Δύο κληματαριές υπήρχανε στην αγορά στην μέση, είχαν τις ρίζες τους μαζί στην σούδα που είναι ανάμεσα στα δύο σπίτια, εκεί τις είχαν φυτεμένες.
Εκεί ήσαν μαζί χρόνια πολλά μονοιασμένες και αγαπημένες.
Βγάζανε τα κλαδιά και κάνανε τις βέργες τους θαλερές, επάνω στα μπαλκόνια τα σταφύλια φορτωμένες να κρέμονται ζηλευτά, τόσο πολλά, που όλος ο κόσμος τα θαύμαζε, που τα κρατούσαν ως τα Χριστούγεννα και φίλευαν και κανένα άρρωστο, να στυλωθεί η καρδιά του.
Κάνανε τα σταφύλια τσουποτά τις ρόγες μεγάλες, τραγανές, κόκκινες, μυρωδάτες.
Τα έβλεπε ο κόσμος και τα λιμπιζόταν, τα θαύμαζε και οι νοικοκύρηδες τα χαιρόταν και καμάρωναν για την προκοπή τους. Τις είχαν για τεφαρίκι για φουμιά στην φάτσα των σπιτιών να κρέμονται, πάνω από τα μαγαζιά τους.
Και για να μη τις ματιάσουν τους κρέμαγαν, όταν είχαν τα σταφύλια από μια πλεξούδα τα σκόρδα.
Τις περιποιόταν τις κληματαριές, και οι δύο νοικοκύρηδες, μαζί, την ίδια μέρα, στην γέμιση του φεγγαριού τον Γενάρη τις μονοβεργούσαν, για να γεμίσουν με τους καρπούς σταφύλια μυρωδάτα και στην έβγα του Φλεβαριού, αρχές του Μάρτη, τις κλάδευαν, άφηναν δύο, τρείς από τις γερές τις βέργες.
Κάθε χρόνο την άνοιξη η φύση, ο Θεός τις ευλόγαγε σαν την άμπελο την ευκληματούσα και πρώτα από όλα τα άλλα τα κλίματα έβγαζαν τα φύλα και έδειχναν από ενωρίς, πόσα, πολλά καλά σταφύλια φέτος θα έκαναν στα αφεντικά τους, σαν να τους έλεγαν το ευχαριστώ, για την περιποίησή τους.
Η μία κληματαριά ήταν της γιαγιάς Τρουπή της Παπίτσαινας της μάνας του μπάρμπα Θοδωρή του Αλούπη και άλλη του Κανδηλόρου που είχε παντρευτεί την αδελφή της γιαγιάς μου της Γιωργούλας της Νύσιαινας του Βέργου και της γιαγιάς Δημήτρως της Σουλελούς.
Παρ’ όλο που ο κόσμος τότε ήταν πιο καλός, αγαπιόντουσαν, σεβόταν ο ένας τον άλλον κάπου-κάπου ερχότανε, η γκρίνια, η φαγωμάρα, λίγη ή πολύ και για τα βοσκοτόπια.
Συναυλακάρηδες συνορίτες και συγγενείς ήταν ο γέρο Θανασιός ο Τρουπής, με την Παπίτσαινα την Τρουπή του Αλούπη, απέναντι από το χωριό στην παλιόστανη, στην εκκλησιά στο Άγιο Θανάση.
Εκεί στην παλιόστανη είχαν τις στούγγες του ο Θανασιός και ο Νύσιος Βέργος.
Για αυτόν τον τόπο τον ανταμικό, αυτός ήταν η αιτία και υπήρχε τότε μεγάλη διαμάχη, και γκρίνια.
Τα βοσκοτόπια αυτά ήσαν και αδελφομοίρια, μαζικά, Βεργέικα και Τρουπέικα.
Την χρονιά αυτή ο διάβολος συνέμπαινε και σύμπαγε την γκρίνια και τα μαλώματα για το τίποτα ήταν συχνά, πυκνά και φουντωμένα .
