(Ηλ. Χειμώνα, υποπτ/χου ε.α)
"Τα στοιχειά" θεωρούνταν κακοποιά πνεύματα που υπήρχαν σε ορισμένες τοποθεσίες και μπορούσαν να κάνουν κακό στους ανθρώπους που πέρναγαν από εκεί, κυρίως τη νύχτα. Τέτοιες δοξασίες υπάρχουν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και έχουν ρίζες πανάρχαιες. Κατά τον Νικόλαο Πολίτη
«...τα στοιχειά είναι ψυχαί φονευθέντων ανθρώπων ή ζώων, προσηλωμέναι δια του χυθέντος αίματος εις ωρισμένον τόπον, κτίριον ή δένδρον...».
Στο Σέρβου, σύμφωνα με την παράδοση, στοιχειά υπήρχαν σε ρέματα, σε βρύσες (πχ στου Καρκασάνι) και σε σκοτεινά και βραχώδη μέρη. Για τα μέρη αυτά έλεγαν ότι «κρατάει» στοιχειό. Η μορφή των στοιχειών δεν ήταν βέβαιη. Οι περισσότεροι τα φαντάζονταν σαν ανθρωπόμορφα μαλλιαρά και άσχημα πλάσματα, μπορεί όμως να άλλαζαν και μορφή και να εμφανίζονταν σαν ζώα, όπως τράγος, σκύλος, κότα κλπ. Ο καθένας έπλαθε τη μορφή του στοιχειού, όπως τη φανταζόταν. Οι δράκοι πάντως δεν ήταν στη δική μας παράδοση. Εκτός από τα καθ’ εαυτού στοιχειά, υπήρχαν και άλλα κακοποιά πνεύματα όπως οι νεράιδες, τα σμιρδάκια και η καλαμοδόντα.
Οι νεράιδες ήταν γυναίκες όμορφες, αεράτες, που σύχναζαν συνήθως κοντά σε βρύσες αλλά και σε καταράχια που φύσαγε (για τους ανεμοστρόβιλους έλεγε ο κόσμος ότι είναι νεράιδες που χορεύουν). Το όνομα τους προέρχεται από τις Νηριίδες, τις κόρες του Νηρέα, που κατά την αρχαία Ελληνική μυθολογία ήταν 50 και ήταν μάλλον καλές. Στη σύγχρονη εκδοχή οι νεράιδες ήταν πάρα πολλές και συνήθως ήταν πειραχτήρια. Τους άρεσε να τριγυρνάνε και να χορεύουν. Έπαιρναν ανθρώπους και τους κράταγαν, έτσι για την ευχαρίστηση τους. Γράφει ο Θοδωρής Τρουπής για τις νεράιδες
«Στη σπηλιά που είναι απουπάνου από τα χωράφια τα Σκιζέϊκα, στις ρίζες, είχανε κρυμμένο ένα παιδί των Κωστανταίωνε οι νεράιδες και το ταΐζανε βοϊδοσβουνιές. κάνα δυο - τρεις ημέρες. Βγήκανε οι γυναίκες των Κωστανταίων και σκούζανε και ψάζανε κι άκουσε το παιδί και βγήκε από τη σπηλιά και είπε πως το αρπάξανε κάτι γυναίκες, το κλείσανε στη σπηλιά και το ταΐζανε γκάβαλα και βοϊδοκοπριές. Τα ιδιανά κάνανε οι νεράιδες και στην Κωσταντού την Αναστασόνυφη. Έβοσκε η γυναίκα τα γουρούνια στου Ραϊδαμάσκου. Παρουσιάστηκε ένα γουρούνι με μια πλάκα σαπούνι στο στόμα και κοντά δυο - τρεις ψηλόλιγνες γυναίκες. Αρπάζουνε τη γρια - Κωσταντού και την πάνε στου Σκέμπη τη Σπηλιά. Την ηθέλανε παρέα. στο τέλος της βάψανε την άσπρη της γιούρτα μαύρη και την αφήκανε να φύγει. Κι έφυγε κι ήρθε στο χωριό με την άσπρη γιούρτα μαύρη ! !...»
