Γ. Δ. Βέργος 

«Κλέφτης» σταφυλιών.

Πλησίαζε η εποχή του τρύγου.

Τρύγος: Η κρισιμότερη στιγμή!

 

Ήταν Κυριακή πρωί και αφού ο Λιας (τυχαίο όνομα) εκκλησιάστηκε, πήρε στη συνέχεια το δρόμο για το αμπέλι του στην κάπελη, να δει αν έγιναν τα σταφύλια και πότε θα τρυγήσει.

Μπαίνοντας όμως στο αμπέλι τι να ιδεί: Αρκετά κλήματα σπασμένα, σταφύλια κάτω πατημένα, και πολλά αποτυπώματα από παπούτσια (την προηγούμενη μέρα είχε βρέξει και το χώμα ήταν λασπερό).

Στενοχωρήθηκε, θύμωσε, αγρίεψε και άρχισε να μονολογεί.

Που θα μου πας, θα σε βρω και τότε θα τα πούμε.

 

   Γυρίζει γρήγορα στο χωριό και κατ΄ευθείαν στον κουμπάρο του, που ήταν και εκτιμητής ζημιών. Ήθελε να εκτιμήσει ο κουμπάρος τη ζημιά και να σκεφτούν μαζί ποιος μπορεί να είναι ο δράστης. Οι εκτιμητές (δικαστές τρόπον τινά) ήσαν άνθρωποι σοβαροί και με κάποιο κύρος στην κοινωνία του χωριού. Η αποφάσεις τους ήταν δεσμευτικές τρόπον τινά.

 

Ξανά στην κάπελη οι δύο τους,   και σε όλο το δρόμο συζητούσαν σχετικά με το ποιοί μπορεί να είναι οι δράστες. Είναι τάχα από το χωριό ή μήπως είναι τίποτα ξενοχωρίτες;

Μπήκαν λοιπόν στο αμπέλι και άρχισαν να ελέγχουν κλήμα-κλήμα τη ζημιά. Επειδή είχε βρέξει την προηγούμενη μέρα και το χώμα ήταν κάπως λασπερό, τα αποτυπώματα των παπουτσιών τους, όπως και των δραστών,   φαίνονταν καθαρά στο χώμα.

Εκεί που προχωρούσαν,   παρατήρησε ο Λιάς πως το αποτύπωμα από τα παπούτσια του κουμπάρου και εκτιμητή ήταν ίδια με τα αποτυπώματα ενός παπουτσιού των κλεπτών. Αφού το κοίταξε με προσοχή και βεβαιώθηκε πως είναι έτσι, κάνει κρυφά το σταυρό του και λέει από μέσα του:

     Δεν είναι δυνατόν!  

Γυρίζει μετά   στον κουμπάρο και του λέει:

   -Κουμπάρε, με το συμπάθιο, αλλά νομίζω πως βρήκαμε τους δράστες.

   -Πως τους βρήκαμε ρε Λιά;

ρωτάει ο άλλος, απορημένος.

   -Κοίτα δω την πατημασιά σου, δεν είναι ίδια με την χτεσινή πατημασιά ενός των δραστών;

Ξαφνιάστηκε ο εκτιμητής, τάχασε, σκύβει κάτω και πράγματι διαπιστώνει πως το αποτύπωμα από το παπούτσι του είναι ίδιο με εκείνο του κλέφτη. Σηκώνεται πάνω και λέει στον ιδιοκτήτη.

   -Το βλέπω ρε κουμπάρε, έτσι είναι, αλλά πιστεύεις ότι εγώ το έκανα; Δεν νομίζω να με θεωρείς κλέφτη και να ερχόμουνα σήμερα στο αμπέλι σου να εκτιμήσω τη ζημιά...

   -Προς θεού   ρε κουμπάρε, δεν σε θεωρώ κλέφτη.   Για θυμήσου, όμως,   φορούσες χτες αυτά τα παπούτσια ή μήπως τα έδωσες και τα φόρεσε κανένας άλλος;  

 

Σκέφτηκε λίγο ο εκτιμητής, σήκωσε ψηλά το κεφάλι, και έφερε στο μυαλό του τα γεγονότα της χτεσινής ημέρας. Γυρνάει στεναχωρημένος στο Λιά και του λέει:

Αχ αυτό το παλιόπαιδο, αυτό θα το έκανε με το φίλο του και γι αυτό άργησε να ρθει το βράδυ σπίτι.

