Από το βιβλίο "Νουβέλλες-Διηγήματα"
Εννιά μηνών ορφάνεψα από πατέρα. Από ορφάνια δεν κατάλαβα τίποτα.
Η μάνα μου, μου παραστάθηκε μάνα και πατέρας... Άξιος προστάτης και αξεπέραστος δουλευτής και νοικοκύρης. Και ζευγολάτισσα και μυλωνάς, και περιβολάρισσα και μαρτινολόισσα και υφάντρα και νοικοκυρά και πάνω απ΄ όλα Μάνα.
Με δίδαξε όλα τα απλά, μα μεγαλόπρεπα και ωραία στολίδια της ανεπανάληπτης ζωής του χωριού μας. Και με έφτιασε να νιώθω σιγουριά και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, όταν με οδηγούσε, σαν σοφός δάσκαλος, στην εκκλησία και στην ξωμαχιά. Κανένα παράπονο δεν ένιωσα ποτέ μου από κείνη.
Το μόνο μου "βαχ" ήταν που δεν είχα και εγώ έναν αδερφό να παίζω, όπως ο Τάκης του δάσκαλου, όπως όλα τα παιδιά του Κερμπεσιώτη.
 
Ωστόσο,  κάποτε η Ρήνα του μπάρμπα-Γιώρη του Στρίκου με βρήκε, κάποιο καλοκαιριάτικο μεσημέρι, την ώρα της ξωμαχιάς, απάνω στο τουράκι στο κεντρί του μπάρμπα-Χρήστου του Στρίκου, να κλαίω βουβός και ολομόναχος και με ρώτησε:
-Γιατί κλαις Θοδωράκο;
-Ποιος σε μάλωσε;
-Γιατί κλαίνε τα ματάκια μου;
-Ναι... Γιατί κλαις;
-Τα ματάκια μου κλαίνε για τον πατεράκο τους...
-Μην κλαις...
-Όταν θα μεγαλώσεις θα ρθει ο πατεράκος σου.
 
Και δάκρυα και κείνη. Με το ήμερο και αγαθό της βλέμμα,  εκείνο είχε τόση σιγουριά, που με έκανε να την πιστέψω... Και μου φύτεψε ρίζα ελπίδας πως, σαν μεγάλωνα, θαρχόταν κι ο πατέρας μου... Με πήρε από το χέρι, με τίναξε από τους μπωχούς, μου πάστρεψε τα δάκρυα και μ΄ανέβασε στην πέτρινη σκάλα της και με φίλεψε αχνιστό χάσικο ψωμί και μούρες μελισσές... Το νοστιμότερο φίλεμα της ζωή ς μου!
Θάημουνα τότε πεντέξι χρονώνε...
Δεν ήμουν  δασκαλούδι.
                                   
