…Συνέχεια από (Δ΄ Μέρος)
Στο περιστέρι. (Μετέπειτα οι νεώτεροι που διοίκησαν τις τράπεζες και έκαναν το δήθεν μορφωμένο, με τα πολλά πτυχία και το λειψό μυαλό, αυτά τα αξιώματα δεν ακολούθησαν και κατάντησαν τις τράπεζες, το καταφύγιο της οικονομίας, την αμέριστη εμπιστοσύνη του λαού στις τράπεζες όπως τις κατάντησαν... Από ασφαλές καταφύγιο αποταμιεύσεως των λαϊκών οικονομιών, και από μοχλό δύναμης οικονομικής ανάπτυξης, σε μεγάλο φόβο κινδύνου, ανυπόληπτες...)

Στο Περιστέρι, εκεί έβρισκαν καταφύγιο, οι φτωχοί, οι πολιτικά κατατρεγμένοι άνθρωποι από όλες τις περιοχές της Χώρας. Το πνευματικό επίπεδο χαμηλό. Οι περισσότεροι δεν ήσαν μορφωμένοι ίσως να ήξεραν ολίγη γραφή και ανάγνωση. Αποτελούσαν το φθηνό σκληρό εργατικό δυναμικό της Χώρας για τις σκληρές δουλειές, οικοδομή, λατομεία, υφαντουργία κλπ. Η κοινωνική συμπεριφορά τους ήταν ανάλογη, αυθόρμητη, απότομη, σκληρή, πολλάκις προσβλητική. Στο κατάστημα, ήρθε νεοδιόριστος υπάλληλος, ήταν νέο παιδί που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Τον έβαλε ο δ.ντής στο τμήμα καταθέσεων κοντά στον έμπειρο ταχύτατο καλό συνάδελφο, τον αείμνηστο Ηλία Τζιβολιά... Τον καλωσορίσαμε και του ευχηθήκαμε καλή σταδιοδρομία... Εγώ τον ρώτησα από ποιο μέρος είναι... Μου είπε από τη Μεσσηνία, την Καλαμάτα.
Εγώ ταλαιπωρημένος από τη μέχρι τότε διαδρομή μου στην τράπεζα και τα πολύ λίγα λεφτά που παίρναμε, που ίσια-ίσια μόλις και φθάνανε να καλύψουν τα έξοδα του μήνα, αυθορμήτως του είπα:
-Καλά, καλά... Μυαλό που έχεις... Έφυγες από τη γη της επαγγελίας, τον παράδεισο και ήρθες να βρεις την τύχη σου στην κόλαση, εδώ μέσα... Ήρθες και εσύ να χορτάσεις ψωμάκι...
Αυτός ευγενικά μου λέει:
- Κύριε, από φτωχή οικογένεια είμαι και εγώ... Δεν είμαι από τη Γη της επαγγελίας, το χωριό μου είναι άγονο και ορεινό...
Συνήλθα δεν έπρεπε να τον απογοητέψω και αμέσως το διόρθωσα και του είπα:
-Δεν πειράζει, όλοι μας από φτωχά μέρη είμαστε, όλοι πρέπει να ζήσουμε, θα δουλέψουμε και θα ζήσουμε και με τα λίγα, έλα και εσύ εδώ κοντά με εμάς και μαζί με τους άλλους. Το πρώτο που του έμαθε, ήταν τι είναι κατάθεση, ανάληψη και τι είναι καρτέλα, ο λογαριασμός του πελάτη, και πως είναι ταξινομημένες οι καρτέλες στις καρτελοθήκες.
Του έμαθε τους αποταμιευτικούς λογαριασμούς όψεως και ταμιευτηρίου. Του δίνει ένα μπλοκ χρώματος πράσινο και ένα χρώματος άσπρο και ένα στυλό.
-Άκου, συνάδελφε, κύριε Φ.... Νίκο...
Έρχεται ο πελάτης, σου λέει καλημέρα, του ανταποδίδεις τον χαιρετισμό. Αν δεν σου ειπεί αυτός του λες εσύ και τον ρωτάς:
-Τι θα θέλατε να σας εξυπηρετήσω; Εδώ σε εμάς, όπως βλέπεις, το καρτελάκι λέει: «Τμήμα καταθέσεων». Θα σου ζητήσουν ή να καταθέσουν ή να πάρουν χρήματα. Άμα σου ζητήσουν να καταθέσουν, συνήθως, θα σου ζητήσουν στο λογαριασμό ταμιευτηρίου ή καταθέσεις όψεως. Για το ταμιευτήριο έχουν και αυτό το βιβλιαράκι, για τις καταθέσεις όψεως δεν υπάρχει βιβλιαράκι. Τώρα, ας υποθέσουμε ότι ήρθε πελάτης και μας ζητάει να καταθέσει στο λογ/μό ταμιευτηρίου, του ζητάμε το βιβλιαράκι του και τον ρωτάμε πόσα θέλει να καταθέσει.
Μας λέει το ποσό. Παίρνουμε το πράσινο μπλόκ, που προηγουμένως όπως βλέπεις έχουμε βάλει τα δύο καρμπόν για να είναι πάντοτε έτοιμο για να μην καθυστερούμε και ψαχνόμαστε όταν έρθει ο πελάτης, (γιατί αυτό δεν είναι καλό).
Όπως βλέπεις, επάνω-επάνω αριστερά, είναι το όνομα της τράπεζα, μετά λέει: Είσπραξης, δίπλα γράφει, ημερομηνία και στην άκρη δεξιά δρχ... (κενό) για να συμπληρώσουμε αριθμητικώς το ποσό των χρημάτων, από κάτω γράφει ονοματεπώνυμο (έχει κενό) και συνέχεια αριθμό λογ/μού.... (κενό) Από κάτω, γράφει ποσόν και έχει δύο σειρές κενό.....
Εδώ τώρα δώσε μεγάλη προσοχή! Εδώ γράφουμε το ποσό των χρημάτων που μας είπε και το έχουμε γράψει πιο πάνω αριθμητικώς, το γράφουμε ολογράφως όσο πιο καθαρά μπορούμε... Εδώ δεν επιτρέπεται να είναι μουτζουρωμένο ή διορθωμένο ή διαφορετικό από το αριθμητικό ποσό...
Σε περίπτωση που γίνει λάθος και είναι διαφορετικό, ισχύει πάντοτε το ολογράφως. Πιο κάτω, εδώ, γράφει ο προϊστάμενος ο καταθέτης ο ταμίας. Όταν το συμπληρώσουμε, βάζουμε τον πελάτη να υπογράψει, βρίσκουμε την καρτέλα του πελάτη, τη συμπληρώνουμε αναλόγως στην κατάθεση και στο προηγούμενο ποσό το προσθέτουμε και γράφουμε το νέο υπόλοιπο .Το ίδιο κάνουμε και με το άσπρο, την ανάληψη, στην ανάληψη, ο πελάτης παίρνει λεφτά και τα αφαιρούμε από το υπόλοιπο του λογ/μού του.
Όταν τα υπογράψει ο πελάτηςκαι έχουμε τακτοποιήσει την καρτέλα, τη δίνουμε μαζί με τα παραστατικά στον προϊστάμενο, τα ελέγχει υπογράφει και τα παραστατικά τα βάζει σε αυτή, την πρώτη θυρίδα του ταμεία.
Ο πελάτης πηγαίνει με τη σειρά του στο ταμείο, καταθέτει τα χρήματα. Ο ταμίας, όταν τα καταμετρήσει, σφραγίζει με την αριθμημένη, μεταλλική σφραγίδα και τα τρία, παραστατικά, κρατάει το πρώτο για το ταμείο, δίνει το κιτρινωπό στον πελάτη και το δεύτερο, που είναι πιο ανοιχτό πράσινο, το βάζει στη δεύτερη θυρίδα.
Ο προϊστάμενος το παίρνει, ελέγχει αν έχει την υπογραφή και τη σφραγίδα του ταμία και το τακτοποιεί για τη λογιστική ταμιακή συμφωνία το μεσημέρι, εμείς κάνουμε τη λογιστική συμφωνία των λογ/σμών από τις καρτέλες και τελειώνει η δουλειά...
Μέχρι εδώ σήμερα, μην σε ζαλίζω, τα κατάλαβες;...
Απαντάει:
- Ναι τα κατάλαβα...
-Ό,τι δεν καταλαβαίνεις θα με ρωτάς... Όταν ρωτάς, ποτέ δεν θα χάσεις, θα μαθαίνεις...
«Ρωτώντας κούτσα- κούτσα, σιγά-σιγά και ο στραβός και ο κουτσός πάει στην Πόλη!...». Λάθη δεν επιτρέπονται και ειδικά μπροστά σε πελάτες... Το κατάλαβες;...
-Ναι.
-Θέλεις να με ρωτήσεις κάτι;
Ευγενέστατα και φοβισμένα, του λέει:
-Ναι τώρα τα κατάλαβα, κύριε Τζιβολιά...
-Εξ άλλου, εδώ θα είμαστε, κάθε μέρα θα μαθαίνουμε και από λίγα.
Ήρθε πελάτης και του είπε:
-Θα σας εξυπηρετήσει ο νέος συνάδερφος.
Ο πελάτης του ευχήθηκε, καλή σταδιοδρομία... Ο Ν...Φ... είπε ευχαριστώ. Ήθελε κατάθεση. Με τη στενή επίβλεψη του συναδέλφου, εξυπηρέτησε πολλούς πελάτες την ώρα που όταν στο γκισέ δεν ήσαν πολλοί πελάτες να υπάρχει πίεση.
Όταν ήσαν πολλοί πελάτες δεν τον άφηνε, τους εξυπηρετούσε με μεγάλη ταχύτητα ο ίδιος, αυτός του έβρισκε μόνο τις καρτέλες... Νομίζω πως δεν θα είχε περάσει από τότε που ήρθε ο συνάδερφος Ν Φ μία εβδομάδα και μέχρι τότε καλά τα πήγανε...

