-Πόσα παιδιά έχεις, γιαγιά;
-Δεν τα ξέρεις εσύ; Γιατί με ρωτάς...Αφού τα ξέρεις...Τη μάνα σου, τις θειάδες σου, τους μπαρμπάδες σου...Τα ξέρεις
-Δέν είχες άλλα;
-Α...χούου!...Τι πας και σγαρλάς τώρα;...Είχα, πως δεν είχα. Είχα άλλο ένα παιδί κοντά στη μάννα σου. Σερνικό και καλό και το έλεγα Θανάση...Και μου το ΄φαγε το γουρούνι!...
-Το γουρούνι;!
-Ναι, το γουρούνι!...Τι τα θες και τα μελετάς; Πάνε πενήντα χρόνια. Μέναμε στη Σφυρίδα στο παλιόσπιτο. Εκεί είχαμε ούλη μας τη σειρά. Και μείς και οι άλλοι ξωμάχοι: Στρικαίοι, Τρουπαίοι, Ρουσαίοι, Λιακακαίοι, οι Κουτσαντραίοι παραπάνω στη Μπριτσιά και κείνη τη μεριά στη Χαλικόβρυση μένανε κείνοι που μένουν και τώρα.

Ήρθε χαρτί, να πάει ο παπούλης σου στρατιώτης, να διώξουνε την Τουρκιά. Διάκε. Έμεινα μοναξιά. Μας έγραφε από την Άρτα, τα Γιάννενα, την Ελασσόνα, την Σαλονίκη. Αρρώστησε από τύφο και ζούρισε σαν το κατσόπουλο. Πέσανε τα μαλλιά του. Έμεινε πετσί και κόκαλο κι εμείς πίσω η φαμελιά δεν ξέραμε τίποτα. Έλειπε σαρανταέξι μήνες. Είχα τα τρία τρανά μου παιδιά μικρά. Μοναξιά!... Μοναξιά!...Ούλα μοναχή μου!... Σκάρισα τα μαρτίνια, έδεσα τα χοντρά ζά στ΄αυλάκι, άλλαξα το νερό στη σποριά, σάρωσα το γαλάρι αχάραγο και με το πρωτοθάμπι κατέβασα τα απαλαξίδια και το λεβέτι στο ρέμα κι άναψα κακάβι να πλύνω. Το μικρό το είχα βυζαγμένο την κονταυγή. Τ΄ άλλα δύο κοιμόσαντε ακόμα. Κλείδωσα. Έβαλα το κλειδί ψηλά στην αστράχα. Έβαλα κι έπλενα. Η Παναγούλα του κουνιάδου μου του Γιώργη, που ΄ναι τώρα παντρεμένη στου Καρασάνι, κάτι ανάχρειο δικό μου χρειάστηκε και διάηκε και το πήρε. Ήξερε που έβανα το κλειδί. Το ΄φτασε, έκαμε δουλιά της και δε ματακλείδωσε. Παιδί και κείνη βλέπεις, δεν κακόβαλε. Κάναν καιρό ακώ τη μάννα σου όξω από το καλύβι. Μου μίλαγε κλαίγοντας:

-Μάνα!...Μάνα!...
-Με ζώσανε τα φίδια. Σκούζω:
-Ελένη!...Εγώ σας κλείδωσα. Πως βγήκες;
-Ζιού...τώει παιζί...

Ίσαμε τ΄αυλάκι ήρθα ορθή. Από κει κι απάνου δεν θυμάμαι τι και πως έφτασα στο καλύβι...Αχούου...Βλέπω το γουρνόπουλο, ένα ΄νασμίδι, -ήτανε δεν ήτανε πέντε οκάδες- να ΄χει ρεμένα τα μπροστινά του πόδια μέσα στο μπεσίκι του παιδιού και να τρώει το μακαρίτικο στα μάγουλα, στο στόμα, στο πρόσωπο...Έμπηξα τα σκουμάρια και σειστήκανε τα βουνά και τα ρέματα τετραμερούθε. Έτσι λένε οι άλλοι που μ ΄ακούσανε. Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Μαζευτήκανε από τα καλύβια ούλοι εκεί.

Ήρθα και πάνιασα και μαύρισα και χαλκοπρασίνησα, σου λένε, και γίνηκα για τον τάφο. Από δεκεί μου κολλήσανε τούτες οι πανάδες πόχω στα μάγουλα και θα τις πάρω κοντά μου στου Μπουλούτσου. Τ΄άρπαξα, ΄οπως ήτανε, αγκαλιά. Ανάσαινε ακόμα. Αίμα σταλιά, πουθενά! Δε χώριζες στόμα, μάτια, μύτη, αυτιά...τίποτα...Θά ήτανε πεντέξι μηνώνε. Κίνησα να το φέρω στο χωριό για γιατροσόφια. Η πεθερά μου ήτανε καλή πραχτικά. Όσο να το φέρω στου Λιμιμής κέρωσε..., μου ΄μεινε στα χέρια.

Ε... ήρθαμε στο χωριό. Το θάψαμε.. Πάει κείνο... Εσείς οι άλλοι να είστε καλά. Να σας έχει ο θεός την έννοια. Και τι πας και μου θυμάσαι; Να μου ανοίγεται η καρδιά;... Δεν το γράψαμε μπίτι του παππούλη σου. Δεν το ήξερε. Δεν το είχε ιδωμένο ολότελα. Ήτανε στρατιώτης που το ΄καμα. Σαν ήρθε τα ΄μαθε. Τι να ειπεί; Τίποτα. Είχανε κεινού τα μάτια ιδωμένα!...

Επεξηγήσεις:

Σκουμάρες: Φωνές, σκούξιμο.

Ζγαρλάς: Ανακατεύεις, αναμοχλεύεις.

Διάικε: Πήγε. Ζούρισε: Ταλαιπορήθηκε πάρα πολύ.

Σκάρισα: Έβγαλα τα γιδοπρόβατα για βοσκή.

Μαρτύνια: Οικόσιτα γιδοπρόβατα.

Ζά: Τα γαιδουρομούλαρα.

Σάρωσα: Σκούπισα.

Απαλαξίδια: Ρούχα που άλλαξαν για πλύσιμο.

Αστράχα: Χώρος μεταξύ τοίχου και σκάλας.

Ανάχρειο: Χρειαζούμενο.

Νασμίδι:

Μπεσίκι, Ξύλινη κούνια.

Μπίτι: Καθόλου


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.