Θ. Γ. Τρουπή (Γκράβαρη)
Το δεκαπενταύγουστο αγναντεύοντας το Αραχωβίτικο βουνό από τη Ράχη, θυμήθηκα μια μέρα που πήγαμε να σπείρουμε το χωράφι μας στην τοποθεσία "Κοπρισιές" στην Αράχωβα τον Οκτώβρη του 1957, ακολουθώντας τους γονείς μου γιατί το Γυμνάσιο είχε κλείσει για μια βδομάδα λόγω της Ασιατικής γρίπης.
Αυτή την θύμησή μου θα προσπαθήσω να περιγράψω που πιστεύω να γίνει η αφορμή συνομήλικοι ή και μεγαλύτεροί μου πατριώτες να θυμηθούν δικές τους ιστορίες.
Τα χρόνια εκείνα τα φτωχά και τα δύσκολα στις προ του 60 δεκαετίες που το ψωμί αποτελούσε τη βασική τροφή των ανθρώπων, όλοι στο χωριό έσπερναν τα χωράφια τους για να βάλουν στα κασόνια τους, το ευλογημένο σιτάρι. Τα περισσότερα χωράφια ήσαν μακρινά στο Αρτοζήνο, στην Αράχωβα, στα Μουτριτσιά, στα Ψαραίικα και καμιά φορά και μισιακά στο μακρινό Ρένεση.
Οι άνδρες μετά τις καλοκαιρινές αγροτικές δουλειές, όπως είναι ο θέρος και το αλώνισμα, πήγαιναν στα χωράφια που επρόκειτο να σπείρουν, για να χτίσουν τις μάντρες των πεζουλιών που ήσαν φτιαγμένες με πέτρες χωρίς λάσπη, που γκρεμίζονταν εύκολα από τα γίδια που έβοσκαν στις κόλλαρες τα χόρτα ανάμεσα στις πέτρες τους. Αν το χωράφι είχε και πολλά μικρά και μεγάλα λιθάρια, για να είναι πιο εύκολο το όργωμα, τα μάζευαν στην άκρη του χωραφιού και έφτιαχναν τους τρόχαλους.
Ετοίμαζαν και τα απαραίτητα σύνεργα για το σπαρτό με κυριότερο το Αλέτρι, που αποτελείτο από διάφορα κομμάτια ξύλου. Το έφτιαχναν με τα τότε διαθέσιμα εργαλεία, το σκεπάρνι, το αρνάρι και το αρίδι για να ανοίγουν τρύπες. Το κυριότερο κομμάτι ήταν η Αλετροπόδα που την έφτιαχναν από το πιο σκληρό ξύλο για να αντέχει στο σχίσιμο των κοντριάρικων χωραφιών και μπροστά την έκαναν μυτερή για να προσαρμόζονται εύκολα το Υνί και τα Φτερά. Τα άλλα κομμάτια του αλετριού ήσαν το Σταβάρι, το Χερούλι η Σπάθη και η Πρόκα.
