Από τη συλλογή ποιημάτων «Αντιστροφή»

                   του Ηλία Λιατσόπουλου)

 

Φραγκμέντο

 

Έχω κι εγώ το πρώτο μου παιχνίδι

κατσουφιασμένο, άυλο, υστερικό

βγαλμένο από μιαν άλλη εποχή

κρυμμένο σ’ ένα ράφι

δίπλα στ’ ανοιξιάτικα πρωτοβρόχια

κατακίτρινο σε χρώμα

όμοιο με τα μαλλιά μου τότε

βαλμένο πλάι

σε μια παλιά φωτογραφία με τσιγάρο/

θυμίζει χρόνια μακρινά

σιωπηλά και ήσυχα

ένα παιχνίδι κίτρινο

μιας μάρκας Ρολς Ντινάν

ζωηρό, φορεμένο και σε τοίχο

δακρυσμένο βήμα βήμα

για να το σέρνουνε οι φίλοι

μ’ ένα πενηνταράκι στην πλάτη

και στην πορεία να χάνονται μαζί.

έχω κι εγώ, εκεί στην πλάτη μου

ακόμα καρφωμένο

ένα ρολόι κίτρινο

/ασημένια αλυσίδα/

μηχανή αξιόλογη που καίει το χρόνο

σ’ το χαρίζω

και μαζί

μια φωνή

να κελαηδά την αγάπη.

Σχόλιο:

Γνωρίζουμε ότι ο κάθε καλλιτέχνης (ποιητής, ζωγράφος, γλύπτης κλπ), στο κάθε δημιούργημά του εκφράζει τον συναισθηματικό του κόσμο, με τρόπο σουρεαλιστικό θα λέγαμε.

Ο Ηλίας στο ποίημά του με τίτλο «Φραγκμέντο», εκφράζει με πολύ ευαισθησία, τεμαχισμένο το πέρασμα της ζωής, και δη του συναισθηματικού του κόσμου μέσα στο χωροχρονικό συνεχές.

Ξεκινάει με το σήμερα και αναπολεί την παιδική ανέμελη ηλικία που ένα παιδί με ξανθά μαλλιά έπαιζε με το κιτρινισμένο σήμερα από το χρόνο παιχνίδι του, στεκόμενο δίπλα σε μια ασπρόμαυρη "παλιά φωτογραφία, από άλλες εποχές". Ο χρόνος, με το πέρασμά μας μέσα από τη συμπαντική και άπειρη διάσταση του, κιτρινίζει εικόνες και συναισθήματα, που ο ποιητής με τι ωραίο και παραστατικό τρόπο αναφέρεται στο καρφιτσωμένο στην πλάτη του κιτρινισμένο με ασημένια αλυσίδα, βιολογικό του προφανώς, ρολόϊ.

Τελειώνει υμνώντας την αγάπη, τον έρωτα που γεννά αενάως νέα ζωή, κόντρα στην κατακλυσμιαία εντροπία μας.

                                               Θοδωρής Τρουπής (Γκράβαρης)

 

Σχετρικό άρθρο: 

 

 

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.