Μαρτίνια [γίδες], πολλά ήσαντε τότε στο χωριό. Τότε κάθε νοικοκυριό είχε πάνω από δέκα και τα μαρτίνια τα έβοσκαν τα παιδιά που ήσαν μικρά, δεν είχαν νιάκαρο, για άλλες δουλειές δεν έκαναν, δεν μπόραγαν, ήσαν μικρά για να τις κάμουν.
Το πιο πολύ τα φύλαγαν και τα έβοσκαν τα ζωντανά οι τσούπες.
Χειμώνας ήταν, πήγαν οι τσούπες στο κατώμερο στον Παλιόμυλο τα μαρτίνια να βοσκήσουν.
Εκεί έπιασαν την πίτσα το κουτσοκαλόγερο και ξεχάστηκαν με το παιχνίδι, δεν πρόσεξαν τα μαρτίνια.
Φεύγει η μία γίδα της τσούπας της μικρότερης, η ντρίνια γίδα η μπολιάρα.
Και πού πάει η λιόπρα ;
Που άχε ψόφαγε θα ήταν καλύτερα !
Πάει και έφαγε το φύτρο, το κριθάρι από της Παπίτσαινας τα πετσούρια.
Η Παπίτσαινα που ήταν την πέρα μεριά την είδε...
Τις εφώναζε, και ξαναφώναζε !
Οι τσούπες που να ακούσουν από το κουστό, την πίτσα, τα πεντόβολα, το παιχνίδι !
Έως που να πάει για να την διώξει, η γίδα έφαγε το φύτρο, το κριθάρι και η ζημιά έγινε, μεγάλη !
Με πέτρες σαλάχησε η γιαγιά την γίδα και αυτή πήγε κοντά στις άλλες και αμέσως την γίδα την γνωρίσανε, πως την ζημιά την έκανε η γίδα, η ντρίνια, η ζημιάρα, της τσούπας της μικρότερης που έπαιζε μαζί με ούλες τις άλλες.
Τρεμούλα φόβος την έπιασε να μη το μαρτυρήσει και το μάθουνε στο σπίτι, το μάθει η μητριά της και εκεί θα φάει το πρώτο το μπερτάχι και μετά θα το ειπεί αυτή στο πατέρα της και ποιός είναι και μπορεί, κοτάει να πάει να την γλυτώσει ;
Που ήταν πολύ νευρικός, ανάποδος, κακός, μεγάλος ;
Την έπιασαν τα κλάματα στα πόδια της γιαγιάς πέφτει και τα φιλάει και την χίλιοπαρακαλούσε:
Γιαγιά ξέρεις, εγώ έχω μητριά αυτό που έκανα, δεν θα μου το συγχωρέσει και το πρώτο ξύλο από αυτήν, θα είναι αλύπητο θα είναι για της χρονιάς μου και ακόμα, πω, πω, είναι μήνας Γενάρης, και θα το ειπεί και στον πατέρα μου ω , πω , πω, λαχτάρα μου και αυτός θα με αποτελειώσει !
Και άμα με αποτελειώσει μία και καλή καθόλου δεν με νοιάζει, και αλήθεια σου λέω, δεν λέω ψέματα !...
Θα πάω, εκεί να βρω την μάνα μου καλύτερα θα περνάω !...
Άμα όμως, μου δώσει καμία και με αφήσει παράλυτο, σακάτικη και με αποχαζέψει, αυτούνο πια Θειακούλα μου καθόλου δεν το θέλω !...
Μη το μαρτυρήσεις Θειάκω, Θειακούλα μου και εγώ ότι δουλίτσα θέλεις, θα σου κάνω, από μία ζαλίτσα μπούσμπουλα, ξύλα για την φωτιά κάθε ημέρα που θα πηγαίνω με τις γίδες όταν δεν θα είναι στο σπίτι η μητριά μου και δεν με βλέπει, στο σπίτι σου θα την φέρνω, μέχρι που θα μου ειπείς εσύ, το φτάνει, να ξεπληρώσω την ζημιά που σου έχω κάνει.
