Ζούσε στην Αθήνα και ήταν απλός και καλοσυνάτος άνθρωπος, ο κυρ-Περικλής. Στο χωριό λίγο ερχόταν και λίγα ξέραμε γι’ αυτόν. Οι πληροφορίες όμως που έφταναν γι’ αυτόν ήταν καλές. Εργαζόταν σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία και μάλιστα σε Διευθυντικό Πόστο.
Κανονικά θα έπρεπε να ήταν ευχαριστημένος απ’ τη ζωή του, γιατί τα παιδιά του τα είχε αποκαταστήσει. Σπίτια και χρήματα είχε δόξα τω Θεώ, νοίκια έπαιρνε τι άλλο ήθελε;
Όμως φαινόταν ότι κάτι βασάνιζε, τον κυρ- Περικλή. Τον τελευταίο καιρό που ερχόταν στο χωριό πολλοί τον άκουγαν να λέει ότι είναι δύσκολη η ζωή στην πρωτεύουσα, ότι πλησιάζει η ώρα της σύνταξής του, ότι βαρέθηκε τη ζωή στη Πόλη και ότι φτάνει η ώρα ν’ αράξει στο χωριό μόνιμα και ν’ απολαύσει τη φύση.
Ν’ απολαύσει καλλιεργώντας τα χωραφάκια που του άφησε ο πατέρας του. Ο κόσμος που τ’ άκουγε έλεγε τρελός είναι ο άνθρωπος που θ’ αφήσει όλα τα καλά και θα πάει να ζήσει στην ερημιά. Αλήθεια πώς θα τα κατάφερνε, ένας υπάλληλος γραφείου, μια ζωή, να καλλιεργήσει τα χωράφια, άνθρωπος της Αθήνας!
Εκείνοι όμως που στενοχωρούνταν περισσότερο ήταν η γυναίκα του, η Αφροδίτη και τα δυο του παιδιά, ο Μήτσος και η Μάρω, όταν άκουγαν αυτά τα λόγια από το στόμα του κυρ-Περικλή. Ήταν βλέπεις όλοι τους κάτοικοι της Αθήνας γέννημα και θρέμμα και δεν ήξεραν τι σημαίνει φύση -καθαρό οξυγόνο- απλή ζωή.
Σίγουρα δεν ήξεραν τις δυσκολίες που έχει κάποιος όταν ζει στην ύπαιθρο. Απορούσαν βέβαια με την απόφαση του συζύγου και πατέρα. Όμως δεν μπορούσαν να το φανταστούν, δεν το χώραγε το μυαλό τους ότι παίρνοντας σύνταξη ο κύριος Περικλής θ’ αλλάξει επάγγελμα, θα εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό να γίνει συστηματικός γεωργός, θα ζήσει μόνιμα κοντά στη φύση.
Πολλές φορές τον παρακάλεσαν να μην υλοποιήσει την απόφασή του, αλλά εκείνος δεν άλλαζε γνώμη. Απλά τους έλεγε ότι θα το κάνει πράξη. Περιμένετε και θα δείτε, περιμένετε να πάρω πρώτα τη σύνταξή μου. Απ’ τις πολλές φορές που το 'λεγε, η γυναίκα του τον πίστευε. Τα παιδιά του όμως γελούσαν.
Όμως εκείνος επέμενε.
Τα ίδια έλεγε και στη δουλειά του. Το συζητούσε το θέμα με τους συναδέλφους του και μάλιστα δεν τον πίστευαν. Δεν τον ένοιαζε βέβαια. Θα δείτε, θα δείτε τους έλεγε. Θα δείτε και θα τρίβετε τα μάτια σας.
Ναι, τους έλεγε. Θα φύγω απ’ την πόλη με το καλό. Θα φύγω απ’ τη ζούγκλα που λέγεται Αθήνα. Εδώ η ζωή δεν υποφέρεται, είναι ανυπόφορη. Θα φύγω, να πάω ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα, καλλιεργώντας τα χωραφάκια μου, να έχω τον κήπο μου, να κάνω τη ζωή μου απλή. Αυτά και άλλα πολλά τους έλεγε και φυσικά κάποιοι δεν τον πίστευαν.
Ένας μάλιστα στη δουλειά τον πήρε στο ψιλό και του απαντούσε όταν τον άκουγε να λέει αυτά.
- Κάτσε φρόνιμα Περικλή. Δε γίνονται αυτά τα πράγματα απ’ έναν άνθρωπο που ζει στην πόλη.
- Γίνονται και παραγίνονται απαντούσε ο Περικλής με χαμόγελο. Περίμενε λίγο και θα δεις. Περίμενε ένα χρόνο ακόμα να πάρω τη σύνταξη και τα λέμε. Έτσι πήρε με το καλό τη σύνταξή του και φυσικά τον χάσανε και οι συνάδελφοι απ’ τη δουλειά.
Με το πέρασμα του χρόνου ξεχνούσαν τον Περικλή, ξεχνούσαν κι αυτά που έλεγε. Εκείνοι κανονικά στη δουλειά τους, κι ο Περικλής στο σπίτι του. Δεν πέρασε πολύς καιρός, δυο τρεις μήνες περίπου. Ένα πρωί γύρω στις δέκα η ώρα το πρωί, όταν μπήκε στο προαύλιο της Εταιρείας ένα μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο.
