Από το βιβλίο του Ιερέα Χρήστου Αθ. Κομνηνού «ΛΥΚΟΥΡΕΣΗ – ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 1996»
Η κτηνοτροφία ήταν βασική απασχόληση όπως και η γεωργία. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε γιδοπρόβατα. Για λίγα, για πολλά, από πάππου προς πάππου και μέχρι σήμερα. Τα πιο παλιά χρόνια το Λυκούρεση συγκέντρωνε μέχρι 10.000 γιδοπρόβατα.
Οι περισσότεροι τσοπάνηδες το χειμώνα κατέβαιναν στα χειμαδιά. Όλα τα λιβάδια των Βασιλέων από Ράφτη μέχρι το χωριό Λότη της Ηραίας. Πήγαιναν στους ιδιοκτήτες, συμφώναγαν, τους έδιναν καπάρο και από την Ιη του Νοέμβρη μέχρι 20 του Μάη έβοσκαν τα κοπάδια τους.
Η ζωή των τσοπάνηδων ήταν σκληρή και κουραστική. Έφευγαν από τα βουνά και μέναν στα λιβάδια έξι ολόκληρους μήνες. Δεν γνώριζαν σπίτι. Ψωμί ζεστό δεν έτρωγαν ποτέ. Κρεβάτι δεν ήξεραν. Για παπούτσια φόραγαν γουρουνοτσάρουχα και τσαρούχια από λάστιχο. Με το ράσο φορεμένο για τη βροχή και τη γκλίτσα στο χέρι, νύχτα μέρα στο πόδι, έβοσκαν τα γιδοπρόβατα.
Ήταν υποχρεωμένοι να σηκωθούν και τη νύχτα να βοσκήσουν το κοπάδι. Τα πρόβατα τη νύχτα δεν διαλέγουν το χορτάρι. Τρώνε ό,τι βρουν μπροστά τους.
Κάποτε ήταν ένας τσοπάνος και του έλεγε το αφεντικό τα πρόβατα να τα βοσκάει και τη νύχτα. Ο τσοπάνος του απαντούσε, πως δεν βλέπουν να βοσκήσουν. Το αφεντικό επέμενε και του έλεγε ότι τα πρόβατα τη νύχτα ό,τι βρουν μπροστά τους θα το φαν. Αυτός όμως τίποτα.
Την άλλη μέρα το αφεντικό βάζει την κυρά του και ζυμώνει ένα ψωμί. Με το ψαλίδι πήρε κοζιά από γίδια και την έκοψε ψιλή μέσα στο ζυμάρι. Το βράδυ πήγε το ψωμί στον τσοπάνο. Σκοτάδι τώρα και ο τσοπάνος μη βλέποντας τι είχε μέσα το ψωμί, αλλά και από τη μεγάλη του πείνα, το έφαγε μαζί με τις τρίχες. Του έμεινε μόνο ένα κομμάτι. Το πρωί το είδε και το είπε του αφεντικού. Τότε του λέει το αφεντικό. «Γιατί βρε το έτρωγες;» Του απαντάει. «Δεν το έβλεπα».
«Ε, του λέει, το ίδιο και τα πρόβατα. Τη νύχτα ό,τι βρουν το τρώνε».
Από τότε ο τσοπάνος άρχισε να βγάζει τα πρόβατα και τη νύχτα για βοσκή.
Στα λιβάδια που κατέβαιναν οι άνθρωποι έσμιγαν δυο ή και τρεις. Κανόνιζαν πόσα γιδοπρόβατα βγάζει το λιβάδι. Έπρεπε τώρα να ετοιμάσουν τα μαντριά και την καλύβα που θα έμεναν οι τσοπάνηδες.
Την καλύβα την έφτιαχναν με μεγάλα ξύλα - τέμπλες - που τις έβαζαν μέσα στη γη, τις γύριζαν στο πάνω μέρος, τις έδεναν με βούρλο και ρίχναν από πάνω την τέντα. Η τέντα ήταν από κοζιά γιδίσια υφασμένη και περασμένη από νεροτριβή για να είναι αδιάβροχη. Αφού έδεναν την τέντα στις άκρες της καλύβας, στη συνέχεια με κλαδιά και φύλλα έκλειναν τα πλαϊνά για να μην μπαίνει κρύο. Έφτιαχναν τα κρεβάτια τους και με λιθάρια έχτιζαν το μέρος που θα άναβαν τη φωτιά. Προσεκτικά όμως για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Μην κάψουν την καλύβα και καούν και οι ίδιοι. Κοντά εκεί έφτιαχναν και τα μαντριά.
Αρχές του Μάρτη πουλούσαν τα αρνοκάτσικα για να βάλουν μπρος τα τυροκομιά. Να πάνε γάλα στον μπακάλη ή το τυρί, για να πληρώσουν τα λιβαδιάτικα.
Από το χωριό κάθε Κυριακή τους πήγαιναν τα τρόφιμα. Κανόνιζαν οι σμίχτες μια φορά ο καθένας. Όταν πλησίαζε η Μεγαλοβδομάδα σταματούσαν το τυροκομιό για να πήξουν γιαούρτι για το Πάσχα. Θα έσφαζαν και τον Λαμπριά, που τον προβύζαιναν σε πολλές προβατίνες για να ζυγίζει πολλές οκάδες.