Άλλες φορές οι νεράιδες παίρνανε τη μιλιά των ανθρώπων ή τα λογικά τους. Γι’ αυτό τους ιδιόρρυθμους και λοξούς τους έλεγαν νεραϊδοπαρμένους. Αν κάποιος ήταν άτυχος και περπατώντας πάταγε το (αόρατο) τραπέζι που τρώγανε οι νεράιδες, τότε τον κούτσαιναν. Ήταν αόρατες και μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι μπορούσαν να τις ιδούν. Αν κάποιος κατάφερνε να πάρει το μαντήλι μιας νεράιδας, τότε αυτή γινόταν πειθήνια και τον ακολουθούσε. Μπορούσε και να την παντρευτεί. Πάντως δεν έχουμε ακούσει να πήρε ποτέ κανένας Σερβαίος το μαντήλι κάποιας νεράιδας.
Τα σμυρδάκια ήταν φωτίτσες που περπάταγαν μέσα στη νύχτα. Κατά μια δοξασία ήταν βρυκολακιασμένα μωρά που είχαν πεθάνει αβάπτιστα και σύχναζαν γύρω από τα νεκροταφεία.
Η Καλαμοδόντα ήταν στοιχειό που έτρωγε τα άτακτα παιδιά. Συνήθως οι μανάδες φόβιζαν τα παιδιά τους για φρονηματισμό. Αν κάνουν αταξίες, έλεγαν, θα τα βγάλουν το βράδυ έξω από το σπίτι και θα τα φάει η καλαμοδόντα. Κανείς δεν την είχε ιδεί όμως.
Τα Φαντάσματα βγαίνανε στο σκοτάδι και τρόμαζαν τους ανθρώπους. Ήταν άνθρωποι πεθαμένοι που για κάποιες αμαρτίες τους βασανιζόταν η ψυχή τους και περιφερόταν ή ψυχές που είχαν αδικηθεί και ζητούσαν δικαίωση.
Οι δοξασίες για τα στοιχειά ήταν βαθιά ριζωμένες στον κόσμο και λίγο πολύ φόβιζαν όλους. Κατ’ αρχήν ήταν οι παραδόσεις από τα πανάρχαια χρόνια, από την Ελληνική μυθολογία. Έπειτα ήταν οι φόβοι που φύτευαν οι μεγάλοι στα παιδιά για να τα κοροϊδέψουν ή να τα φρονηματίσουν. Και τέλος ήταν η συνειδητή καλλιέργεια των φόβων από τους ζωοκλέφτες, που ήθελαν, όταν ο κόσμος άκουγε θόρυβο ή έβλεπε σκιές, να νομίζει ότι πρόκειται για σμυρδάκι ή κάποιο στοιχειό και να κρύβεται. Έτσι έλεγαν φανταστικές ιστορίες που ο κόσμος πίστευε.
Για να προφυλαχθούν από τα στοιχειά, όσοι γύριζαν τις νύχτες, είχαν επάνω τους αποτρεπτικά: είτε φυλαχτά με λίγο μπαρούτι είτε ένα μαυρομάνικο μαχαίρι. Πολλές διηγήσεις για στοιχειά τέλειωναν με τη φράση "...και του φώναξε το στοιχειό: έχε χάρη που έχεις πάνω σου μαυρομάνικο μαχαίρι, αλλιώς θα σε έφτιαχνα εγώ."
"Φέγα Νάσιο Καπλάνη, το στοιχειό του Καρακασάνι"
Στη βρύση του Καρκασάνι μια φορά ξέπεσε μια κότα. Ο Νάσιος από του Σέρβου, που περνούσε από εκεί με τον γερο Ασίκη από τους Αράπηδες, είδε κάτι να κουνιέται μέσα σε μια τούφα, στο μισοσκόταδο και παραξενεύτηκε. Λέει λοιπόν φοβισμένος στον γερο Ασίκη:
- τι λες νάναι τούτο; Στοιχειό νάναι;...., λιάρα κότα νάναι;....Τι στα κομμάτια νάναι;
Ο γερο Ασίκης, παμπόνηρος και κατεργάρης, είδε την κότα και κατάλαβε τον φόβο του Νάσιου. Χωρίς δισταγμό λοιπόν δείχνει πως τάχα φοβήθηκε και λέει του Νάσιου:- φέγα Νάσιο του Καπλάνη, το στοιχειό του Καρκασάνι. Το ’βαλε στα πόδια ο Νάσιος και ο Ασίκης με την ησυχία του έπιασε την κότα, την πήρε στο σπίτι του και την έφαγε.
