Έρχονται στο νου μου συχνά εικόνες από την παιδική μου ζωή, πού έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου και με συνοδεύουν. Εικόνες από την καθημερινή ζωή στο χωριό και την πάλη για επιβίωση, που νομίζω πως αξίζει σήμερα να τις παρουσιάζουμε, για να μαθαίνουν και οι σημερινοί νέοι πως ζούσαμε εμείς στο χωριό, πριν 50 και περισσότερα χρόνια.
Μετά από τόσο καιρό, κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο, συλλογίζομαι ποια από τα γεγονότα εκείνης της εποχής συνέβαλλαν περισσότερο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας και ποια άλλα, συγκρινόμενα με την σημερινή πραγματικότητα, τα θεωρούμε απλά και αστεία.
Η χρονιά με τα αραποσίτια
Για να μην μιλάω με γενικότητες, θα σταχυολογήσω μια απλή εικόνα που θυμάμαι από τη δεκαετία του πενήντα. Εκείνη την εποχή τα χωράφια τα έσπερναν κάθε δεύτερη χρονιά αραποσίτι και ενδιάμεσα στις καλαμποκιές έσπερναν και ζαρζαβατικά
όπως πατάτες, κολοκύθια, φασόλια αλλά και ρεβίθια. Κάτω λοιπόν από τη σκιά και τη δροσιά της καλαμποκιάς αυτά τα ζαρζαβατικά αναπτύσσονταν με απίστευτη ευκολία. Σε αυτό βοηθούσε και η συχνότητα των βροχών μέσα στο καλοκαίρι, που διατηρούσε μόνιμα σχεδόν την απαραίτητη υγρασία στο έδαφος.
Για μας τα παιδιά τα ρεβίθια, όταν άρχιζαν και δένανε καρπό, ήταν πειρασμός. Ο νωπός σπόρος πριν σκληρύνει, ήταν τόσο γλυκός και νόστιμος, που μαζί με τα αραποσίτια πού ψήναμε, ήταν τα «φρούτα» του Αυγούστου.
Επειδή οι σπόροι από τις ρεβιθιές δεν είχαν την ίδια νοστιμάδα σε όλα τα χωράφια -στα τραγανά χώματα ήταν πιο γλυκείς-, εμείς τα παιδιά ξέραμε και από πού θα πάμε να κόψουμε φρέσκα ρεβίθια να φάμε, πριν ψωμώσουν. Κόβαμε λοιπόν κάμποσες κλάρες ρεβιθιές (τις περισσότερες τις ξεριζώναμε) και μετά πηγαίναμε κάτω από καμιά κορομηλιά η κανένα σφεντάμι (ο Αρτοζήνος είχει άφθονα τέτοια δένδρα) και καθόμαστε.
Ξεσπινίζαμε τα ρεβίθια και τα τρώγαμε παίζοντας παράλληλα, γιατί ο λοβός πού είχε μέσα το ρεβίθι, (καμιά φορά είχε δύο λοβούς), ήταν σαν μικρή φούσκα και πιέζοντας την να βγάλουμε τον καρπό έσκαγε και εμείς γελούσαμε και χαιρόμαστε.
Στο χωράφι για τα ρεβίθια
Ως παιδί λοιπόν είχα εντοπίσει στον Αρτοζήνο, σε ένα χωράφι του μπάρμπα Γιάννη του "Ολγόγιαννη", τις πιο γλυκές ρεβιθιές. Έλα όμως που το άγρυπνο μάτι του μπάρμπα Γιάννη δεν άφηνε ούτε κουνούπι να περάσει από το χωράφι του. "Σκουλικαρέϊκο!" λέγανε την τοποθεσία που ήταν το χωράφι, κοντά στις Δεληγιανναίικες λάκκες.
Τι να κάνω και εγώ που ήθελα οπωσδήποτε ρεβίθια. Παραφύλαξα λοιπόν ένα μεσημέρι που όλα ήταν ήσυχα και έσκαγε ο τζίτζικας από τη ζέστη και σιγά-σιγά μπήκα στο χωράφι, που ήταν σπαρμένο αραποσίτι με πολλές ρεβιθιές.
