Ας σκιρτήσουν

οι παλμοί της θλιμμένες μου καρδιάς

ας ξεσκίσουν το γκρίζο τούτο απόβραδο

κι’ ας φτάσουν στη μακρυνή σου κατοικία.

Κι’ ας θυμηθείς

τ’ αγαπημένα μας τραγούδια

καθώς τ’ άκουγες απ’ τα χείλη μου

κάτω απ’ τη σκιά της νύχτας με τα χίλια μάτια

που μας σκέπαζε προστατευτικά

και ριγμένοι στη χούφτα της ελπίδας.

Θα θυμηθείς τα τραγούδια μου

ένα μπουκέτο από ξερά φύλλα

μόλις αυτά πλήξουν την καλόγνωμην ευαισθησία σου.

Τι κι’ αν εκύλησαν τα χρόνια

τα χρόνια της ανέγνοιαστης ζωής μας

τότε που ήσαν όλα μια έκσταση

και ρυθμικά κινούσαμε δυο αδόλευτα λευκά

κι’ αστραφτερά φτερά !

Τι κι’ αν χάθηκαν οι στιγμές που μας εζούσαν

και τώρα απόμεινε μονάχα ένα πικρόγελο!

Θα θυμηθείς τα τραγούδια μου.

Κάθε τραγούδι και μια αγέννητη ψυχή

πού θα μένη πάντα αγέννητη.

Άφραστης αρμονίας μηνύματα

και λαχταρούσαν να ενωθούν σ’ ένα κλάμα

σ’ ένα δέος

κι’ εκεί να βρουν τη λύτρωση πεθαίνοντας.

Θα θυμηθείς τα τραγούδια μου

που ταπεινό προσφέρονταν θυμίαμα

στης άνοιξης σου την ηλιόβολη πεδιάδα

— στιγμές οδυνηρά ευτυχισμένες

ποτισμένες απ’ το ξέσπασμα των δακρύων.<-->


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.