Θορυβήθηκαν οι υπάλληλοι, ρώτησαν τι συμβαίνει, πετάχτηκαν έξω, τι να δουν. Ποιο ήταν αυτό το φορτηγό και τι κουβαλούσε. Φανταστείτε πόσο ξαφνιάστηκαν όταν είδαν να κατεβαίνει μπροστά τους χαμογελαστός. Φανταστείτε την έκπληξή τους, όταν είδαν ένα φορτηγό γεμάτο γεωργικά εργαλεία. Φανταστείτε τους να μένουν κόκαλο όταν τους καλημερίζει και τους ανακοινώνει ότι μετακομίζει μόνιμα στο χωριό του, να γίνει γεωργός, που τους έλεγε.
Αφού πέρασε η πρώτη έκπληξη, στη συνέχεια τον καλημέρισαν του έσφιξαν το χέρι, το κέρασαν. Ο προϊστάμενος μάλιστα του έκανε ένα μεγάλο δώρο και του ευχήθηκε καλή επιτυχία στο νέο του επάγγελμα.
Όλα αυτά είναι μια πραγματική αλήθεια. Ο Περικλής, τα λόγια του, τις ιδέες τις έκανε πράξη. Αλέτρι, φτυάρι, κασμάς, τσάπα, κλαδευτήρα, ραντιστήρια γι’ αυτόν ήταν εργαλεία της δουλειάς του της νέας.
Καθημερινά δούλευε κοντά στη φύση. Η δουλειά του ήταν κουραστική, αλλά ευχάριστη. Και κάποιες γεωργικές δουλειές που δεν ήξερε καλά τις έμαθε ρωτώντας τους μεγαλύτερους.
Έχουν περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια από τότε –δεν ξέρω ακριβώς πόσα- και η ζωή γι’ αυτόν κυλάει ήρεμη, ευχάριστη όπως το είχε χαράξει στο μυαλό του.
Το καλό είναι ότι η γυναίκα του, η κυρά Αφροδίτη, ήρθε μαζί του στο χωριό και η ζωή τους ομόρφυνε. Τον συναντάω πολλές φορές, Καθόμαστε και συζητάμε με τις ώρες γιατί είναι ευχάριστος τύπος. Τα λαχανικά και τα φρούτα του που μας φίλευε είναι πεντανόστιμα. Τον βλέπω όλη μέρα ν’ ασχολείται και πολλές φορές σκέφτομαι κι εγώ την επιλογή του και συμφωνώ.
Τη μια μέρα στις ελιές, τη δεύτερη στο χωράφι, την Τρίτη στο περιβόλι και πάλι απ’ την αρχή. Η ζωή του στο χωριό έχει σύστημα. Μόνο την Κυριακή δεν εργάζεται. Πρωί πρωί θα πάει στην εκκλησία και μετά στο μεγάλο καφενέ του χωριού να συζητήσει με τους φίλους του και να κεράσει κανένα καφέ.
- Να’ σαι καλά Περικλή, φίλε μου του είπα μια μέρα. Μακάρι να σου μοιάσουν και πολλοί άλλοι και να κάνουν το ίδιο. Μακάρι να γεμίσει το χωριό μας και πάλι ανθρώπους, Σου αξίζουν πολλά συγχαρητήρια. Συγχαρητήρια για το παράδειγμά σου. Λύσε μου μια απορία φίλε μου του είπα μια μέρα αφού τον καλημέρισα.
- - Ευχαρίστως μου απάντησε αρκεί να ξέρω.
- - Πώς γίνεται ν’ αντέχεις όλη μέρα δουλειά και πάλι δουλειά;
- - Δεν κουράζεσαι; Εσύ γέρος άνθρωπος τώρα πια.
- - Κουράζομαι, ποιος σου είπε ότι δεν κουράζομαι; φίλε μου είπε.
- - Όμως αγαπάω αυτό που κάνω, αγαπώ τη φύση, αυτή είναι βίωμά μου στα παιδικά μου χρόνια και έτσι ό,τι κάνω το κάνω ευχάριστα. Η φύση με ανταμείβει και μου δίνει χαρά. Χαρά και υγεία. Τι καλύτερο υπάρχει στον άνθρωπο από το να πίνει τα κρασάκι του από το δικό του τ’ αμπέλι ή να τρώει τα δικά του λαχανικά από το περιβόλι του. Τι καλύτερο να κάνω αυτό που μ’ αρέσει χωρίς να βλάπτω άλλον.
- Να’ σαι καλά Περικλή, του είπα άλλη μια φορά. Μακάρι να ακολουθούμε όλοι το παράδειγμά σου, συνέχισα από μέσα μου γιατί ήμουν συγκινημένος.
Τον χαιρέτισα και γύρισα να φύγω σκεπτόμενος συνέχεια το φίλο Περικλή που ποτέ δεν ξέχασε να κάνει στη ζωή αυτό που τ’ άρεσε.