Περπατούσα στις μύτες των ποδιών και άρχισα να ψάχνω που ήταν τα καλύτερα και ωριμότερα για φαϊ ρεβίθια. Με το ένα χέρι μέριαζα τις αραποσιτιές και έκοβα κλάρες με ρεβίθια και με το άλλο κρατούσα αγκαλιά τη «χεριά» με τις ρεβιθιές. Όμως δεν υπολόγισα σωστά τα πράγματα. Ασφαλώς δεν φαινόμουνα μέσα στο σπαρμένο χωράφι, αφού οι καλαμποκιές ήταν δυο φορές ψηλότερες από μένα, όμως μπορούσε κάποιος από μακριά να καταλάβει ότι κάτι υπήρχε μέσα στο χωράφι, αφού κουνιόσαντε οι αραποσιτιές, καθώς εγώ τις μέριαζα να περάσω.
Με ... "έπιασε" ο "Ολγόγιαννης"
Ο μπάρμπα Γιάννης ήταν ξαπλωμένος κάτω από τα πουρνάρια του, που τα είχε ο μακαρίτης σαν καλλωπιστικά φυτά, τα κλάδευε από κάτω για να ψηλώσουν, καθάριζε τα "κωλοβούτια" και γενικά τα περιποιόταν. Ήταν ένας άνθρωπος σχολαστικός, νοικοκύρης αλλά και κέρβερος στην περιουσία του. Κατάλαβε λοιπόν ότι κάτι υπήρχε μέσα στο χωράφι του. Προφανώς υπολόγισε από την κίνηση και την κατεύθυνση πού είχα, από ποιο σημείο του χωραφιού θα έβγαινα και με περίμενε στην άκρη της πεζούλας.
Μόλις τον είδα έτσι ακίνητο να στηρίζεται σε μια φρεσκοφτιαγμένη μαγκούρα, κοκάλωσα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα συναισθήματα μου. Έμεινα αμίλητος και με τα μάτια στο χώμα. Περίμενα πως θα αντιδράσει. Ήξερα πάντως ότι με αγάπαγε. Αγάπαγε όμως και την περιουσία του!
«Ρε παλιόπαιδο, μου λέει, γιατί δεν με ρώταγες που μπήκες μέσα στο χωράφι, ξεκουμπίσου και μην το ξανακάνεις. Τσαλαπάτησες τις φασολιές».
Από τη ντροπή μου και τη σαστιμάρα μου μού έπεσε η χεριά με τα ρεβίθια από τα χέρια και τόβαλα στα πόδια.
Πίσω μου ο μπάρμπα Γιάννης κάτι μουρμούρισε και μετά από λίγο με φώναξε.
«Έλα πίσω και πάρτα τα ρεβίθια».
Γύρισα και τα μάζεψα από το χώμα και σηκώνοντας το κεφάλι μου είδα τον μπάρμπα Γιάννη να έχει ένα πιο γλυκό και ήρεμο πρόσωπο από εκείνο που είχε όταν τον πρωτοείδα, βγαίνοντας από το χωράφι.
«Να με ρωτάς πρώτα», μου είπε.
Εγώ χωρίς να πω κουβέντα, έφυγα τρέχοντας.
Επίλογος
Με το πάθημά μου αυτό είχα πάρει ένα καλό μάθημα πώς πρέπει να σέβομαι τον κόπο και την περιουσία του άλλου και πως πρέπει να ρωτάω αν θέλω να πάρω κάτι που ανήκει σε άλλον, ακόμα και μια χεριά ρεβίθια! Ένα μάθημα που ασφαλώς συνέβαλε στη διαμόρφωση του δικού μου χαρακτήρα, όπως και ανάλογα μαθήματα συνέβαλαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των άλλων παιδιών του χωριού. Και επειδή πολλά "μαθήματα" ήσαν παρόμοια εκείνη την εποχή, γι΄αυτό και πολλά παιδιά του χωριού έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Τουθεύς