Πρέπει να ήταν μέση του μήνα, για να μην είχε πάρα πολύ δουλειά... Η ώρα θα ήταν γύρω στις δώδεκα. Έρχεται στο τμήμα καταθέσεων θαρρετά όπως ερχότανε ο εργολάβος οικοδομών, κ. Μιχάλης Χ..., που είχε και Ι .Χ. Μερσέντες κούρσα, που του προσέδιδε γόητρο, κύρος, κοινωνική μόρφωση και ακόμα, ακόμα και η Μερσέντες ήξερε και πολλά γράμματα...
Τότε, στο Περιστέρι, κυκλοφορούσαν μόνο πέντε αυτοκίνητα, κούρσες Ι.Χ. Μερσέντες, του Παπάζογλου, του μεγαλοκτηματία οικοπεδούχου Παπασταμάτη, του Νικολέτου και ένας που είχε τα νταμάρια της Πετρουπόλεως...
Στην περιοχή, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για κατοικία, και ήταν πολύ μεγάλος ο οικοδομικός οργασμός, κτίζονταν με άδειες οικοδομής και τα περισσότερα λαθραία... Οι αμόρφωτοι, έκαναν τον μορφωμένο, οι ανίδεοι τον ειδικό, ο μάστορας τον μηχανικό, ο εργάτης τον εργολάβο.
Έκτισαν όλα τα λαθραία σπίτια, μέχρι επάνω τα βουνά, και πλούτισαν μονομιάς, (έγιναν οι νεόπλουτοι). Ο πλούτος φέρνει και γοητεία, μόρφωση, αυτός από μόνος του, μονομιάς και γνώση... Νομίζουν πως φέρνει και λεβεντιά, και προ πάντων κάνουν πως ξέρουν γράμματα και επιστήμες... Και νομίζουν αυτοί, τους μορφωμένους για αμόρφωτους, τους επιστήμονες που ξέρουν γράμματα και είναι φτωχοί, ως νοητικούς καθυστερημένους, τιποτένιους, ως το τίποτε... Εδώ για αυτούς μιλάει ο πλούτος!... Έτσι και αυτή τη στιγμή ο κ. Μιχ... Χ... είπε με στόμφο στον νέο συνάδελφο...
-Κατάθεση.
–Παρακαλώ, το όνομά σας...
-Δεν με ξέρεις;...
Είπε το όνομά του... 
Ο συνάδελφος, πρωτόπειρος, από το ύφος του, το στόμφο του και την πομπώδη συμπεριφορά του, έκανε το λάθος... Αντί για το πράσινο μπλόκ, παίρνει το άσπρο και άρχισε να γράφει...
Ο πελάτης, που τον είδε, του λέει:
-Το πράσινο ρέεε... Αγράμματος είσαι;... Ξύπνα, μην σου ρίξω κανά σφάλιαρο...
Δεν πρόφτασε κανένας να αντιδράσει... και κλάατς ακούγεται ο σφάλιαρος...
-Πάρτονε ρέεε, να ξυπνήσεις....
Εγώ αυτή τη στιγμή μετρούσα τα χρήματα του πελάτη, που ήταν μπροστά στο ταμείο μου. Ασυναίσθητα, αυτομάτως, σαν πιεσμένο ελατήριο πετάχτηκα, πήδησα, δεν ξέρω πώς, πάνω από τα προστατευτικά κρύσταλλα του ταμείου, χωρίς να σπάσουν και τον άρπαξα και του έριξα την πρώτη στη μούρη...
Όλοι οι συνάδερφοι παράτησαν τα στυλό και τα χαρτιά και βγήκαν έξω από γκισέ και του έριχναν τις καρπαζιές. Μαζί με τους υπαλλήλους, τον κτυπούσαν και οι παρευρισκόμενοι πελάτες. Από τους πρώτους αν και ήταν εύσωμος, πολύ χοντρός, ήταν ο καλός συνάδερφος ο Γιάννης ο Αναστασόπουλος, ο οποίος σπρώχνοντάς τον, τον έβγαλε έξω από την τράπεζα...
Πανζουρλισμός επικρατούσε, χρήματα είχαν ξεφύγει από το ταμείο, σκόρπια στο διάδρομο. Οι συνάδερφοι τα μάζευαν, δεν τα μάζευαν μόνο οι συνάδελφοι, αλλά τα μάζευαν και οι πελάτες και τα έβαζαν επάνω στο γκισέ του ταμείου. Καταμετρήθηκαν και δεν έλειπε ούτε δεκάρα!...
Αυτή ήταν η ηθική ποιότητα του απλού κόσμου του Περιστερίου, φτωχός, αλλά τίμιος, σκληρός αλλά δίκαιος, την άδικη συμπεριφορά αμέσως την καταδίκασαν και απέδιδαν δικαιοσύνη άμεση, χειροδικούσαν, αγράμματος αλλά κοινωνικά μορφωμένος, σοφός!.
Το γεγονός, αυτό δεν μαθεύτηκε εκτός καταστήματος.
Ο νέος, άπειρος τότε υπάλληλος, έγινε καλός, έμπειρος και ανέλαβε μετέπειτα και διευθυντικά καθήκοντα.
Ο πελάτης, κ. Μιχάλης Χ...., κατάλαβε το μεγάλο σφάλμα του, την απρεπέστατη συμπεριφορά του και μετά από μερικές ημέρες, ήρθε, ζήτησε από τον συνάδελφο συγνώμη και από όλους μας, και ήρθε και σε μένα με αγκάλιασε και μου ζήτησε συγνώμη… Με ρώτησε και αμέσως μου είπε:
-Αν έγινε κάποια ζημιά ή χαθήκανε χρήματα, είμαι πρόθυμος να τα πληρώσω...
Του απάντησα ότι, δεν έλειψε ούτε δεκάρα. Δώσαμε αμοιβαίως συγνώμη και γίναμε και φίλοι... Παρέμεινε καλός πελάτης στο κατάστημα και για να εξιλεωθεί, η ψυχή του, όταν έμαθε ότι παντρεύομαι, από μόνος του επέμενε να διαθέσει τη Μερσέντες του, ως δώρο, στολισμένη για την όλη τελετή του γάμου μου. Εφόσον επέμενε πολύ και με την προτροπή των συναδέλφων μου και περισσότερο του κ. Χαρίση δέχτηκα τη Μερσέντες. Ήταν καταστολισμένη! Και ο οδηγός της χαρούμενος!...
Παντρεύτηκα την Ελένη Π. Χριστοπούλου, την 7/1/ 1973. Το μυστήριο του γάμου έγινε στο Ι.Ν. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, στο Περιστέρι. Προσκαλεσμένοι ήσαν όλοι οι συνάδερφοι του καταστήματος και παραβρέθηκαν όλοι τους.
Από τότε δεν έχω μπει σε Μερσέντες... Νομίζω πως δεν έχω χάσει και τίποτα το σπουδαίο...

