(Άρθρο το 2010 του Σπύρου Αγ. Βέργου
-Σέρβου 1944, Αθήνα 21-4-2021-).
Σεργιάνι βγήκε ο Χάροντας ψηλά στον Αρτοζήνο.
Τριγύρω - γύρω αγνάντεψε κάποιο να σαϊτέψει.
Κανένα δεν αντάμωσε μόνο τις κρύες βρύσες.
- Βρυσούλες που ‘ναι τα παιδιά που είναι oι λεβέντες;
- Όλοι οι λεβέντες φύγανε και τα παιδιά αντρειωθήκαν.
Λίγα πουλάκια μείνανε κι αυτά φτεροκοπάνε,
σκιαγμένα από την ερημιά, τη μοναξιά της πλάσης.
Ροβόλησε ο Χάροντας στ' Αράπηδες επήγε.
Δεν βρήκε αυτόν που διάλεξε μαζί του να τον πάρει.
Ρώτησε τη γερόντισσα που άναβε καντήλι,
στο κοιμητήρι μοναχή και έκαιγε λιβάνι.
-Πες μου γερόντισσα Σιωπή που θε να βρω τον Ήλιο,
το Λια του μπάρμπα Θοδωρή, που τις καρδιές γιατρεύει;
-Άφησε Χάρε τον Α ι τ ό και πάρε εμέ για κείνο.
Είναι λεβέντης ανθρωπιάς, είναι γιατρός του πόνου,
είναι το πιο καλό παιδί και του χωριού καμάρι,
μπροστάρης πάντα και παντού, στο Σύνδεσμο αγκωνάρι.
-Φτάνει γερόντισσα καλή, αυτόν θέλω να πάρω...
Δίνει βιτσιά στο μαύρο του και στην Αθήνα φτάνει.
Βρίσκει στο Γ Ν Α το Λιάκο μας, το Λιάκο το Χειμώνα.
-Έλα Ηλία λεβεντιά για το στερνό ταξίδι.
-Χάρε γιατί ήρθες ενωρίς, τι θέλεις από μένα;
-Τη λεβεντιά, την ανθρωπιά, την άδολή σου αγάπη,
το θάρρος την παλικαριά και τη σοφή σου γνώση,
το πάλεμα για τα Κοινά, για τη γιατρειά του κόσμου.
-Θα σε παλέψω Χάροντα κι αν με νικήσεις πάμε.
Σαν ήρωας επάλεψε, σαν Διγενής Ακρίτας.
Δεν νίκησε... Ήταν γραφτό να φύγει από κοντά μας,
για το περβόλι τ' ουρανού, του Παραδείσου αλώνια,
μες στους Αγγέλους Άγγελος
για όσα έχει προσφέρει,
σ' όλους εμάς που ζήσαμε τις τόσες αρετές του.
Ηλία φίλε, αδερφέ, γιατρέ μας και πατριώτη.
Καλό ταξίδι... Πτέραρχε... Η μνήμη σου α ι ώ ν ι α .
( σαβ )