(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ιοκάστη)

....Είχε ακόμα μια αδερφή. Μεγαλύτερη της ήτανε. Κείνη, άκουσε το θέλημα του πατέρα. Σαν τους άδειασε το καράβι στον έρμο τό­πο, βγήκαν με τον πατέρα μπροστά και με την Κοκκίνω κρατημένη από το χέρι της τρανής αδερφής. Ο πατέρας ήτανε φορτωμένος κάτι τσάντζαλα-μάντζαλα και ανηφορίζανε για το χωριό. Τους σταμάτησε ένας τσοπάνος ψαρομάλλης. Φίλεψε τσιγάρο τον πατέ­ρα κι έπιασε κουβέντα. Καθίσανε και κείνες κι ακούγανε για τους πολέμους και τις συφορές του. Βρήκανε τρόπο και τις διώξανε αυτές από την κουβέντα. Ήτανε κάτι βάτα γεμάτα βατόμουρες. Πή­ρε η μεγάλη αδελφή την μικρή από το χέρι και πήγε και της έφτανε μούρες από τα βάτα και την τάιζε.

Οι άντρες κάτι λέγανε σοβαροί. Ανάψανε και δεύτερο και τρίτο τσιγάρο. Κάποιον καιρό φώναξε ο περαστικός τα θηλυκά του. Ο τσοπάνος είχε αρμεγμένα στην καρδάρα δυο-τρία γίδια οψιμογεννημένα.

Το γάλα ήταν λιγοστό. Το αβγάτισε με νερό από την βρυσούλα που 'τρεχε κει στο βραχάκι. Τους έτριψε και ψωμί σμιγάδινο (στάρι, κριθάρι και σίκαλη) και τους δάνεισε το κουτάλι του να φάνε. Έφαγε πρώτα η μικρή, μετά η μεγάλη και τελευταίος ο πατέρας, ο πρόσφυγας.

Σαν απόφαγαν, ρώτησε τη μεγάλη ο πατέρας της, αν θέλει να παντρευτεί. Αρνήθηκε, κείνη, στην αρχή. Είχε χαμένη αγάπη με τον πόλεμο και είχε ελπίδες πως θα την έβρισκε. Πολλά της είπε ο πατέρας και της έδειξε το ανοιχτόστηθο τσοπανόπουλο, με την πελάγρα στα χείλη, αιτία που το περγέλαγαν οι τσοπανοπούλες, που στεκόταν εκεί ορθός και τη θάμαζε. Δεν ήθελε. Κίνησαν να συνεχίσουν το δρόμο τους. Τους κράτησαν με το στανιό. Το βράδυ δείπνησαν όλοι στην καλύβα του τσοπάνη. Χόρτασαν ψωμοτύρι και ξυνόγαλο.

Όλη νύχτα κουβέντιαζαν οι γέροι για τον πόλεμο και οι νέοι παρακεί άκουγαν με κομμένη ανάσα. Το τσοπανόπουλο έριχνε κλεφτές ματιές γεμάτες λαχτάρα αντρίκεια στη μεγάλη. Νυστάξανε νωρίς οι νέοι στρατολάτες πρόσφυγες. Τους στρώσανε να κοιμηθούν αραδαριά. Κοιμήθηκαν.

Την αυγή η γριά τσοπάνα χαϊδολόγησε τη μεγάλη και της έταξε πολλά να μείνει εκεί για γυναίκα του μονάκριβου παιδιού της. Από τα πολλά την καταφέρανε. Κάνανε αρραβώνες παραμονή του Σταυρού και τ ' Αη-Δημητρίου θα γίνονταν τα στέφανα.

Η νύφη γύριζε πάντα με μάτια κόκκινα από το κρυφό το κλάμα. Δεν άντεχε τα χείλη τ' άσπρα και τα σκαμένα. θυμότανε την αγάπη της, την πρώπη, και μαράζωνε. Την έπιασε κι ένας ξερόβηχας. Βοήθαγαν στις δουλειές όλοι στο σπίτι του τσοπάνου και τρώγανε ψωμάκι. Κι όλο τοιμασιές κάνανε για τα στέφανα.

Ο βήχας δυνάμωνε.

Στο πρόσωπο της νύφης απλωνόταν μέρα με την ημέρα, μια πασπάλα θειάφης. Κι ένα βράδυ ψήθηκε στον πυρετό. Τα ξημερώματα κολύμπησε στον ιδρώτα. Την αλλάξανε. Πλάκωσε η ξωμαχιά στην καλύβα. Όλοι λέγανε γιατροσόφια. Ο πατέρας θέλησε να ειπεί για γιατρό, μα κράτησε μισή την κουβέντα, γιατί το κομπόδεμά του ήτανε πολύ φτωχό. Έστειλε ο τσοπάνος κι έφερε γιατρό με το δικό του άλογο.

Την εξέτασε προσεχτικά ο γιατρός και το πρόσωπο του έγινε πολύ σοβαρό. Κάλεσε μόνο τον πατέρα του κοριτσιού. Του είπε πως η κοπελιά είχε «καλπάζουσα» και καλό ήτανε να μη ζήσει άλλο κοντά τους... και καλοπέραση... Γάλα, αβγά. κρέας και όχι στενοχώρια. Πληρώθηκε από τον πατέρα του γαμπρού ο γιατρός και γύρισε στη δουλειά του αφού σαπουνίστηκε απανωτές φορές και στέγνωσε στον ήλιο!

Δεν είχε πώς να το ειπεί κείνος ο πατέρας. Τούτο το φριχτό μαντάτο. Άρχισε να μαζεύει κάτι ψιλοπράματα. Τα ξανάλυνε. Έβγαλε το συμπέθερο έξω από το σπιτοκάλυβο και κάτι... για χώρια κουτάλι, χώρια πιρούνι, έλεγε στον άλλο... χώρια... στρωσίδι... για χώρια καλύβι...