Όλες οι άλλες τσούπες την λυπήθηκαν, για το κακό που την βρήκε και αυτές μαζί παρακάλαγαν την Θείτσα, να μη το μαρτυρήσει και όλες μαζί οι τσούπες να της πάνε της έλεγαν, από το λόγκο, ζαλιές, ξύλα, όσες θέλει !
Η Θείτσα είδε την τσούπα να κλαίει, θυμήθηκε την μάνα της που ήσαν και φιλενάδες, που πέθανε και την άφησε ορφανή και έπεσε στης μητριάς, τα χέρια και τις άλλες τσούπες όλες τους, να την παρακαλάνε, λύγισε η καρδιά της, την χάϊδεψε και την μώρωσε, της είπε πως δεν το μαρτυράει και ούλες, τις τσούπες ορμήνεψε να μη κοιτάνε μόνο το παιχνίδι, το κουτσό καλόγερο, το κρυφτό και τα πεντόβολα και αφήνουνε τα πράματα, να κάνουν τις ζημιές και μετά να μουτσοκλαίνε !
Το ηλιοβασίλεμα που έφτασε, η γιαγιά ερχότανε με την ζαλίτσα της με το κλαρί για τις γιδούλες της, από τον μύλο το Τρουπέικο τον ανήφορο στην ραχούλα.
Σε όλο και το δρόμο σκεφτότανε, το τί να κάνει... ;
Να το ειπεί ; Ή ; Να μη το ειπεί ;
Αν το έλεγε, η τσούπα θα έτρωγε από ένα μερεμέτι, μπερτάχι, ξύλο πολύ και θα έβαζε μυαλό, θα το θυμότανε για πάντα και μετά θα πρόσεχε και δεν θα έκανε πάλι, άλλη φορά ζημιές.
Θα ήταν για το καλό της !
Το ξύλο θα πέρναγε και η θύμησή του θα έμενε, μία για πάντα !
Όλοι ξύλο έχουμε φάει λίγο πολύ, δεν πάθαμε δα και τίποτα είπε !
Και για να το λένε :
<< Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο >> κάτι περισσότερο θα ξέρανε !
Μπορεί να πήγαν στο σχολειό και το μάθανε, το είπαν οι δάσκαλοί τους και οι μεγάλοι παππάδες, οι δεσποτάδες, που αυτοί είναι κοντά στο Θεό, θα το είδαν πως βγήκε… και λάθος αυτοί δεν κάνουν !...
Θα είναι για καλό της !…. Θα είναι για το καλό της !...
Και αυτή, θα έπαιρνε την αποζημίωση από την ζημιά, που θα της έβγαζε ο εκτιμητής, δύο τρείς οκάδες το κριθάρι, θα ήταν η αποζημίωση, που τότε το είχε μεγάλη ανάγκη. [χήρα ήταν και αυτή].
Αλλά πάλι το σκεφτότανε, και με σκέψεις ζάλιζε το νου της.
Δεν ήξερε τι να κάνει...
Η τσούπα ήταν ορφανή, από την μητριά λύπηση, δεν θα είχε, και ο πατέρας ήταν κακός, αν του το έλεγαν και στην καλή του την ώρα, δεν ήξερε κανείς, τι μπορεί να κάνει !
Τι θα κάνει; Το σίγουρο είναι, ότι το ξύλο που θα έτρωγε η τσούπα θα ήταν πολύ, ας ήτανε και του το λέγανε και το μάθαινε και στην καλύτερή του την στιγμή και στην ωραιότερή του, την ώρα !
Αν πάλι δεν το έλεγε, η τσούπα θα έμενε ατιμώρητη και μετά από λίγο θα το ξέχναγε αυτό που έγινε, την ζημιά και πάλι θα έκανε, όχι μία αλλά πολλές φορές, το μία από τα ίδια !...
Μετά που θα μεγάλωνε θα γινόταν πολύ κακο-νοικοκυρά και δεν θα μπορούσαν να την κάνουν … πέρα ! Να παντρευτεί !
Ποιόν είχε να την ορμηνέψει ;
Η μητριά, που τα χούγιαζε τα προγόνια ; Από αυτή μη περιμένεις, το κάτι τις, για προκοπή, στα προγόνια της να κάνει ! … Έτσι είναι οι μητριές !