Το Μεγάλο Σάββατο πήγαιναν από το χωριό το ψωμί, την κουλούρα και τα αυγά του τσοπάνη. Στην επιστροφή θα κουβαλούσαν το αρνί, τυριά και γιαούρτι.
Ο τσοπάνος δεν ήξερε γιορτές και πανηγύρια. Άκουγε την καμπάνα που χτυπούσε στα χωριά και γνώριζε πως ήταν Πάσχα.
Στα μέσα του Μάη οι τσοπάνηδες γύριζαν από τα χειμαδιά. Το μεσημέρι περνούσαν από το Κοκκινόχωμα, στην Αγία Παρασκευή, στο Ρέμα, για να πιουν τα γιδοπρόβατα νερό μετά από τόσο δρόμο.
Το χωριό έπαιρνε πάλι ζωή. Άρμεγαν τα γιδοπρόβατα και το βράδυ οι τσοπάνηδες τα πήγαιναν στη στάνη. Κανόνιζαν πόσες μέρες θα κοιμόντουσαν στου καθενός το χωράφι για να το κοπρίσουν.
Μέσα του Ιούλη σταμάταγε και το τυροκομιό. Τα πρόβατα έστιβαν κι οι σμίχτες άρχιζαν το χώρισμα
Το γιδίσιο γάλα το συγκέντρωναν για τα μαγειρέματα. Ήταν ο καιρός για χυλοπίτες και τραχανά. Όσο τους έμενε το πουλούσαν ξινόγαλο και αγόραζαν βοσκές ή το πήγαιναν στα Λαγκάδια. Από το ξινόγαλο έφτιαχναν και βούτυρο. Το έβαζαν μέσα στον κάδο και με το δάρτη - ειδικό ξύλο με τρύπες - το χτυπούσαν και έβγαζαν το βούτυρο.
Καλοκαίρι και φθινόπωρο τα γιδοπρόβατα έμεναν έξω. Χωμένα κάτω από τα πουρνάρια, όταν έβρεχε ή έκανε κρύο. Πολλές τοποθεσίες έχουν πάρει το όνομά τους από τα μαντριά των τσοπάνηδων.
Τότε σ’ αυτό τον τόπο υπήρχαν λύκοι και τσακάλια και οι τσοπάνηδες κοιμόντουσαν κοντά στα γαλάρια. Θέλουν να λένε πως ο γερο-Θανάσης Κομνηνός που κοιμόταν με το κοπάδι του, όταν έπεφταν οι λύκοι κάπου κοντά, έβαζε τις φωνές από του Λότη, στα παλιογαλάρια, και ακουγόταν στο χωριό. Και έτρεχαν να τον γλιτώσουν με τα πρόβατά του. Αυτά τα έλεγε ο παππούς μου ο γερο-Νικόλας και η γιαγιά μου. Τάχαν μάθει από τον πατέρα τους το γερο-Κωνσταντή τον Κομνηνό.
Οι Σπαγακαίοι είχαν τα γαλάρια τους στις Ντράσες. Τα άλλα σόγια του χωριού δεν είχαν από την αρχή γιδοπρόβατα. Για αυτό στα μέρη μας ανέβαιναν τσοπάνηδες από τα Κακουραίικα το καλοκαίρι, από το Τσιρίμπαση. Έλεγαν πως ο Μήτσος ΣταΘόπουλος από Τσιρίμπαση, στεφανώθηκε στους Αγιώργηδες, κάτω από μια γκορτσιά. Αυτός ήταν ο. πεθερός του Χρήστου Κομνηνού (Πλιάσκου).
Σιγά-σιγά όμως το χωριό μεγάλωσε. Οι ντόπιοι απόκτησαν δικά τους γιδοπρόβατα και έτσι δεν ξανάρθαν άλλοι τσοπάνηδες. Γέμιζαν τα βουνά από τα κοπάδια των Λυκουρεσαίων. Στο Χαλασμένο βουνό, στου Ζαγαρά, στο Μελεγάκο.
Από κοντά στον τσοπάνο και το σκυλί. Φύλακας πιστός του κοπαδιού. Ειδοποιούσαν τον τσοπάνο πως ερχόταν κλέφτης ή λύκος και αυτός έπαιρνε τα μέτρα του.
Εκείνα τα χρόνια έκλεβαν πολύ και χρειαζόταν μεγάλη προσοχή, ιδιαίτερα τη νύχτα. Υπήρχε όμως και ο φόβος των αγριμιών. Η περιοχή ήταν γεμάτη από λύκους και τσακάλια. ‘Όταν έπεφταν στο κοπάδι το αποδεκάτιζαν. Λένε για το Νάσο το Στρίκο που σκότωσε ένα λύκο στο αλώνι, στους Βορούς. Και για το Νικόλα τον Κομνηνό που του έφαγαν οι λύκοι μια αγελάδα στους Κάτω Βορούς.
Λέει και η παροιμία ότι «όποιος δεν ταϊζει σκυλί, κλέφτη ταϊζει». Και το χωριό γεμάτο σκυλιά ήταν.
Πολλοί τσοπάνηδες στην καλύβα τους είχαν και τον γκρα. Όπλο για ώρα ανάγκης. Δεν τους απαγόρευε η αστυνομία. Έβλεπες τον τσοπάνο με τον γκρα στο σελάχι, με τα τσαρούχια τα αρβανίτικα και τη φούντα, με τη φουστανέλα και τον ζήλευες.
Αυτή ήταν η στολή για τους περισσότερους.