Το κατάστημα Περιστερίου είναι στη διασταύρωση των οδών Παν Τσαλδάρη και 25ης Μαρτίου. Επί της 25ης Μαρτίου, είναι υπερυψωμένο λόγω της κλίσεως του εδάφους, περίπου 1,20 μέτρα, η περίμετρός του ήταν με τζαμαρία προστατευμένη με σιδερένια ρολά, με ρομβοειδή καινά, τα οποία εξασφάλιζαν άνετο φωτισμό, ήσαν μονίμως κατεβασμένα και σφαλισμένα. Ήταν άνετα στο να βλέπεις από μέσα προς τα έξω και από έξω προς τα μέσα.
Σε αυτό το υπερυψωμένο σημείο, απέξω πολλές φορές ερχότανε μια γριούλα ρυτιδιασμένη, μαυροφορεμένη, ταλαιπωρημένη. Ακουμπούσε τους αγκώνες των χεριών στο υπερυψωμένο πρεβάζι της τζαμαρίας, με τις παλάμες της έπιανε τα ρυτιδιασμένα μάγουλά της και στήριζε το κεφάλι της, που ήταν καλυμμένο απάνω στη τζαμαρία, σαν κάτι να προσπαθούσε να δει μέσα...
Την είδαν οι κυρίες συνάδερφοι, που είχαν μεγαλύτερη παρατηρητικότητα και στην αρχή νόμισαν πως ήταν ζητιάνα και καθότανε έτσι για να ξεκουράζεται. Παρατήρησαν όμως, ότι δεν ήταν, διότι τις ημέρες που πληρώνονταν οι γέροι με επιταγές τις συντάξεις των, ερχόταν η γιαγιά ενωρίς και καθόταν στο σαλονάκι με τα καθίσματα, απέναντι ακριβώς από το ταμείο. Ήταν συνεχώς δακρυσμένη και σχεδόν από τους τελευταίους ερχόταν στο ταμείο για να πάρει τη σύνταξή της... Μια μέρα που είχε πολύ κρύο και η γιαγιά ήταν εκεί κολλημένη στο τζάμι, τη λυπήθηκε η συνάδελφος, η κα Χρυσάνθη Μουροπούλου, βγήκε έξω, με καλοσύνη πλησιάζει τη γιαγιά και τη ρωτάει:
- Γιαγιούλα μου καλή, θέλεις κάτι, θέλεις καμία βοήθεια, γιατί είσαι κολλημένη στο τζάμι, θα κρυώσεις...
-Κόρη μου, σε ευχαριστώ πολύ, κάτι κοιτάζω, δεν θέλω τίποτα, δεν κρυώνω, το μόνο που θέλω να μην με μαλώσεις, θέλω να έρχομαι να κάθουμαι εδώ πα, όπως κάθουμαι...
-Γιαγιά, έλα να πάμε μαζί μέσα, να καθίσεις στο σαλονάκι όση ώρα θέλεις... Από εκεί, να βλέπεις ό,τι θέλεις, εδώ θα κρυώσεις, έλα...
-Όχι, κόρη μου, μην ενοχλώ και με μαλώσουν και αν με μαλώσει εκείνο το παιδί;...
–Ποιο παιδί γιαγιά;... Κανένας δεν σε μαλώνει..
– Εκείνο το παιδί, κόρη μου, μεν τα σγουρά μαλλιά που είναι μέσα από τα τζάμια, κόρη μου...
-Δεν σε μαλώνει γιαγιά, δεν σε μαλώνει... Γιατί να σε μαλώσει;...
-Αν με μαλώσουν οι άλλοι, δεν με πειράζει, θα ειπώ ευχαριστώ και θα φύγω, αν μου ειπεί αυτό το παιδί μία κουβέντα, θα είναι ντέρτι, θα είναι διπλός καημός, θα είναι αβάσταχτος βραχνάς, μεγάλος...
-Γιατί να σε μαλώσει, γιαγιά;... Δεν σε μαλώνει...
-Κόρη μου, σε ευχαριστώ, χίλια τα καλά σου...
Εγώ εκεί άμα με αφήνετε να ακουμπάω, καλά μου είναι... Καλό μου κάνει, ξεκουράζεται το σώμα, εκεί αναπαύεται η ψυχή μου...
Δάκρυα κυλούσαν στα ρυτιδωμένα, αυλακωμένα από τα βάσανα μάγουλα της γιαγιάς. Τα σκούπιζε με το μαύρο τσεμπέρι της να σταματήσουν και αυτά έτρεχαν, έτρεχαν συνέχεια.
-Κόρη μου, όλα τα καλά του κόσμου στο σπιτικό σου, σε ευχαριστώ. Τώρα θα φύγω, κόρη μου, και άλλη μέρα που θα έρθω, θα έρθω να σε βρω... Αν έχεις βολή, κουβεντιάζουμε για λίγο...
-Ναι, γιαγιούλα μου χρυσή, να έρθεις όποτε θέλεις, θα ξεκλέψω τον χρόνο, θα βρω την ευκαιρία...
-Σε ευχαριστώ, καλή μου κόρη, την ευχή μου... Ο Θεός και η Παναγιά να σε φυλάει
-Στο καλό, γιαγιά, στο καλό... Δακρυσμένη έφυγε η γιαγιά σιγά-σιγά. Σούρνοντας τα πόδια της τα πάει, σαν να είναι εκεί στη γη, στο χώμα κολλημένα, σαν να μην ήθελε η γιαγιά από τον τόπο αυτό να φύγει... Σαν κάτι να την κρατάει... Σιγά-σιγά έφυγε και στο βάθος του δρόμου εχάθη...
Έφυγε, αλλά άφησε πίσω της τον προβληματισμό στις δύο κυρίες, τις συναδέλφους, την κα Χρυσάνθη Μουροπούλου και την κα Χαρούλα Κορνηλάκη-Χουντή.
Σαν τι να ήθελε, τι γύρευε η γιαγιά, εκεί μέσα στο κατάστημα, που επίμονα κοιτούσε;...
Περίμεναν με ανυπομονησία, πότε θα έρθει να κουβεντιάσουν για να τους φύγει η απορία... Δεν περάσανε από τότε πολλές ημέρες και να'σου η γιαγιά, τσούκου-τσούκου ήρθε. Από μακριά κοντοστάθηκε να μην ενοχλήσει... Την είδε η συνάδελφος, η κα Χρυσάνθη Μουροπούλου, αμέσως, είπε συγνώμη στον πελάτη που εξυπηρετούσε,(η κα Μουροπούλου ήταν υπάλληλος στο τμήμα εισαγωγικό-εξαγωγικό εμπόριο) και πήγε κοντά της.
-Καλώς την, της λέει.
-Καλημέρα κόρη μου, καλώς σε βρήκα... Μήπως η ώρα δεν είναι καλή, είναι παράωρα και πρέπει πριν να μου πούνε κάτι, πρέπει, κόρη μου, να φύγω και έρχομαι άλλη ώρα;...
-Όχι, γιαγιούλα μου καλή, έλα μέσα...
Την πιάνει από το χέρι και την πηγαίνει στο γραφείο της, εκεί, της βάζει μια καρέκλα να καθίσει...
-Ευχαριστώ, παιδάκι μου, ευχαριστώ... Κάνε, τελείωσε τη δουλίτσα σου και μη νοιάζεσαι για μένα. Όταν με το καλό τελειώσεις και θέλεις και μπορείς, κουβεντιάζουμε λιγουλάκι...
-Θέλεις κάτι γιαγιά, πορτοκαλαδίτσα να σε φιλέψω να βάλεις κάτι στο στόμα σου...
-Ευχαριστώ, κόρη μου, για την καλή σου γνώμη, δεν θέλω, δεν κατεβαίνει τίποτα τώρα κάτω...