Με αυτές τις σκέψεις που έκανε ανέβηκε την ανηφόρα χωρίς να το καταλάβει και έφτασε στην Μπέρντζελη, στο Ακόνι, στην γειτονιά, εκεί που καθόταν οι γερόντισσες και έλεγαν τα δικά τους.
Στύλωσε την ζαλιά της λίγο να ξαποστάσει, να πάρει μια μικρή ανάσα, να ξεθολώσει το μυαλό της, από όλες αυτές τις σκέψεις και την μεγάλη απόφαση την τελική να πάρει.
Να το ειπεί στην μητριά της ή να μη το ειπεί ;
Και να, το τί της καρφώθηκε, μέσα στο νου της και δεν ξεκαρφώνεται με όσες προσπάθειες και άλλες σκέψεις που κάνει..!
Και πήρε την απόφαση, την τελική, την αγύριστη, τη σκληρή να το ειπεί στην μητριά, της τσούπας που η γίδα της έκανε την ζημιά !
Επήρε μεγάλη ανάσα και σηκώθηκε μαζί με την ζαλιά της και την υπόλοιπη ανηφόρα για να βγάλει μέχρι να φθάσει στο σπίτι της.
Μόλις έφτασε ρίχνει στην αυλή της, την ζαλιά και αμέσως χωρίς να χάσει χρόνο, ξεκίνησε και πήγε στο σπίτι της μητριάς της τσούπας και της είπε τα μαντάτα, της τσούπας τα καμώματα, για να την συμμορφώσει.
Έγνοια σου της είπε: Εγώ, τώρα που το έμαθα, καλά, θα σου την συγυρίσω, δέκα φορές θα φέρει του γύρους από τα μαλλιά και δέκα οκτώ θα φάει τις μπούφλες και αν ανοίξει και το στόμα της και ειπεί καμιά κουβέντα θα μπουρμπουλίσει το στόμα της κατάμαυρο το αίμα, χώρια που όταν έρθει ο πατέρας της, πόσες άλλες θα φάει και ότι θέλει με δαύτη νε, ας την κάνει…!
Μη είσαι τόσο κακιά μωρή… εγώ δεν σου το είπα για να την σκοτώσεις, για να την μαλώσεις στο είπα για να συμμορφωθεί...
Σιώπα , σιώπα, ήταν να μη μου το ειπείς… Τώρα, που μου το είπες, θα την συμμορφώσω εγώ, όπως ξέρω και καταλαβαίνω, εγώ θα σου την συγυρίσω για τα καλά. Όταν θα έρθει ο πατέρας της μία και καλή θα την αλατίσει και θα την ρίξει στην άρμη.
Δεν πρόφτασαν να τελειώσουν την κουβέντα του, να σου και οι γίδες ξανάφαναν στην πόρτα, στην αυλόπορτα και από πίσω, η τσούπα να έρχεται με μια ζαλιά στην πλάτη, με τρείς φορές το βάρος της πιο πάνω θα ήτανε !
Δεν την άφησε, δεν πρόφτασε, να την ξεζαλωθεί, άρπαξε από δύο τρείς τις μπούφλες και μόλις εντώσανε τα σχοινιά και έπεσε η ζαλιά κάτω, την έπιασε από το κουτούπι, τα μαλλιά και την τραβολογούσε.
Μια χούφτα το μαλλί βγήκε στα χέρια της μητριάς, έως που η γριά Παπίσαινα μπαίνοντας στη μέση κατόρθωσε να την αμποδίκει, και όλο της μητριάς, της έλεγε, πως η ζημιά δεν είναι και μεγάλη, δεν θέλει ούτε την αποζημίωση και μη κάνεις έτσι...
Την σκότωσες την παλιότσουπα!
Το είπε μόνο και μόνο με λόγια να την μαλώσει, να μη το ξανακάνει.
Και η τσουπίτσα κάτω ούρλιαζε και την μανούλα της, να την ακούσει, φώναζε για βοήθεια, να έρθει για να την πάρει !