Για το ζέξιμο των μουλαριών απαραίτητα ήσαν ο Ζυγός που ήταν ένα ίσο χονδρό ξύλο στη μέση του οποίου ήταν προσαρμοσμένη ξύλινη χονδρή κουλούρα που συνδεόταν με το σταβάρι του αλετριού, το Γούζι. Το ζυγό τον κρεμούσαν πίσω από τα μπροστινά πόδια στην κοιλιά των μουλαριών από τους χαλκάδες των ζυγονομιών που ήσαν τοποθετημένα στους σβέρκους τους. Τα Ζυγονόμια ήσαν επενδυμένα με άσπρο καραβόπανο μικρά μαξιλαράκια θα λέγαμε γεμισμένα με ένα πορώδες αφράτο χόρτο που έβαζαν και στα σαμάρια το Βούτημα, που στηριζόταν σε δύο καμπυλωτές τάβλες που κατέληγαν σε κρίκους. Το Υνί (Ενί) το κατασκεύαζε ο σιδηρουργός και η μια του άκρη ήταν μυτερή για να σκίζει εύκολα το χώμα και στεριωνόταν στο μπροστινό μέρος της αλετροπόδας και των φτερών. Άλλο απαραίτητο σύνεργο ήταν Βίτσα, ένα ραβδί ενός μέτρου περίπου στο επάνω μέρος του οποίου στερεωνόταν μια μακριά δερμάτινη λωρίδα για να σαλαχάνε τα ζα, και κατέληγε στο άλλο άκρο σε μια μεταλλική σπάτουλα την Ξιόνη, για να ξεκολλάει ο ζευγωλάτης τις λάσπες και ρίζες άγριων χόρτων από τα φτερά του αλετριού. Απαραίτητα εργαλεία ήσαν και οι Κασμάδες. Το υνί και το μεταλλικό μέρος των κασμάδων τα επισκεύαζε ο Σιδηρουργός η Γύφτος όπως συνήθως τον αποκαλούσαν. Είχε καμίνι με ειδικό φυσερό πού έκαιγε ειδικό κάρβουνο το λιγνίτη, πύρωνε το υνί η τον κασμά που παίρνανε το κόκκινο χρώμα της φωτιάς, τα κτυπούσε πάνω στο ειδικό σιδερένιο αμόνι με ένα μεγάλο σφυρί, τους έδινε το κατάλληλο αιχμηρό σχήμα προσθέτοντας και μέταλλο όπου χρειαζόταν και αμέσως τα « έβαφε» βυθίζοντάς τα μέσα σε κρύο νερό για να ατσαλωθούν (Σχετική η φράση : Στη βράση κολλάει το σίδερο). Το επάγγελμα του σιδηρουργού άσκησαν στο χωριό ο Νίκος του Λιασχίζα πρώτα και αργότερα ο Γιώρης ο Μπουρνάς.
Το σπαρτό άρχιζε στις αρχές του Οκτώβρη αν έπεφταν οι απαραίτητες βροχές και καμιά φορά έφτανε τ' Αγιοφιλίππου, με Χοντροσίτι η Ζουλίτσα γιατί αυτές οι δυο ποικιλίες ευδοκιμούσαν στα χωράφια του χωριού.
Ρόλο σημαντικό στην όλη διαδικασία της σποράς έπαιζαν οι μανάδες μας. Πρώτη ξυπνούσε το πρωί και τελευταία κοιμόταν η μάνα μου. Μέρες πριν την έναρξη των βροχών είχε καθαρίσει το σπόρο από σπόρους ζιζανίων όπως η ήρα κ.α (Φράση : να ξεκαθαρίσει η ήρα από το σιτάρι). Αποβραδίς για να μην χάνει χρόνο το πρωί, ετοίμαζε ότι χρειαζόταν να πάρουμε μαζί μας στο χωράφι, για το κολατσιό και το μεσημεριανό φαγητό. Το κολατσιό ήταν λιτό, συνήθως ψωμί που είχε φουρνίσει την παραμονή έναρξης της σποράς και προσφάι ελιές λίγο τυρί, κρεμμύδι στουμπισμένο και καμιά ρέγκα ψητή. Το μεσημεριανό ήταν φασολάδα από τα μπιρμπιλά ξερά φασόλια νέας σοδειάς από τον κήπο μας,ή σουρωτές χυλοπίτες που τις έβραζαν στο μαυρισμένο τέτζιερη πάνω στη σιδεροστιά του τζακιού, πασπαλισμένες με έναν μπλόχερο ξερή σπιτική μυζήθρα και τσιγαρισμένες με καυτό λάδι η και λίπος.
Το φαγητό στο χωράφι αν ήταν σούπα το μεταφέραμε σε ένα σκεύος χαλκοματένιο και καλά γανωμένο, που είχε και χεράκι ώστε να μεταφέρεται σαν τσαντάκι, τη γνωστή μας τέσσα. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή στη μεταφορά, φαντασθείτε τι θα γινόταν αν σουραβαλιαζόταν ( γλιστρούσε και έπεφτε κάτω ) όποιος τη μετέφερε. Το φαγητό συνοδευόταν και με σπιτικό κόκκινο κρασί από το βαγένι του κατωγιού μας.