Σε λίγο, τέλειωσε τη δουλειά της με τον πελάτη... Κοιτάζοντας τη γιαγιά που βουβά κυλούσαν τα δάκρυα και τα σκούπιζε με την άκρη του από το μαύρο της τσεμπέρι, της λέει:
-Γιαγιά, τώρα έχω αδειά, μπορούμε να κουβεντιάσου ό,τι θέλεις...
-Κόρη μου, το βλέπεις εκείνο το παιδί;...
-Ποιο;...
-Εκείνο με τα σγουρά μαλλιά, που είναι μέσα στο γυάλινο κλουβί...
-Ναι, γιαγιά, το βλέπω.
–Εκείνο, παιδάκι μου, που κάθε μήνα μου δίνει τα λεφτά...
-Ναι, σου δίνει τη σύνταξή σου...
-Αυτό το παιδί, από τότε που ήρθε εδώ, ήρθε εδώ το παιδί μου. Κάθε μήνα, του λέω καλημέρα, μου λέει καλημέρα, το ξέρω, δεν με ξέρει, έρχομαι και κάθουμαι και το βλέπω, αλλά δεν με βλέπει, είναι το παιδί μου... Αυτό μόνο τα λεφτά μου δίνει...
Τη συνάδελφο την έπιασε τρεμούλα, δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να το χειριστεί. Και από μέσα της λέει:
-Παραφρόνησε η γιαγιά, πάει... πάει...
Σηκώνεται και της λέει:
-Πάω να φέρω λίγη πορτοκαλάδα, γιαγιά, να βάλω κάτι στο στόμα μου.
-Ναι, κόρη μου...
Πήγε και έφερε δύο ποτήρια χυμό πορτοκάλι. Δίνει το ένα της γιαγιάς.
-Ευχαριστώ, κόρη μου...
Και όπως τις το έδωσε, χωρίς να πιει γουλιά, έτσι εκεί κάτω το αφήνει...
-Αυτό είναι το παιδί μου, είναι ο Γιάννης μου, έφυγε και τώρα ήρθε...
Σιγούλια-σιγούλια σίμωσε κοντά στη γιαγιά και η άλλη συνάδερφος η Χαρούλα και τη ρωτάει:
-Γιαγιά μου, πότε έφυγε το παιδάκι σας, ο Γιάννης; Και που πήγε;...
-Κορούλα μου, έφυγε και ήταν σαν αυτόν που ήρθε, λεβέντης. Έφυγε και πήγε εκεί που πήγανε όλοι οι λεβέντες, επήγε στον καταραμένο πόλεμο και εκεί έμεινε, εκεί πολεμάει και δουλεύει και στέλνει και της μάνας του λεφτά από τη δούλεψή του... Μα τώρα ήρθε, νάτος, ίδιος είναι, αυτός είναι. Άκουσα τον λένε Γιάννη... Είναι ο Γιάννης μου...
Σιωπή... Μιλιά...
Απλώνει η γιαγιά το ροζιασμένο χέρι της, το βάζει στο κόρφο της και κάτι βγάζει, που καλά το είχε φυλαγμένο... Τους το δίνει...
-Να, κόρες μου, δεν είναι αυτός;... Και τους δείχνει μια φωτογραφία... Την πήραν στα χέρια τους, την κοίταξαν, ήταν ολόιδιος... Ήταν το παιδί, ήταν ο συνάδερφος που ήταν μέσα στο γυάλινο κλουβί. Ήταν ίδιος ο Γιάννης, ο ταμίας...
Σιωπή... Κόμπος δέθηκε στο λαιμό τους, δεν έβγαινε λαλιά... Μόνο με μάτια βουρκωμένα κοιτούσε η μία, την άλλη... Δεν έβρισκαν λόγια παρηγοριάς της γιαγιάς να ειπούνε... Και άλλες σκέψεις στο μυαλό τους στριφογύριζαν. Και είπε σιγανά πάλι, η μία στην άλλη:
-Λες να είναι και να έγινε η μετεμψύχωσης;...
Τη σιωπή την έλυσε η γιαγιά, αφού αναστέναξε βαθιά, με λυγμό τους λέει:
-Κόρες μου καλές, εγώ τώρα εδώ ήρθα για άλλη δουλειά, που πρέπει να την κάνω και η ώρα, ο καιρός περνάει. Το ξέρω, έχετε δουλειά και εγώ σας έπιασα το κουβεντολόγι, μην σας μαλώσουν κιόλας... Με τα δικά μου βάσανα σας πίκρανα, χωρίς να το θέλω...
Αλλά ο Θεός η Παναγιά, την πίκρα αυτή γλύκα, χαρά να σας την κάνει...
-Γιαγιούλα, δεν μας πίκρανες, εσύ όποτε θέλεις να έρχεσαι να κουβεντιάζουμε λίγο και για τη δουλειά μας μην νοιάζεσαι, εμείς το κανονίζουμε η δουλειά μας να βγαίνει, να μην δίνουμε δικαιώματα για μαλώματα... Εσύ να έρχεσαι... Για να σου αλαφρώνει ο πόνος...
-Κόρες μου, ο πόνος αυτός σε κανέναν άνθρωπο να μη λάχει, το μόνο που παρακαλιέμαι να φύγω, να πάω να τον βρω... Αλλά, δεν μου γίνεται τέτοια χάρη... Όμως, εσείς τώρα μπορείτε να μου κάνετε μια χάρη;
-Τι θέλεις, γιαγιά;...
-Όλες ήσαστε άξιες και πρόθυμες να με βοηθήσετε και σας ευχαριστώ. Αλλά εγώ για την περίσταση, λογίζομαι, κρίνω και διαλέγω, πως θα έχει μεγαλύτερη επιτυχία, καλύτερο αποτέλεσμα, τη χάρη αυτή να μου την κάνει η μεγαλύτερη, που είναι πιο σεβαστική και θα την ακούσει...
-Ό,τι θέλεις εσύ, γιαγιούλα.... Αρκεί να περνάει από το χέρι μας...
-Έλεγα, κόρες μου, να μη σας βάλω σε αυτόν το κόπο, να το κάνω από μόνη μου...  Αλλά, με κυριεύει ο φόβος, είναι ο ίδιος, είναι το παιδί μου, είναι νευρικός και φοβάμαι, αν το κάνω εγώ, φοβάμαι μη με αποπάρει... Και τότε δεν θα έχω μούτρα να βγαίνω ούτε αγνάντια... Αυτό, κόρες μου, δεν το θέλω... Εκεί που στέκω, θέλω να στέκουμαι...
-Τι θέλεις, γιαγιά, να κάνουμε που εσύ με το δίκιο σου ντιριέσαι να το κάνεις;
-Κόρες μου καλές. «Το δώρο θέλει αντίδωρο». Μη λάχει και σας κουράζω;
-Όχι, όχι... Της λένε με ανυπομονησία.. Τι θέλεις να μας ειπείς;...
-Την Κυριακή, πάμε στην εκκλησιά το πρόσφορο, δώρο στο Χριστό, στη λειτουργία και μετά περιμένουμε με τη σειρά μας, να πάρουμε το αντίδωρο από του παππά το χέρι.
Να μην τα πολυλογώ, το παιδί μου, ο Γιάννης μου, εκεί έμεινε, δουλεύει ρογιασμένος, χρόνια τώρα στα βουνά τις Ηπείρου και από τη δούλεψή του, δεν ξεχνάει, κάθε μήνα έστελνε και στέλνει στη μάνα του, λεφτά δώρα.... Εγώ τι κάνω;... Δεν πρέπει να στέλνω το αντίδωρο;... Τώρα, κόρες μου, ήρθε εδώ μέσα... Νάτος!... Από καιρό έφερνα ένα μικρό δωράκι, το αντίδωρο που λέμε, και ντιριόμουνα (δίσταζα) να του το δώσω...