Και αυτή, πάλι δεν την άκουγε, ή δεν μπόραγε, δεν ήρθε, δεν της έκανε και αυτή, ακόμα και η μάνα της, αυτή την χάρη, τότε που την παρακάλαγε, να έρθει να την πάρει ! …
Και αυτή τότε, δεν ήρθε !
Και τότε έμεινε με το παράπονο να λέει αχ μανούλα μου και εσύ δεν με ακούς και εσύ δεν με λυπάσαι ;
Μια χάρη εγώ μονάχα σου ζήτησα κοντά σου να με πάρεις και αυτή ακόμα την χάρη, δεν μου την κάνεις ;
Και εκεί, άμα θέλεις ξύλα, πολλά για την φωτιά, εγώ θα σου τα κουβαλάω, τουλάχιστον εσύ θα μου δίνεις μια μπουκιά ψωμί, δεν θα με μαλώνεις !
Και εκεί χάμου στην κατωγιόπορτα με ένα παί, σάισαμα στην πλάτη σκεπασμένη ξημέρωσε.
Το πώς ; Δεν ξέρει !
Όπως μετά έλεγε, δεν θυμάται, πως βρέθηκε εκεί και πως ξύπνησε ! Το μόνο που θυμάται όπως, μετά έλεγε, πως είδε τότε την μάνα της που ποτέ της δεν είχε γνωρίσει, πως την είχε, τάχατες το κεφάλι της στην ποδιά της και της χάιδευε τα μαλλιά της εκείνα που τις βγήκανε.
Μετά, μετά, όταν πέθανε η μητριά της, δεν έλεγε για αυτή κακιά κουβέντα...
Της άναβε τα ψυχοσάββατα κερί λιβάνι μαζί με την δική της μάνα και την καλόλογούσε , γιατί, αυτή ήταν που την έκανε, όπως έλεγε και ένοιωσε το χέρι, την αγκαλιά, της μάνας της, χωρίς ποτέ της, να την έχει γνωρίσει.
Και από εκείνη την φορά, όπως έλεγε, δεν την είχε ξανά νιώσει.
Εκείνες τις ημέρες ήρθε και ο πατέρας της από την μαστοριά από την Μεσσηνία και πριν προφτάσει να ξεφορτώσει από τα ζα [τα ζώα] τα πράγματα να μπει μέσα στο σπίτι να πιεί μια στάλα από νερό να δροσιστεί από την στράτα ο λάρυγγάς του, η άλλη, τον είχε φτιάξει, τον έκανε μπουρλότο...
Όλα … του τα είχε μαρτυρήσει, για τις ζημιές της τσούπας του.
Του τα είπε όπως ήθελε, έβαλε και τα άλλα τα δικά της.
Αυτός όπως ήταν από μόνος του, άκουσε αυτά που άκουσε, ήταν και από το ταξίδι, είχε την φαρμακίλα του, που αυτή την φορά δεν πήγε και τόσο καλά, μπορεί να μην έφερε δεκάρα, αφήνει τα μουλάρια όπως ήταν στην αυλή με τις τριχιές λυμένες !
Το μόνο που ρώτησε και έμαθε που είναι η τσούπα με τις γίδες.
Όχι από τον πόνο του και την μεγάλη αγάπη, αλλά για να πάει να την βρει να την μερεμετίσει....
Του είπαν πως ήταν στο Τρανό Αλώνι, στο Κουφόλογγα, μαζί με τις άλλες τσούπες.
Κανένας δεν το αλικόντησε και δεν την περίμενε να έρθει στο σπίτι.
Παίρνει την βίτσα ανάχερα και πάει και την ευρίσκει.
Την βρήκε και με το πριονάκι της, έκοβε από το πουρνάρι κλαρί, να φτιάξει την ζαλίτσα της στο σπίτι το βράδυ να την πάει. Να φάνε οι γίδες το κλαρί και η φωτιά, στο τζάκι, να φάει, τα απομεινάρια, για να μπουρμπουλιάσουν τις τριφτιάδες.
Την είδε, ο πατέρας της, δεν τον είδε..!