Πέρασαν δυο-τρία χρόνια. Η Βασίλω του Αντώνη Βέργου και η Αντριάνα του Λάμπρου και δυο τρία άλλα μικρότερα παιδιά, που δεν θυμάμαι τώρα, ήσαντε πηγαιμένα στου Μπουλούτσου ν΄ανάψουνε το καντήλι της φρεσκοπεθαμένης γρια-Νύσιαινας της Βέργαινας και ερχόσαντε σιαδώ στην "Πούλω" πηλαλώντας...
Ο ήλιος κατακόκκινος βύθιζε στο ματωμένο κατάκωλο και χρύσωνε ένα γύρω τις βουνοκορφές και ίσκιωναν τα λαγκάδια.
Εγώ με άλλα παιδιά έπαιζα, την ώρα κείνη τη μαγική, στην Κουτσαντραίικη ραχούλα και καρτέραγα τη μάνα μου να ξαναφάνει από το μύλο... ώσπου έφτασαν τα κορίτσια και μας λένε:
-Όλοι οι πεθαμένοι του χωριού ζωντανέψανε και έρχονται στο χωριό.
-Έρχεται και ο πατέρας σου Θοδωρή...!
Μου είπε η Βασίλω.
-Ναι αλήθεια σου λέει...,
βεβαίωσε σοβαρή η Αντριάνα.
Σάστισα από χαράς αγαλλίαση...
-Μα πως θα με γνωρίσει;
-Και πως θα τον γνωρίσω;
Σκέφτηκα και έκανα να τρέξω προς το μύλο, για να το πω στη μάνα μου να χαρεί και ναρθει ν΄ανοίξει το σπίτι.
-Που πας;...
-Δε θα τον καρτερείς;
Μού είπαν με ένα στόμα τα παιδιά.
-Πάω να το πω στη μάνα μου,
τους φώναξα και σκαπέτισα στη ραχούλα...
Στη "μπέρτζελη", άκουσα το τσοκανάκι της Λιάρας μας... Η χαρά μου απλώθηκε και σκέπασε ούλη την πλάση. Ένιωθα μικρός θεός, που κράταγα ούλο τον κόσμο στη χούφτα μου... Και τον κανάκευα απάνου στο γοργό χτύπο της μικρούλας μου καρδιάς.
-Έλα μάνααα..., έρχεται ο πατέρας μου...
Φώναζα στη μάνα μου που ανηφόριζε ζαλωμένη το συνοικότραστο.
-Ποιος πατέρας;... Τι λες;
Μ απολογήθηκε, αποσταμένα.
-Ο πατέρας μου!...
-Καλά. Έρχουμαι...
Σε λίγο ανταμώσαμε. Με πήρε στην αγκαλιά της και με φίλησε, πασχίζοντας να μην βλέπω τα δακρυσμένα και χαρούμενα μάτια της. Κι εγώ βιαστικός και ανυπόμονος άρχισα να λέω την ιστορία των αναστημένων νεκρών και να την παρακαλώ να κάνει πιο γοργό το περπάτημά της... Μα εκείνη δεν άλλαζε ρυθμό... Δεν έλεγε τίποτα.
Φτάσαμε στο σπίτι... Πατέρας πουθενά... Μα εγώ πίστευα πως πήγε στα μαγαζιά και θάρθει την ώρα που περνάνε οι κατωμαχαλήτες άντρες κουβεντιάζοντας και γελώντας κι έκατσα στο κατώφλι της πόρτας μας και τον περίμενα... Περάσανε όλοι. Ο μπάρμπα-Νικόλας ο Βέργος, που ήσαντε ίσια στα χρόνια, ο μπάρμπα- Αγγελής ο Κλεισούρας, ο Γιώργης του Σουλελέ, ο μπάρμπα Αγγελής ο Γρέκης, το παιδί του ο Κώστας... Όλοι... όλοι... κι ο πατέρας μου... πουθενά... Η μάνα μου άρμεξε τη Λιάρα μας στην καραβάνα, μότριψε και ψωμί κι έτρωγα κι έκανα τις σκέψεις μου χωρίς να τις λέω... φωναχτά σε κανένα. Έπεσα να κοιμηθώ αφού, από μέσα μου, προσευχήθηκα με τούτη την παράκληση:
"Θεέ μου, Θεούλη μου, Θεουλάκο μου, όταν αφήσεις τον πατέρα μου ναρθει, να του ειπείς ναρθει στο σπίτι μας στο χωριό, να μην πάει στο μύλο, γιατί μένουμε στο χωριό τώρα... από τότε που σκοτώθηκε ο μπάρμπα-Γιώργης στον πόλεμο με τους Ιταλούς".
 
Την αυγή ξύπνησα... ξεκούμπωσα την καραβάνα..., έφαγα το τριψινιασμένο γάλα μου άνιφτος -η μάνα μου κι η Λιάρα έφυγαν αυγή για το μύλο- και κατέβηκα στην αυλή της θεια-Χρήσταινας και τόστρωσα στο παιχνίδι με τ΄άλλα γειτονόπουλα... Τα είχα όλα ξεχάσει;...
Μα κείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η αγαλλίαση που μου χάρισε το ποιο ωραίο ψέμα, που άκουσα ποτέ στη ζωή μου... Και πόσο αγάπησα θεέ μου κείνα τα δυο κορίτσια... Και πόσο τ΄αγαπώ ακόμα!...
.
(ΧΙΜ_10-3-11)

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.