Η γιαγιά βγάζει από ένα μικρό σακουλάκι, που πάντοτε τη βλέπανε και το κράταγε μαζί της, και τη νομίζανε πως ήταν ζητιάνα, ένα καλοφτιαγμένο μικρό δεματάκι και λέει στην κ. Χρυσάνθη, ενώ η συνάδερφος, η κ. Χαρούλα Κορνηλάκη, κοιτούσε ευχαριστημένη, διότι η γιαγιά την απάλλαξε από αυτή την αποστολή.
-Κόρη μου, αυτό δεν είναι κάτι τρανό σπουδαίο, έχει μέσα μια ξουριστική μηχανή και μια κολόνια... Χειρίσου το, όπως εσύ καλύτερα ξέρεις, να τα δώσεις στο παιδί μου, που είναι τώρα εδώ μέσα, να τη βάζει όταν ξουρίζεται... Είναι όμορφος για να γίνεται πιο όμορφος!... Εσείς θα τα καταφέρεται καλύτερα από εμένα, και μένα έτσι θα αλαφρώνει η ψυχή μου...
-Ναι, γιαγιούλα,θα τα δώσουμε...
-Ευχαριστώ, κόρες μου, ευχαριστώ, να έχουτε την ευχή μου...
Η γιαγιά σηκώθηκε τη βοήθησαν και βγήκε έξω από την πόρτα.
-Ευχαριστώ, κόρες μου. Θα καθίσω λίγο εδώ, στη θέση μου, και θα φύγω...
Το γεγονός το έμαθαν όλοι οι συνάδελφοι εκτός από εμένα και όλοι τους αποφάσισαν την επομένη όλοι να βοηθήσουν ώστε γρήγορα να γίνει η συμφωνία του ταμείου και μετά, διακριτικά, η συνάδελφος, η κ. Μουροπούλου Χρυσάνθη, να εκτελέσει την επιθυμία της γιαγιάς... Η συνάδερφος, η κυρία Μουροπούλου, ήταν καλή, σεβαστική υπάλληλος, ίσως μια από τις καλύτερες υπαλλήλους σε ήθος, εργατικότητα και έχαιρε εκτιμήσεως και σεβασμό από όλους μας.