Τι είχε συμβεί.

Το παιδί του εκτιμητή και βαφτιστήρι του Λιά, είχε έρθει την προηγούμενη στο χωριό από τα Λαγκάδια, που πήγαινε στο γυμνάσιο. Φόρεσε τα παπούτσια του πατέρα του, για να μη χαλάσει τα δικά του, και με ένα φίλο του πήγαν στο αμπέλι του νονού, να φάνε σταφύλια…

Καλά ρε κουμπάρε, δεν πειράζει, δεν έκανα δα και μεγάλη ζημιά,

λέει ο Λιας, αφού σκέφτηκε για λίγο, και συνεχίζει.

Παιδί είναι και βαφτιστήρι μου, αλλά καλό είναι να του πεις στο αυτί την παροιμία που λέει πως,

ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.

Και ακόμη, κουμπάρε, πες του και το διάλογο που λέμε στο χωριό για τον κλέφτη:

«Ξέρεις να κλέψεις;

Ξέρω.

Να κρυφτείς;

Όχι

Τότε άει στο _ _ _βολο, δεν ξέρεις να κλέβεις και μη κλέψεις ποτέ σου…»

 

 

Τώρα λένε «γεια σου Παρασκευή»

Ήταν η εποχή του θέρου.

Η Παρασκευή θέριζε στο χωράφι της πρωί-πρωί (ήταν μετά τον Αγιαντριά προς τις Λάκες), με άλλες γυναίκες, πριν πιάσει η πολλή ζέστη. Από μακριά βλέπει το συγγενή της, το Λια, να έρχεται στο δρόμο, σκυφτός και με γρήγορο βηματισμό. Όταν πλησίασε προς το μέρος τους τον ρωτάει:

Που πας Λιά πρωί-πρωί;

Καμία απάντηση.

Ο Λιας τις προσπέρασε με σκυμμένο το κεφάλι, με τον γρήγορο βηματισμό του, χωρίς καν να γυρίσει να τις κοιτάξει, αν και ο δρόμος ήταν στο σύνορο του χωραφιού.

Γιατί δεν μιλάς, ρε, τι σου κάναμε;

Τι να παθε το παράλυτο, λέει στις άλλες γυναίκες η Παρασκευή.

.

Ο Λιας συνέχισε το δρόμο του μέχρι που έστριψε στη στροφή και τον έχασαν.

   Σε λίγη ώρα τον είδαν να επιστρέφει από το χωράφι, καμαρωτός και με κανονικό βηματισμό. Σταμάτησε στο δρόμο, κάτω από το χωράφι που θέριζαν οι γυναίκες και χαμογελαστός λέει στην Παρασκευή:

   -Τώρα λένε:   «για σου Παρασκευή».

Τι κάνετε, πως πάει ο θέρος, είναι καλή η σοδειά φέτος;   κλπ.  

Τι είχε συμβεί:

Κάποιος χωριανός είχε πει στο Λια, πως στο χωράφι του (ήταν μετά το χωράφι της Παρασκευής) κάποιος είχε μπει μέσα και έβοσκε εκεί τα ζώα του. Τρέχοντας ο Λιας πάει προς το χωράφι, χωρίς να μιλήσει στο δρόμο σε κανέναν, μήπως τον πάρει χαμπάρι αυτός που ήταν μέσα και φύγει… Πράγματι τον έπιασε «στα πράσα» τον ξενοβοσκό και αφού είπαν τα σχετικά, πήρε ο Λιας το δρόμο της επιστροφής, σταμάτησε στο χωράφι της Παρασκευής και τους είπε τα συμβάντα…

 

Αυτή η έκφραση «τώρα λένε γεια σου Παρασκευή»  έμεινε στο χωριό μας  και συχνά τη χρησιμοποιούσαν οι πατριώτες, όταν ήθελαν να δικαιολογήσουν κάποια καθυστερημένη/ αδικαιολόγητη συμπεριφορά τους  (που είχε προηγηθεί) σε πατριώτες, σε περιπτώσεις που ήσαν βιαστικοί και τους απασχολούσε κάτι πολύ έντονα.

.

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.