Ρολόγια δεν είχαμε τότε, αλλά ο καλός Θεός στην οικονομία του φρόντισε και γι' αυτό. Ο πετρωτός κόκορας μας ( συνηθισμένη ράτσα πουλερικών στο Χωριό )ήταν εκείνος που μας ξυπνούσε με τη χαρακτηριστική του λαλιά, οπότε πρώτη σηκωνόταν η μάνα μου, άναβε τη μικρή λαμπίτσα πετρελαίου με το φυτιλάκι, άναβε και το τζάκι και έφτιαχνε « τον καφέ του Κολοκοτρώνη» όπως έλεγε ο παππούς μου το ζεστό τραχανά. Αφού τρώγαμε τη ζεστή σούπα κατεβαίναμε στο κατώι κρατώντας το λαδοφάναρο για να βλέπουμε, βγάζαμε το μουλάρι και το γαϊδούρι έξω, τα σαμαρώναμε και φορτώναμε το αλέτρι, το ζυγό, τα ζυγονόμια το σπόρο, το σακούλι με το φαγητό, τους κασμάδες και τη βαρέλα με το νερό και ξεκινούσαμε για το χωράφι.
Κάναμε το σταυρό μας και προσευχόμαστε να κάνει καλή μέρα, γιατί αν έβρεχε θα πήγαινε στράφι η μέρα. Ο ουρανός ήταν καθαρός και διακρινόταν και το ουράνιο ρολόϊ, ο αστερισμός της Πούλιας , που σε μια ώρα περίπου θα βασίλευε. ( Οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι προσδιόριζαν την ώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας από τη θέση του αστερισμού στην ουράνια σφαίρα και ανάλογα την εποχή για να κανονίζουν τις δουλειές τους).
Με το φως του λαδοφάναρου κατεβήκαμε από τα Βεργαίικα στο Γκερμάζι, περάσαμε του Μπαμπιώτη το ρέμα, τη Γκούρα και μετά του Λυκούρεση άρχισε να χαράζει. Στο χωράφι μας φθάσαμε μόλις οι πρώτες αχτίνες του ήλιου μέσα από το μισοσυννεφιασμένο ουρανό χρύσωναν την κορφή του βουνού.
Στα γειτονικά μας χωράφια έσπερναν και άλλοι συγχωριανοί όπως ο Παπαγιάννης (ιερέας), ο αδερφός του ο Νικόλης ο Δημόπουλος (Κουτσογιωργαίοι ) που είχαν καλύβι στο χωράφι και δεν πηγαινοέρχονταν πρωί-βράδυ στο χωριό, ο Σταύρος Βέργος, ο Γιώργης ο Σουλελές και ο Παναγής ο Μαραγκός με τους οποίους καλημερισθήκαμε από μακριά. Εντύπωση μου έκανε η παρουσία στο πλάι πάνω από τα χωράφια, ενός τσοπάνη που είχε βιβλική μορφή της εποχής των νομάδων του Μωησή. Είχε γενειάδα, μεγάλη μαγκούρα, και φορούσε φουστανέλλα κοντή με λίγες πιέτες, με δυνατή φωνή και επιφωνήματα προς τα γίδια όπως " Ωοοϊ...Ωοοοϊ... και Τσε . Τσέ ...Τσεεέ ).