Στο τέλος της δουλειάς, μετά τη συμφωνία του ταμείου, έρχεται μέσα στο ταμείο και μου λέει:
-Γιάννη θα σου ζητήσω μία χάρη...
-Ευχαρίστως, κα Μουροπούλου, αρκεί να μπορώ.
-Ξέρω ότι μπορείς, δεν είναι κάτι που να μην μπορείς. Πολύ καλά το ξέρεις ότι ποτέ δεν θα σε έφερνα σε δύσκολη θέση, εάν δεν μπορούσες, δεν θα στο ζήταγα...
-Γιάννη, την έχεις δει, την έχεις προσέξει μια γιαγιά που έρχεται συνέχεια;... Κάθεται εκεί απέξω και κοιτάζει μέσα από τα τζάμια...
-Μου φαίνεται πως την έχω δει δυο-τρεις φορές, ούτε την ξέρω, ούτε τη θυμάμαι τη μορφή της.
-Μα, Γιάννη, δεν την έχεις προσέξει;...
Εγέλασα...
-Τι θα κάνω εγώ, κα Μουροπούλου;... Εδώ, όπως βλέπεις, δεν προφταίνουμε να κοιτάμε άλλα πράγματα... Τον κόσμο που περνάει και κάθεται απέξω θα προσέχω ποιος είναι; Όμως τι έγινε με τη γιαγιά;
-Κοίταξε, Γιάννη, και άκουσέ με. Αυτή η γιαγιούλα έρχεται πολύ καιρό τώρα, κάθεται απέξω, κολλάει τα μάτια της στη τζαμαρία και κοιτάζει εσένα...
-Εμένα;.. Χα χα... Άσ’ την να κοιτάζει... Τι μου λες, τώρα, να ήταν και καμιά νέα και όμορφη... Μου λες πως με λιμπίζονται οι γιαγιές, και μη χειρότερα... Για λέγε... Για λέγε...
-Έλα, Γιάννη, σοβαρέψου... Δεν είναι για αστεία...
-Για λέγε μου, τι έκανα πάλι και δεν το πήρα χαμπάρι;...
-Απολύτως τίποτα... Αλλά, δώσε προσοχή και άκουσέ με...
-Για λέγε μου, λοιπόν...
-Αυτή η γιαγιούλα, ήρθε προχτές και μου είπε την ιστορία της και τον καημό της...
-Καλά, κυρία Χρυσάνθη, από στενοχώριες, ιστορίες και καημούς, ο κόσμος είναι γιομάτος και εγώ, έχω τα δικά μου, τις στενοχώριες του κόσμου γιατί να τις ακούσω να τις πάρω εγώ;... Έχω τόσες δικές μου, δεν μπορώ άλλες να σηκώσω... Εγώ δεν μπορώ να κουμαντάρω τα δικά μου βάσανα... Τα βάσανα των άλλων τώρα...
-Γιάννη, μου υποσχέθηκες, να τώρα, προηγουμένως, ότι τουλάχιστον θα με ακούσεις, το τι θα σου ειπώ και τι θα σου ζητήσω, και διαπιστώνω ότι...
-Αυτό στο υποσχέθηκα, έχεις δίκιο...
-Λοιπόν, αφού βλέπω πως δεν θέλεις να σου το ειπώ όπως το είχα σκεφτεί και όπως πρέπει, στο λέω έτσι...
-Λέγε το, λοιπόν, τι είναι αυτό;...
–Η γιαγιούλα, λοιπόν, λέει και επιμένει, πως είσαι παιδί της...
-Αυτό είναι καλό, το καλύτερο από όλα... Χα-χα-χα... Απόχτησα και άλλη μανούλα, θα έχω δύο μανούλες... Ποιος στη χάρη μου!... Έχω εγώ τις περιουσίες, τα καπιτάλια και θα θέλει προστασία και αυτή, γεροκομιό σαν να λέμε... Θα βλέπουν τα πολλά λεφτά και θα λένε πως είναι δικά μου, και ας μην έχω τσακιστή δεκάρα στην τσέπη μου... Καλό είναι αυτό, για λέγε, για λέγε...
-Σοβαρέψου, Γιάννη...