Δεν την πλησίασε, δεν την αγκάλισε την κόρη του να φυλήσει, να την ρωτήσει.
Τί κάνει; Πώς περνά ; Με την μητριά της.
Να την βοηθήσει να κόψουν το κλαρί, στο σπίτι μαζί να το πάνε.
Αμίλητα και στο μουγγό με την βίτσα που κράταγε στα χέρια του, άρχισε να την κτυπάει...!
Η τσούπα ξαφνιάστηκε, δεν κατάλαβε το πώς ; το τι ; από ποιόν έγινε ;
Και από τον πόνο το πολύ, γκρεμίζεται από το κλαδί, πέφτει, λιποθυμάει !
Από εκεί και μετά δεν είδε δεν κατάλαβε, το τι το πώς έγινε, από το πέσιμο κτύπησε ;
Ή την σίμωσε και την κλωτσάει;
Τα άλλα παιδιά που την είδανε, την γλώσσα της, το χείλος της, κομμένο, μετά της είπανε, από την κλωτσά του πατέρα της, είναι, ήταν κτυπημένο !
Και δεν μπόραγε μετά να ειπεί καλά το ρ ,ρ ,ρ.!
Ένα παιδάκι γρήγορο πετάχτηκε εκεί, μέχρι το χωριό, στο σπιτικό της Θειάς της, της αδερφής της μάνας της, που ήταν από το Τερζέικο σόι, που αυτοί οι Τερζέοι, όπως το λέγανε και το μολογάνε, είχαν το φιλότιμο πολύ, την ψυχοπονιά μεγάλη !
Της είπε το μαντάτο, το κακό με τα καθέκαστα…
Την πιάσανε και αυτή τα κλάματα πήγε να την μαζέψει και την μάζεψε στο σπίτι της την πάει.
Μία βδομάδα την κράτησε μαζί με την αδελφή της την μεγαλύτερη και αγκαλιασμένες κλαίγανε οι δύο μαζί, για την συμφορά τους και προσπαθούσε να μωρώσει η μία την άλλη !…
Είχαν να παλέψουν με την πείνα, την ορφάνια τους, την φτώχεια, την ανέχεια τους, είχαν και με την μητριά τους !...
Είχαν και πλούσια και όλα τα άλλα… μαζί και το ξύλο!..
Που όποιος πρόφταινε βάραγε !….
Ξένος , και δικός, για το καλό τους !... όπως, τότε λέγανε !....
Για το καλό τους !….
Να κάνουν πέρα !...Να παντρευτούν σαν έρθει ο καιρός τους !
Αλλά αφού βάραγε αλύπητα, ακόμα και ο πατέρας, γιατί να μη βαρέσουν οι ξένοι ;…
Έτσι λένε αυτοί που ξέρουν και το έχουν δοκιμάσει !
<< Το ξύλο σε ξένο κορμί δεν πονάει, όσο πολύ και να είναι !
Αν είναι και σε ορφανό ; Τότε δεν πονάει καθόλου ! Το κλάμα δεν ακούγεται !
Γιατί; Και αν κλάψει ποιος, το ακούει ;>>.
Σαν περάσανε ημέρες αρκετές οι συγγενείς μαζεύτηκαν την τσούπα στο σπίτι της με το καλό να συνεμπάσουν. Να μαλακώσουνε τα πράγμα και όλοι μαζί να ζήσουν.
Έτσι και έγινε και οι δύο τσούπες τις πήγαν στο σπίτι τους μαζί, τις ορμήνεψαν και τις δύο να είναι καλές και πρόθυμες και στην μητέρα τους υπάκουες τις γίδες να προσέχουν και άλλη φορά να μη κάνουν ζημιά.
Τους έδωσαν μια φέτα ψωμί και τις έβαλαν να κοιμηθούνε μαζί. Εκεί που κοιμόντουσαν μαζί, η μικρή τσούπα αναστέναζε και μόλις την έπαιρνε ο ύπνος, πεταγόταν και έτρεμε και μίλαγε στην μάνα της, χωρίς να την ακούει και μετά πάλι, λούφαζε και μετά από λίγο τα ίδια.
