Ο μπαρμπα-Βασίλης ο Κόλλιας, παντρεύτηκε γύρω στα 1876 με την Παναγούλα Μπόρα από Σέρβου, μια πολύ καλή γυναίκα. Την Κυριακή πήγαν οι συμπέθεροι με το γαμπρό να πάρουν τη νύφη. Αφού στεφάνωσαν και γλέντησαν, γύρισαν στο χωριό αργά το βράδυ. Ακολούθησε γλέντι στο σπίτι του γαμπρού, όταν κάποια στιγμή ο μπαρμπα-Βασίλης σηκώθηκε από το τραπέζι και έψαχνε να βρεί κάτι πίσω από το κασόνι.

Ξαφνιασμένοι όλοι τον ρώταγαν :

- Βασίλη τι ψάχνεις ;και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος.

- Ψάχνω την γκλίτσα μου για να πάω στα πρόβατα.

-Αυτόν τον άνθρωπο που τον φέραμε εδώ, τι θα γίνει Βασίλη ;

-Τώρα έφαγε, στρώστε του να κοιμηθεί. Εγώ θα πάω στα πρόβατα.

Έπεσαν όλοι επάνω του, μα που να αλλάξει γνώμη ο Βασίλης. Πήγε στα πρόβατα και έμεινε η νύφη με τους συμπεθέρους.

Και όπως μου έλεγε η γρια-Βασίλαινα, το Βασίλη μετά από τρείς μέρες τον είδε και τον γνώρισε για άντρα.

(Απόσπασμα από το βιβλίο ΛΥΚΟΥΡΕΣΗ – ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΑΡΑΔΟΣΗ, του μακαριστού Ιερέα Χρήστου Αθ.Κομνηνού 1996)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.