόν το αίσθημα της ελευθερίας, της ξεγνοιασιάς, της ευεξίας. Είναι δύσκολο να περιγραφούν τα αισθήματα πάνω στο βουνό. Και εκεί που μιλούσαμε για τους αετούς των βουνών, ξάφνου πετάχτηκε ένα κοπάδι πέρδικες και πέταξε μακριά.
Στο απέναντι ύψωμα έβοσκε τα πρόβατα του ο Γιάννης ο Ρουσιάς. Μας έβλεπε από μακριά και φρόντισε να μας συναντήσει μόλις φτάσαμε στη κορυφή, που από κάτω μας έδινε την εντύπωση πως άγγιζε τον ουρανό.
Εκστασιασμένοι αγναντεύαμε ολόγυρα έχοντας απέραντο ορίζοντα τριακοσίων εξήντα μοιρών. Η κορυφή αποτελεί ένα φυσικό μπαλκόνι προς τα Λαγκάδια. Υψώνονται κοφτεροί βράχοι, σαν κάγκελα, που αναρωτιέται κανείς αν η φύση τα τοποθέτησε εκεί για να προστατέψει τους ανθρώπους από το χαοτικό ύψος που υπάρχει από εκείνη την πλευρά. Σκύψαμε με πολύ προσοχή και αγναντέψαμε τη πλούσια βλάστηση στα Λαγκαδινά ρέματα με τους διάσπαρτους οικισμούς  και τα ιστορικά Λαγκάδια ακριβώς απέναντι. Στρέψαμε το βλέμμα μας ανατολικά και θαυμάσαμε τις κορυφές του ελατοσκέπαστου Μαίναλου. Ο Αρτοζήνος πάντα αγέρωχος, ιδωμένος από άλλη οπτική γωνιά,  κέρδισε τις εντυπώσεις μας. Πίσω του κοιτάζοντας έντονα μέσα στην πρωινή πάχνη, διακρίναμε την κορυφή του Ταΰγετου.  
dekap_10_servov_pros_erim.
Θέα από την κορυφή του Σερβόβουνου προς τον Ερύμανθο.
Συνεχίζοντας την περιστροφή νοτιότερα αγναντέψαμε το μυθικό όρος Λύκαιο, την Ανδρίτσαινα, το όρος  Μίνθη με τη Φιγαλία και τον Επικούρειο Απόλλωνα, όλα τα χωριά της ορεινής Ηλείας καθώς και την πεδινή Ηλεία μέχρι τη θάλασσα. Στον κοντινότερο ορίζοντα είδαμε από ψηλά τα χωριά της Ηραίας, το Ψάρι, τη Λυσσαρέα και το Σαρακίνι. Βορειοδυτικά απολαύσαμε τη  κατάφυτη Φολόη και το Αφροδίσιο όρος, τα αμέτρητα μακρινά χωριά αλλά  και  τα κοντινότερα όπως τα Τρόπαια, το Βυζίκι, το Σταυροδρόμι, το Περδικονέρι κ.ά. Στο βάθος του ορίζοντα θαυμάσαμε το γκριζόλευκο γυμνό Ερύμανθο και τα πολυτραγουδισμένα βουνά στη μουσική δημοτική παράδοση Ζήρεια και Χελμό.
Φυσικό επακόλουθο ήταν να αρχίσουμε να σιγοτραγουδάμε. Το σιγανό τραγούδι ανέβασε το κέφι μας και μετατράπηκε σε πηγαία έκφραση των συναισθημάτων μας, συνεπαρμένοι όπως είμαστε από το υπέροχο περιβάλλον. Τα καταγράψαμε όλα για να τα φυλάξουμε και αν μπορέσουμε να  σας μεταφέρουμε λίγη από τη μαγεία των στιγμών στη κορυφή του βουνού. Ας μη  ψάχνουμε για μουσικές κλίμακες, για παραφωνίες ή μουσικές νότες. Ας ψάξουμε για πηγαία έκφραση, για ντόπιο μουσικό χρώμα, για αυθεντικότητα, για σπανιότητα τραγουδιών, για μοναδικές στιγμές.
Ο Γιάννης Ρουσιάς, εκπαιδευτικός και τσοπάνης, μας χάρισε πολύτιμες στιγμές αφού τραγούδησε από τα βάθη της ψυχής του λίγα από τα πολλά  τραγούδια που ήξερε, στο φυσικό τους χώρο, με γνήσιο τρόπο όπως τα διδάχτηκε από τους γονείς του, μακριά από σύγχρονες επιρροές αλλοίωσης.  Δεν αντιστάθηκα στο πειρασμό να τραγουδήσω μαζί του, αφού είναι μια αγαπημένη δραστηριότητα μου αυτή. Τα αγριοπούλια κελάηδαγαν, τα κουδούνια των προβάτων και των γιδιών του Γιάννη κάτω στα Ρέματα κτυπούσαν και εμείς ενώναμε τις φωνές μαζί τους τραγουδώντας...
Για όλες τις ωραίες στιγμές υπάρχει και το τέλος. Όμως συγχρόνως υπάρχει και η ελπίδα της επανάληψης. Ξεκινήσαμε κατηφορίζοντας με «ξεναγό» το Γιάννη αυτή τη φορά, και σιγοτραγουδώντας. Πλησίασε το μεσημέρι και έπρεπε να πάνε και τα πρόβατα στο "στάλο". Πράγματι συνοδέψαμε το Γιάννη στο κατέβασμα των προβάτων στου «Κρόθι». Ξεδίψασαν στη πηγή και κοιμήθηκαν στους ίσκιους των καρυδιών. Εμείς επιστρέψαμε στου Σέρβου ευχαριστημένοι που «κατακτήσαμε  τη κορυφή την οποία βάλαμε στόχο σήμερα»... Δεν ήταν  η κορυφή του Ολύμπου ούτε του Έβερεστ. Ήταν η κορυφή του Σερβόβουνου, του δικού μας βουνού που, αν δεν την έχεις περπατήσει, τι αξία έχει να ανέβεις στα μεγαλύτερα;
.
Το άρθρο με περισσοτερες φωτογραφίες, έχει αναρτηθεί και στο προσωπικό bloc της Μαρίνας, στη διεύθυνση:
(ΧΙΜ_13-9-10)

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.