Από την ποιητική συλλογή "Το προσωπείο του χρόνου"

.

Μέρες βαριές, μοίρες αναπότρεπτες

Στοιβάζονται σαν βράχοι πάνω στην ψυχή μας

Φτιάχνοντας αδιαπέραστα κυκλώπεια τείχη

Χωρίζοντάς μας τον έναν απ΄ τον άλλον

Χωρίζοντάς μας απ΄ τον ορυμαγδό της νέμεσης

Χωρίζοντας τον χρόνο σε δύο μέρη

Ορόσημα που διαφεντεύουνε το ριζικό μας.

.

Πυκνό πυκνό υφαντό υφαίνουνε οι μοίρες

Καινούρια πρόσωπα παίρνουν τη θέση των παλαιών

Γλώσσες καταληπτές και άλλες ακατάληπτες σαν των αγγέλων

Και σαν τις γλώσσες της Βαβέλ και ίσως

Όπως η γλώσσα η ίδια της αγάπης

Που αυτή δεν διαχωρίζει αλλά ενώνει

Ενώνει τα παλιά τα περασμένα

Με ό,τι τώρα εδώ σε περιβάλλει.

.

Κι όμως έστω κι αυτή η γλώσσα της αγάπης

Έχει ανάγκη από τη λήθη του καιρού

Όλα τα αγκαλιάζει σαν μανδύας

Αλλά διαλέγει τις πικρές στιγμές, να μη θυμάται

Να μη θυμάται ό,τι πέθανε και όζει

Να δίνεται όλη σε ό,τι έρχεται και να κοιτάζει

Με μάτια νέα έφηβου Αθηναίου

Τα μελλούμενα.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.