Ο φόβος που είχαν οι άνθρωποι, προπαντός αν περνούσαν μόνοι τους νύχτα από μέρος που «κράταγε», τους έκανε να βλέπουν στοιχειά και να διηγούνται μετά την εμπειρία τους, που πολλές φορές γινόταν πιστευτή. Και επειδή έκανε εντύπωση, το νέο διαδιδόταν γρήγορα και σε άλλους. Κάποτε ο Μήτσος ο Λίτσας (Γκούρης) ερχόταν στου Σέρβου νύχτα από το χωριό Αραμουζά. Στο δρόμο, κάπου στην Κρίκιζα, μπλέχτηκε στα βάτα και του πιάστηκε η τραγιάσκα. Φοβήθηκε ότι ήταν στοιχειό το 'βαλε στα πόδια. Φτάνοντας στο χωριό τρομαγμένος διηγήθηκε το συμβάν. Την άλλη μέρα, με το φως και παρέα γύρισε στον τόπο που ήταν το στοιχειό και βρήκε την τραγιάσκα κολλημένη στο βάτο. Αν δεν πήγαιναν ο κόσμος θα πίστευε ότι ήταν στοιχειό .
Ο γερο-Νύσιος ο Βέργος και ο Θανάσης Τρουπής (Θανασιός) είχανε σμίξει τα γιδοπρόβατα τους και τα «κοιμόσαντε» έξω στη στάνη. Σ' ένα σταμνάκι, μάζευαν κάθε μέρα την κορφή του γάλατος για το βούτυρο. Κάποια νύχτα το σκυλί, ο Τραχήλης, έφτασε το σταμνί, έβαλε μέσα το κεφάλι του για να φάει το βούτυρο αλλά δεν μπορούσε μετά να το βγάλει. Άρχισε να γαυγίζει και να τρέχει σέρνοντας μαζί του και το σταμνί. Οι άνθρωποι που άκουσαν τον παράξενο ήχο από το γαύγισμα μέσα στο σταμνί και το θόρυβο από το κατρακύλισμα και φαντάστηκαν πως ήταν ξωτικό.
- Σμυρδάκι Θανάση!, λέει ο Νύσιος. Το ντουφέκι να το σκοτώσουμε, θα μας φάει τα πρόβατα.
Και ανάβουν φωτιές να φοβηθεί και να φύγει. Ο Τραχήλης αναποδογυρίζεται, πέφτει κάτω από τη μάντρα, σπάει το σταμνί, ελευθερώνεται και γαυγίζει τώρα κανονικά. Έτσι ο φόβος μετριάζεται. Το πρωί βρήκαν το σπασμένο σταμνί με το βούτυρο φαγωμένο. Κατάλαβαν τότε πως ήταν ο Τραχήλης και όχι σμυρδάκι. Δείχνει όμως η ιστορία πόσο φόβο είχαν οι άνθρωποι.
Κάποια "καλόπαιδα" από το κάτω χωριό, τι κάνανε για να φοβίσουνε μια γιαγιά που πίστευε στα φαντάσματα και τα στοιχειά. Βρήκαν μια χελώνα και όταν σουρούπωσε την πήγαν απέναντι στον Αγιοθανάση, σε ένα μέρος που ήταν αγνάντιο από το σπίτι της γιαγιάς, Άναψαν κάποια κεριά και τα κόλλησαν στο καύκαλο της χελώνας και την ανάγκασαν να κινείται. Ένας της παρέας είχε μείνει στο χωριό και συννενοημένοι όπως ήσαν φωνάζει, έντρομος τάχα, τη γιαγιά.
-Τήρα γιαγιά, τήρα, απέναντι στον Αγιοθανάση, πως περπατάνε τα σμυρδάκια.
-Παναγία μου, λέει η γιαγιά και και κάνοντας το σταυρό της μπαίνει απότομα στο σπίτι και αμπαρώνει την πόρτα.....