Είχε βρέξει τη νύχτα πολύ δυνατά με βομβαρδισμένα τα κλαριά από το μένος του «Νεφεληγερέτη Υέτιου Δία» ( Ζεύς ύει έλεγαν οι Αρχαίοι , δηλ. ο Δίας βρέχει ). Κάτω από τις γκορτσιές είχαν πέσει τα τελευταία γκόρτσα (άγρια αχλάδια ) και κιτρινισμένα φύλλα και από τις κορομηλιές τα κίτρινα κορόμηλα. Τοπίο μελαγχολικό σε συνδυασμό με μερικά μωβ και κίτρινα λουλούδια άγριου κρόκου (Λουλούδια που δεν ξέραμε τότε το όνομά τους, αλλά περιγραφικά τα λέγαμε «τα λουλούδια που ψοφάνε οι κότες» ) και την ικετευτική λαλιά των σπίνων και των κοκκινολαίμηδων, που προμηνούσαν τον επερχόμενο χειμώνα.
Ξεφορτώσαμε τα ζα, κρεμάσαμε τα σακούλια σε ένα πουρνάρι και ζέψαμε το ζευγάρι με τα ζυγονόμια στο ζυγό, και σηκώνοντας το αλέτρι με το υνί, περάσαμε την πρόκα του στιβαριού μέσα από το Γούζι, που ήταν στη μέση του ζυγού.
Τα μακριά σχοινιά από τις καπιστριάνες των ζώων τις δέσαμε στο χερούλι και το ζευγάρι ήταν έτοιμο για το καμάτι (όργωμα). Κοιτάζοντας την ανατολή προς το Χαλασμένο Βουνό κάναμε το σταυρό μας και βουβή προσευχή και ο ζευγολάτης άρχισε να χωρίζει με αυλακιές το χωράφι σε «σποριές» δηλ. σε στενές λωρίδες πλάτους 4 μέτρων περίπου. Πέρναγε το σακούλι
με το σπόρο στον ώμο και αφού έσπερνε την πρώτη σποριά άρχισε να την οργώνει ώστε να σκεπασθεί ο σπόρος με το χώμα. Πίσω από το ζευγάρι η μάνα μου και εγώ με τους κασμάδες ισοπεδώναμε τις αυλακιές για να μην μείνει ούτε σπυρί έξω από το χώμα και σκάφταμε τις άκρες της κάθε πεζούλας που δεν έπιανε το αλέτρι, καθώς και τα πετσούρια όπως λέγαμε τις μικρές επιφάνειες γης, ώστε να μην μείνει ούτε σπιθαμή γόνιμου εδάφους ανεκμετάλλευτη. Αραιά και που ρίχναμε και μερικούς σπόρους φακής. Συντροφιά μας στο οργωμένο μέρος του χωραφιού ήταν και οι προκομμένες σουσουράδες, που βρήκαν την ευκαιρία να γευθούν σπόρους σιταριού η και κανένα σκουληκάκι.
Στις κόλλαρες του χωραφιού, νωχελικά έβοσκαν και οι δυό μας γίδες που κυοφορούσαν τις νέα ζωές του ζωικού βασιλείου, χωρίς να απομακρύνονται όπως την άνοιξη και το καλοκαίρι, θαρρείς πως ένοιωθαν ασφάλεια κοντά μας, κοιτάζοντας μας ικετευτικά με τα μεγάλα οβάλ μάτια τους. Μετά από ώρα, όταν ο ήλιος είχε ανέβη μια τριχιά ( 30 μοίρες) ήρθε η ώρα για το κολατσιό. Αποσυνδέσαμε το αλέτρι από το ζυγό και στα ιδρωμένα από την κούραση κορμιά του μουλαριού και γαϊδουριού ρίξαμε από ένα Παϊ΄ που ήταν μικρά κόζινα χεραμάκια για να μην κρυώσουν, τους φορούσαμε τους τορβάδες με το κριθάρι και αφού το έτρωγαν τους ρίχναμε και μερικούς αποξηραμένους κλώνους από καλαμποκιές, τα φύλλα όπως τα λέγαμε. Ακολουθούσε το κολατσιό μας και ξαναξεκινούσε το καμάτι. Τα επιφωνήματα επικοινωνίας με τα ζώα για να ευθυγραμμίζονται οι αυλακιές και να επισυνάπτονται μερικώς η μία με την άλλη, ήταν τα σαλαχήματα « Πα...πα . πα ..» και « Κιά ..κιά ..κιά..», προστακτικές για πάνω η κάτω στο βάδισμά τους. Το μεσημέρι πάλι ξεκούραση, τάισμα του ζευγαριού και μεσημεριανό φαγητό.