Πέρασαν πεντέξι μέρες έτσι... Το τσοπανόπουλο δεν έφευγε από το προσκεφάλι της. Στα γιδοπρόβατα οι γέροι. Στο συγύρι­σμα του σπιτιού η Κοκκίνω και ο πατέρας της. Η άρρωστη και βήχα και λιγοστό πυρετό είχε. Κι ένα πρωί με τον τρανό τον πνιγηρό της βήχα έβγαλε κι αίμα κόκκινο πολύ και δε σταμάταγε ούτε ο βήχας ούτε το αίμα. Κρύα πανιά κι αέρας δροσερός δεν έκαναν πια τίποτα. Ήτανε μολεμένη στο καράβι. Έκαναν να την στυλώσουν, να την σηκώσουν να καθίσει, να τη γυρίσουν στο πλάι... στο άλλο πλευρό... Τίποτα! Ο βήχας-βήχας · και το αίμα-αίμα.

Ξενύχτισε στην αγκαλιά του τσοπανόπουλου. Τα μάτια του τρέχανε βρύση και όλο την παρηγορούσε πως θα γίνει καλά... θα του βαρεί τη στρούγγα και κείνο θ ' αρμέγει και πως τα χείλη του σαν χειμωνιάσει θα κλείσουνε και θα γίνουν τριανταφυλλένια. Της έλεγε την αλήθεια για τα χείλη του.

Ξημέρωσε του Άη-Δημήτρη η γιορτή. Στολίστηκαν οι ξωμάχοι και πήγαν - χρονιάρα μέρα - να λειτουργηθούν στο ξωκλήσι που είχαν κτισμένο με έξοδα τους. Στο καλύβι έμεινε το τσοπανόπουλο, η άρρωστη και ο πατέρας της. Στη λειτουργία και στο σεΐρι πήρανε οι συμπεθέροι και την Κοκκίνω. Ν ' ανάψει κερί και να σε παρακαλέσει - να τάξει δεν είχε -, αφέντη Χριστέ, και τον αφέντη τον Άη-Δημήτρη να κάνετε το θάμα σας και να χαρίσετε στην βαριά άρρωστη την υγειά της.

Όταν το σήμαντρο σήμανε για δεύτερη φορά και ο παπάς τοιμαζόταν να ψάλει για την ευλογημένη βασιλεία, ένας δυνατός κό­μπος έφραξε το λαιμό της άρρωστης. Έκανε να βήξει και δεν μπόρεσε. Άσπρισαν τα μάτια της. Το παλικάρι την έσφιγκε στην αγκα­λιά του και αγωνιζόταν να την ξεκολλήσει από του χάρου την αγκαλιά και δεν μπόρεσε. Λύθηκε τ' αγγελικό κι αδύναμο κορμάκι και παραδόθηκε στ ' ατέλειωτα φιλιά του παλικαριού ώσπου άρχισε να παγώνει.

Ο πατέρας βουβός θρηνούσε παρακεί.

Άρπαξε το παλικάρι το γεμάτο δίκαννο και βγήκε σαν μανιασμένο αγρίμι από την καλύβα. Ανηφόρισε κι έφτασε στης ραχού­λας την κορφή, για να 'ναι κοντά στο Θεό κι έσκουξε με όλη του τη φωνή να ακούσει ο Θεός το τρανό του παράπονο. Ντουφεκόριξε για να ξυπνήσει ο Θεός, αν κοιμόταν, κι έσκουξε:

-Ψέματα λες πως αγαπάς όλα τα πλάσματα σου.

Είσαι ζηλιά­ρης και άπονος, τα θες όλα δικά σου.

Εγώ. αν ήμουνα Θεός και συ αγράμματος τσοπάνος,

δε θα μου βάσταγε η καρδιά τέτοιο κακό για να σου κάνω.

Αφού και συ με ζήλεψες, που σ ' είχα απαντοχή μου

σου τη χαρίζω, πλάστη μου, πάρε και τη δική μου.

Ακούστηκε και δεύτερη ντουφεκιά. Οι ξωμάχοι έτρεξαν κατά κει. Τον σήκωσαν. Ήτανε δίχως καύκαλο.

Γιατροί, αρχές, κακό...

Αγκαλιά τους θάψανε στην εμπατή του ξωκλησιού απ ' έξω στα δεξιά. Δε λαλήσαν κείνον τον Αη-Δημήτρη τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα λαούτα. Με μοιρολόγια και βραστά ζυγούρια και βεργάδια μουνούχια, έγινε ο ενταφιασμός τους. Ο γάμος τους, ανήμερα τ ' Αη-Δημητριού, όπως τα είχαν κανονίσει.

Αδάκρυστη μου τα μολόγαγε κείνο το βράδυ η Κοκκίνω. Και είχε στο νου της την αυγή να πάει να κάψει κερολίβανα και σε κείνων τον τάφο...

(Το μυθιστόρημα «ΙΟΚΑΣΤΗ» τυπώθηκε το Γενάρη του 2006 στην Αθήνα, σε πεντακόσια αντίτυπα (500) εκτός εμπορίου).


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τη μεγαλύτερη θητεία ως πρόεδρος του Συνδέσμου Σερβαίων έκανε ο γιατρός Ιωάννης Δ. Δημόπουλος. Συνολικά χρημάτισε πρόεδρος 21 χρόνια (1936-1953, 1956 και 1962-1964). Επί προεδρίας του χτίστηκε το σχολείο στο χωριό, συνεχίστηκε το χτίσιμο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου και έγινε η διάνοιξη του δρόμου για αυτοκίνητα από το Αγιώργη Σαρά μέχρι το χωριό.