Λοιπόν, η γιαγιά ήρθε προχτές, ευγενική καλοσυνάτη και μου είπε θέλει να μου μιλήσει. Δεν μπορούσα να της ειπώ όχι... Είπε την ιστορία για τον Γιάννη της, το παιδί της που σκοτώθηκε στην Αλβανία, στον καταραμένο πόλεμο του 1940 και το παιδί της έμεινε εκεί και δουλεύει ρογιασμένο, όπως μας είπε, και δεν την ξέχασε ποτέ του. Από το βιος του, τη δούλεψή του, κάθε μήνα στέλνει στη μάνα του δώρο (θα εννοούσε τη σύνταξη που παίρνει). Μου είπε ακριβώς έτσι: «Το δώρο θέλει αντίδωρο». Και να μην στα πολυλογώ, το παιδί της, ο Γιάννης της, νομίζει πως ήρθε και είναι εδώ μέσα, και είσαι εσύ.... Και χρόνια τώρα, έρχεται απέξω, κάθεται στη τζαμαρία και σε κοιτάζει... Και λέει, έτσι της φεύγει ο πόνος, αναπαύεται η ψυχή της...

Άρχισα να σοβαρεύομαι, χωρίς να το θέλω, μπήκα στην ψυχοσύνθεση της γιαγιάς, και χωρίς να έχω μεγάλες εμπειρίες μπήκα στον πόνο της. Κρύος ιδρώτας με έπιασε, αν και δεν καταλάβαινα τότε από κούραση, συγκίνηση και τέτοια. Η συνάδερφος, χωρίς να το καταλάβω, με έβαλε σε άλλη διάσταση ζωής... Άρχισα να κουνάω τα χέρια μου, αντιπατούσα με τα πόδια μου για να καταλάβω ότι υπάρχω..
Τι είναι αυτά;... Κουβεντιάζω με τη συνάδερφο, τη Χρυσάνθη, ή είναι οπτασίες; Αφαιρέθηκα... Είχα πάει αλλού... Η συνάδελφος το κατάλαβε, (όπως μου έλεγε μετά, φοβήθηκε μην πάθω κάτι) και λίγο πιο δυνατά μου λέγει:
-Γιάννη, με ακούς;... Νομίζω πως δεν με προσέχεις...
-Ναι, σε ακούω και σε προσέχω...
Δεν ήθελα να φανώ ότι κάτι έπαθα, σοκαρίστηκα... Ήμουνα ο σκληρός... Αλλά...
-Τότε, η γιαγιά δακρυσμένη έβγαλε με το ροζιασμένο χέρι της που έτρεμε, από τον κόρφο της κάτι, μας το δίνει και με τρεμάμενη φωνή, πνιγμένη στο κλάμα, μας το δίνει.
Ορίστε, μας λέει... Ήταν μια φωτογραφεία... Είναι το παιδί μου, ο Γιάννης μου, μας είπε... Νάτος- νάτος, τώρα ήρθε εδώ μέσα και έδειξε εσένα... Κοιτάξαμε καλά τη φωτογραφεία και είσαι ίδιος εσύ...

