Ο αγώνας με τα χωράφια, για να εξασφαλίσουν οι άνθρωποι τότε το πιο βασικό στη ζωή που είναι το ψωμί, ήταν πολύ μεγάλος. Οι γιδούλες για το γάλα και το θρεφτάρι (γουρούνι) για το κρέας της χρονιάς και το λίπος, βοηθούσαν την κατάσταση. Κάπως καλύτερα πάντως τα βόλευαν όσοι πήγαιναν και για μαστοριά στη "Μεσσένια". Οι άνθρωποι τότε μπορεί να στερούντο πολλά αγαθά που απολαμβάνουμε σήμερα, αλλά τα φαγητά τους ήσαν αγνά και σε συνδυασμό με την υπέροχη εξοχή τους έκαναν απόλυτα ευχαριστημένους. Γι΄αυτό έβλεπες κατά το θέρισμα ή το αλώνισμα να πηγαίνει το τραγούδι και το καλαμπούρι σύννεφο.
Από τον Ιούνιο οι οικογένειες που είχαν χωράφια στον Αρτοζήνο, προετοιμάζονταν σιγά-σιγά με σχολαστικότητα για τη ''μετανάστευση''. Εκεί είχαν τα πέτρινα καλυβάκια τους που έμεναν μέχρι το τέλος του καλοκαιριού που τελείωνε η συγκομιδή.
Φεύγοντας από το χωριό φόρτωναν στο μουλάρι ή το γαϊδούρι πράγματα όπως ρούχα ύπνου, κουζινικά (τσουκάλι, τέτζερι, βαρέλα με κύπελλα για νερό), καμιά τσίτσα για κρασί και διάφορα οικιακά ζώα. Έβλεπε κανείς τις κότες να κρέμονται από τα πόδια, τη γάτα μέσα στο σακί για να μην πηδήξει και φύγει, τη γίδα πίσω από το γαϊδουράκι και ...πάει λέγοντας.
Εδώ θα σας περιγράψω ένα περιστατικό σε μια τέτοια διαδρομή, για το κλίμα εκείνης της εποχής. Ο μπάρμπα- Βασίλης και η θεια Βασίλω που αναφέρω δεν είναι τα πραγματικά ονόματα.
Πρωί-πρωί λοιπόν με το χάραμα και ανεβαίνοντας προς την Κοκκινόβρυση ο μπάρμπα-Βασίλης τραβούσε αμέριμνος το γαϊδουράκι του με όλο το φορτίο που περιγράψαμε πιο πάνω. Η θειά-Βασίλω η καημένη ακολουθούσε αρκετά πιο πίσω τραβώντας με το ζόρι ένα μικρό γουρουνάκι. Όπως όλοι γνωρίζουμε, το γουρούνι δεν μπορεί να ακολουθήσει το ρυθμό του γαϊδουριού και της γίδας. "Γρου-γρού" το γουρούνι και όλο κλωθογύριζε προς τα πίσω. Η θειά-Βασίλω βλέποντας τον άντρα της να έχει προχωρήσει αρκετά μπροστά, αγανακτισμένη και μπαϊλντισμένη από το τράβηγμα του γουρουνιού κάποια στιγμή έβαλε τις φωνές:
Καρτέρει Γούβη... Καρτέρει να βάλουμε τον περίδρομο (γουρούνι) μπροστά...
Και μονολογούσε η καημένη:
Πήρε ο ένας Γούβης τον άλλο Γούβη και παν τον ανήφορο...
...Φαινόμενα βλέπετε εκείνων των καιρών...
Στο μεταξύ είχε πάρει για καλά η ημέρα και ο ήλιος πρόβαλε από τον Αγιολιά ολόλαμπρος για να ζεστάνει τις καρδιές όλων των ταλαιπωρημένων ανθρώπων, ιδιαίτερα των γυναικών, που εκτός από τις πολλές δουλειές είχαν και τις ιδιοτροπίες των ανδρών...
(Γούβης: Ο μονόχνοτος άνθρωπος που δεν νοιάζεται για την ταλαιπορία των άλλων, όπως το...γουρούνι).
Δορυφορική φωτογραφία χωραφιών Πετροκόπου.