Μία ημέρα πως έτυχε, ήτανε ψυχοσάββατο από την απάνω εκκλησιά που γύριζαν, μαζί με άλλες τσούπες, με την τσεμπέρα τους τα κόλλυβα γεμάτη, αφού έφαγαν και τότε την πείνα χόρτασαν με τις άλλε τσούπες, εκάθησαν και στο τουράκι του μαγαζιού και παίξανε με τις χαρδαβέλες που δένανε τα μουλάρια εκεί να τα φορτώσουν.
Εκεί είδε τα δύο τα κλήματα που ήταν στην σούδα φυτεμένα και με το παιχνίδι ξεχώρισε χωρίς να την καταλάβουν, σε ποίο μπαλκόνι πάει το κάθε κλήμα.
Και τί της έβαλε τότε ο διάβολος στο νου, εκδίκηση να πάρει.
Για τα μαλλιά, για το χείλος, την γλώσσα της, το ξύλο που έφαγε άδικα αφού την κορόιδεψε της είπε, η γιαγιά , πως δεν θα το ειπεί, δεν θα την μαρτυρήσει για την ζημιά και αυτή το είπε.
Με το δίκιο της, όπως της είπε ο διάβολος εκδίκηση, πρέπει να πάρεις... !
Και όπως λένε στον Άγιο και το μικρό παιδί, μη τάξεις και μη το κοροϊδέψεις.
Έτσι και έγινε την κοροϊδία από το τάξιμο, η τσούπα δεν την άντεξε και εκδίκηση θέλει και έβαλε βουλή να πάρει.
Και με το πριονάκι της εκείνο, που τότε το έχασε στον Κουφόλογγα και μετά το έψαχνε να το βρει, με όλα τα παιδιά και το βρήκαν μετά από τρεις ημέρες ψάξιμο.
Μία νύχτα βροχερή, που άστραφτε ο Θεός και μπουμπούνιζε και χάλαγε τον κόσμο, τότε νόμισε η τσούπα πως ο Θεός την έκρυβε, ότι της είπε να πάει, το κλήμα να το κόψει, για να βγει το μόλογο και μετά έτσι να μολογιέται και για να έρθει το δίκιο στην θέση του, για τα μαλλιά της.
Και αφού ο Θεός την ξύπνησε την νύχτα με τις αστραπές του, σηκώθηκε σιγά –σιγά στο σκοτάδι, έφτιαξε ένα σακί κατσούλα το έβαλε στο κεφάλι της να μη βραχεί πήρε το πριονάκι της, εκείνο που έκοβε στο λόγγο το κλαρί και σιγά-σιγά, σκυφτά-σκυφτά για να μη φαίνεται και μάντρα, την μάντρα έφτασε στην αγορά και μπουσουλώντας μπήκε μέσα στην σούδα.
Εκεί κάθισε και σιγουρεύτηκε καλά για τα καλά που πάει το κάθε κλήμα...
Σε, τίνος το μπαλκόνι πάει και αφού καλά το σιγουρεύτηκε πως το κλήμα που έπιασε είναι αυτό που θέλει και πρέπει να το κόψει αρχίζει και το κόβει.
Το πριονάκι της, σαν αστραπή πηγαίνει και έρχεται καθόλου δεν στομώνει, σαν έφτασε στην μέση του κοψίματος, ακούει ποδοβολητό να έρχεται από τα πέταλα του μουλαριού, σταμάτησε να ακούσει και να μην ακουστεί.
Σε λίγο άνθρωπος πέρασε καβάλα στο μουλάρι, που είχε βουλώσει το κουδούνι του να μην ακούγεται που πάει.
Ακούνητη κρυφοκοίταζε μέχρι να σκαπετήσει, μετά το κόψιμο στο κλήμα συνέχισε να αποτελειώσει.
Σαν το αποτέλειωσε ευχαριστημένη στο στρώμα με τα πούσια πήγε και χώθηκε χωρίς να κουνηθεί καθόλου.
