(από το βιβλίο του με τίτλο "Θυμήσου τα παλιά")
Τα μικρά παιδάκια με τα αθώα ματάκια τους φυσικά πίστεψαν τον παππού.. Όμως οι ερωτήσεις δε σταμάτησαν εδώ, αλλά συνεχίστηκαν να πέφτουν βροχή. Από τα παιδιά.
-Και που είναι παππού τα Ρείκια; Είναι μεγάλη πόλη; Έχει ψηλά κτίρια; Έχει θάλασσα; Περάσατε καλά; Έχετε κρατήσει κανένα ενθύμιο απ΄ το ταξίδι σας;
Ο παππούς γέλασε αλλά άφησε το διάλογο να συνεχιστεί.
Τα χρόνια πέρναγαν. Τα εγγόνια μάθαιναν γράμματα και σπούδαζαν. Όμως σαν τύχαινε ευκαιρία έριχναν καμιά ματιά στο χάρτη κι έψαχναν να βρουν το νησί και την πρωτεύουσα Ρείκια. Έψαχναν, έψαχναν μα δεν την έβρισκαν και συνέχεια ρωτούσαν.
-Δεν μπορούμε να τη βρούμε. Δείξ΄τη μας σε παρακαλούμε.
Ο παππούς γέλαγε, αλλά δεν τους εξηγούσε. Κύλησε ο καιρός μέχρι που τα παιδιά μεγάλωσαν και κατάλαβαν την αλήθεια από μόνα τους. Τα Ρείκια δεν ήταν πολιτεία, όπως τους έλεγε ο παππούς, αλλά φρύγανα στην εξοχή. Πληρώστε κοροΐδα εσείς ξενοδοχεία και καμαριέρες να σας στρώσουν τα κρεβάτια, όταν θα παντρευτείτε. Για το δικό μου κρεβάτι όταν το στρώσαμε δε χρειάστηκε να πληρώσει κανένας. Πλήρωσε η ίδια η φύση με τη μεγάλη μαλακωσιά πάνω στα ρείκια που πρωτοξαπλώσαμε εγώ και η γιαγιά μαζί. Αλήθεια τι καλά που ήταν στα ρείκια και ήταν μάλιστα και Μάιος μήνας.
-Εμένα παιδιά μου θα μου μείνει αξέχαστο το δικό μου γαμήλιο ταξίδι, μα περισσότερο θα μου μείνει αξέχαστο το πρωινό ξύπνημα με το λάλημα των πουλιών.
(ΧΙΜ)