Η φωνή της άρχισε να αλλάζει χροιά, τα μάτια της βουρκωμένα έτοιμα να τρέξουν... Φαινότανε πως έκανε προσπάθεια να κρατηθεί... Και εγώ το ίδιο, κοίταζα επάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά να μην δακρύσω να μην φανεί ότι δείλιασα...
- Εεεε, λοιπόν, πολύς κόσμος μοιάζει ο ένας με το άλλον...
- Ναι, αλλά η γιαγιά λέει πως μοιάζει και η φωνή, τα φερσίματα και ο χαρακτήρας, ότι είσαι απότομος και νευρικός, σαν τον Γιάννη της και σε λένε και Γιάννη... Ήθελε να σου πει κάτι και δίσταζε, όπως μας είπε, μην την αποπάρεις και τότε δεν θα έχει κουράγιο από τη στενοχώρια της ούτε να βγει αγνάντια προς τα εδώ....
-Άλλο και τούτο πάλι... Για λέγε... Τι ήθελε η γιαγιά;
-Η γιαγιούλα είχε πάντοτε, πολύ καιρό τώρα, μέσα στο σακουλάκι της, ένα μικρό δωράκι, κι εμείς με το σακουλάκι που κουβάλαγε, και εκεί που καθότανε, νομίζαμε πως ήταν ζητιάνα. Ήθελε να σου το δώσει, είναι το αντίδωρο από το δώρο που κάθε μήνα της δίνεις...
-Εγώ τίποτα δεν δίνω σε κανέναν... Τι δώρα και αντίδωρα μου λες;...
-Άκου, Γιάννη, η γιαγιά, είτε καλώς είτε κακώς, είτε έχει παρανοήσει, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να συμβαίνει, με λίγα λόγια, τη σύνταξη που παίρνει από το σκοτωμένο για την Πατρίδα παιδί της που εσύ της τη δίνεις, σε νομίζει για παιδί της και μου έδωσε αυτό το μικρό δώρο, (όπως το είπε αντίδωρο) και με παρακάλεσε για τους λόγους που σου είπα, που δεν μπορούσε να σου το δώσει η ίδια, να σου το δώσω εγώ... Θεώρησα ότι είχα ηθική υποχρέωση σε μια γιαγιά πονεμένη να της κάνω αυτή τη χάρη. Της το υποσχέθηκα... Σε παρακαλώ, να το δεχτείς, έτσι πρέπει, δεν περιμένω να με προσβάλεις, και τη βασανισμένη, κατακαημένη, χαροκαμένη γιαγιούλα βάναυσα να προσβάλεις.
Το δώρο είναι τόσο μικρό ασήμαντο, για τη γιαγιά θα είναι βάλσαμο ψυχής, πρέπει να το δεχτείς, πρέπει να το πάρεις... Αυτό δεν ξέρεις, αφού είναι μεγάλη επιθυμία της θα είναι και η ευχή της... Δεν ξέρεις και καμιά φορά... Η γιαγιούλα εκατό χρονών κοντεύει, φτάνουν οι πίκρες της, μην την πικραίνεις... Να πάρε το...
Σαν υπνωτισμένος αμίλητος με συναισθήματα ανάμιχτα, μακρινά, αλλιώτικα, σαν από το υπερπέραν το δέχτηκα... Μαζί ανοίξαμε το δώρο, ήταν μία κολόνια μία ξυριστική μηχανή και ένα πακετάκι ξυραφάκια.
Η συνάδερφος πήρε την κολόνια, ψέκασε στο ταμείο και είπε η ευχή της γιαγιάς σε σένα, Γιάννη, και σε όλους μας να έχουμε υγεία... Ήταν ευχαριστημένη, εκτέλεσε την αποστολή της... Βγήκε από το ταμείο, βγήκα και εγώ, δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, φόβος, θλίψη, πίκρα, άλλα συναισθήματα... Να μοιάζω με σκοτωμένο... Επήγα στην τουαλέτα, για να μην με βλέπουν οι συνάδελφοι και έκλαψα και μου λύθηκε ο κόμπος στο λαιμό...
Την κολόνια εκεί την άφησα και όταν ήταν οι ημέρες που πλήρωνα και τις συντάξεις των γερόντων ψέκαζα και αρωμάτιζα τον χώρο.

Η γιαγιά, όταν ερχόταν, με καλημέριζε, για όλα τα άλλα ήταν επιφυλακτική, ποτέ δεν μου είχε μιλήσει, αλλά την έβλεπα πολύ ευχαριστημένη... Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, η γιαγιά έφυγε, πήγε να βρει το πραγματικό της παιδί... Εκεί, να αγκαλιαστούνε...
Αλλά, όπως λένε, και από τον κάτω κόσμο ακόμα, ακόμα έρχεται η ευχή... Από τότε και μετά, στην τράπεζα, πρόκοβα, πήρα και το πτυχίο της ΑΣΟΕΕ, και κάθε τόσο έπαιρνα και κατ’ εκλογή προαγωγή... Ήταν η ευχή της ή ήταν τυχαίο;...
Όμως... Σεβασμός... «Χατίρι γέρου ανθρώπου, ποτέ να μην χαλάτε...»

Ιωάννης Στ. Βέργος

 

Τραπεζιτικές θύμισες (Α΄ Μέρος)

Τραπεζιτικές θύμισες (Β΄ Μέρος)

Τραπεζιτικές θύμισες (Γ΄ Μέρος)

Τραπεζιτικές θύμισες (Δ΄ Μέρος)

.

(ΕΚΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.