Κάποια στιγμή το απόγευμα ακούστηκε η καμπάνα για τον εσπερινό από την Αράχωβα. Άμεση στάση, αποκάλυψη του κεφαλιού από την τραγιάσκα και όρθιοι να σταυροκοπιόμαστε ερχόμενοι νοερά σε επαφή με το θεό. (Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού, και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας.
Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας). Ο ήχος της καμπάνας ήταν και μια υπενθύμιση ότι έπρεπε να τελειώσουμε το καμάτι της ημέρας και να γυρίσουμε στο χωριό που ήταν δύο ώρες δρόμος μακρυά. Ξεζέψαμε τα ζα αφήσαμε στην άκρη της πεζούλας τα σύνεργα, το αλέτρι, κασμάδες κλπ για να τα χρησιμοποιήσουμε την άλλη μέρα, πήραμε τα άδεια σακούλια του φαγητού και σπόρου και ξεκινήσαμε για το χωριό. Ο καιρός άρχισε να ανακατέβεται, και μαύρα σύννεφα έτρεχαν προς την Πάτρα (Παν τα σύννεφα στην Πάτρα, παν τα ρέματα γεμάτα. Παν τα σύννεφα στη Μάνη τότε τό νερό δεν πιάνει ), που προμήνυαν νεροποντή σε συνδυασμό με τις αστραπές από το Κατάκωλο. Όταν ξαγναντήσαμε προς το χωριό από το Αραχωβίτικο διάσελο, άρχισαν τα αστροπελέκια και οι πρώτες σταγόνες της βροχής. Αντί για ομπρέλες χρησιμοποιήσαμε από ένα σακί ο καθένας που του δώσαμε το σχήμα κάπας την κατσιούλα όπως λέγαμε. Άρχισε ένας γρήγορος βηματισμός με τον πατέρα μου να μας παρακινεί «Περπατάτε .. περπατάτε .... όσο πιο γρήγορα γίνεται να μην κατεβάσει η Γκούρα». Ο χείμαρος ήταν ο εφιάλτης τις βροχερές ημέρες για όσους εξ ανάγκης έπρεπε να τον διαβούν. Φτάσαμε όταν άρχισε να σκοτεινιάζει στο ποτάμι που ήταν αγριεμένο και με δέος ακούγαμε το υπόκωφο βουητό του φαραγγιού. Πέρασε το μουλάρι και οι γίδες, αλλά ο γάιδαρος τα είχε μπίξει και δεν ξεκινούσε ούτε με το καλό ούτε με το κακό. Εφαρμόσαμε τότε αυτό που λέμε λαϊκά « κόντρα στην κόντρα», δηλ. τραβήξαμε το γάιδαρο από την ουρά προς τα πίσω, οπότε ο πεισματάρης ό Κίτσιος μας σαν βολίδα πέρασε στην απέναντι όχθη. (Έτσι αντιδρούν και τα ισχυρογνώμονα και πεισματάρικα δίποδα καμιά φορά).
Φθάσαμε στο χωριό καταβρεγμένοι, ξεφορτώσαμε τα σακούλια και τα ζα μπήκαν στο κατώι όπου τα παχνιά τους ήταν γεμάτα με μυρωδάτα άχυρα. Η γιαγιά είχε αναμμένο το τζάκι καίγοντας τούφες από πουρνάρια για να ζεσταθούμε και στεγνώσουμε. Η μάνα ξεκίνησε τις ετοιμασίες για την αυριανή μέρα σποράς και ο πατέρας πετάχτηκε για λίγο στο μαγαζί που ήταν και καφενείο να λακριντέψει με τους άλλους γεωργούς εξιστορώντας ο καθένας τους πως πήγε το καμάτι, και πόσες ζευγιές έσπειρε.
Αύγουστος 2009