Όλη την νύκτα το σκεφτότανε δεν έκλεισε το μάτι και όλο μπροστά της ερχότανε ο άνθρωπος με το μουλάρι και εκεί αποφάσισε και στην Παναγιά ορκίστηκε που την φύλαξε, και δεν την είδε μάτι κανένα, πως το κακό πια άλλη φορά ποτέ της να μη το ξανακάνει.
Η τσούπα με όλο τον κόσμο ήταν γλυκομίλητη και στην γιαγιά Παπίτσαινα ακόμα πιο πολύ.
Κάπου, κάπου της έφερνε και από καμιά ζαλιά τα ξύλα για να της ξεπληρώσει την ζημιά που της είχε κάνει και που την αποζημίωση δεν καταδέχτηκε ποτέ της για να την πάρει και αυτή η γιαγιά, όταν την έβλεπε από ένα κομμάτι ψωμί της έδινε, όταν είχε.
Ο καιρός πέρναγε, πέρασε και ο Μάρτης, τότε αρχίσανε να μπουμπουκιάζουν τα κλαριά να βγάζει η γης λουλούδια.
Το κλήμα του γείτονα μπουμπούκιασε, άρχισε να βγάζει τα πρώτα φυλλαράκια.
Το άλλο το κλήμα το γειτονικό τίποτα.
Τότε συλλογίστηκαν και είπαν πως είναι το μέρος βορεινότερο, εφέτος είχε και πάγο θα καθυστερήσει και από λίγο, έτσι καθησύχασαν.
Όταν όμως είδαν τα άλλα κλαριά γύρο τους να έχουν βγάλει φύλα και άνθη, έψαξαν και βρήκανε, πως το κλήμα ήταν δύο πιθαμές πάνω από ρίζα κομμένο !
Σε όλους ήρθε ταμπουλάς σε δικούς και ξένους.
Τέτοιου είδους κακό, μέσα στο χωριό δεν είχε ξαναγίνει...
Όλοι είχαν τα μαλώματα , ο ένας με τον άλλον, για το ανταμικό νερό, ποιος θα ποτίσει πρώτος, για τα ανταμικά βοσκοτόπια, για το ανταμικό πουρνάρι στο λόγγο, ποιανού είναι; Ποιος θα το κόψει για να πυρωθεί.... Αλλά τέτοια εκδίκηση και ξέσπασμα στο κλαράκι, κανένας δεν το περίμενε, κανένας δεν το θέλει, ούτε και οι βάρβαροι οχτροί που πέρασαν από το χωριό, έκαναν τέτοιο πράγμα, τέτοιο κακό !
Που να φανταστεί ο νους τους, ποιος το έκανε τέτοιο κακό μεγάλο, να κόψει το τεφαρίκι του χωριού; Όλοι τότε έλεγαν, όποιος το έκοψε να του κοπεί το χέρι, είναι παλιάνθρωπος, κακούργος μεγάλος και από το μπαλκόνι ανάποδα θέλει κρέμασμα και όλοι να τον φτύνουν...
Και ο ένας, ο πιο ζωηρός, είπε και κάτι παραπάνω:
<<Στεγνά θέλει κόψιμο και θα του κόψω το λαρύγγι, να το πετάξω στα σκυλιά.>>
Έτσι του αξίζει!
Η τσούπα σαν το άκουσε αυτό, περισσότερο φοβήθηκε, ελούμωξε, που πρώτα ήταν έτοιμη να το ειπεί, να το μαρτυρήσει πως αυτή το έκανε, για να μη γίνει κακό μεγάλο, σε άλλον άνθρωπο άφταιγο !
Ποιος όμως, ήταν αυτός που το είπε πως θα του κόψει το λαρύγγι ;
Ήταν ο πατέρας της ! Αυτός αστεία δεν κάνει !
Αυτή αμέσως με κλάματα, επήγε και βρήκε την αδελφή της, που ήταν με την πρώτη τους ξαδέλφη στην Bεργώνα, απάνω στο πλάι με τις γίδες. Και με κλάματα τους το είπε το μυστικό, πως αυτή έκοψε το κλήμα και τώρα άλλου ανθρώπου θα κόψουν το λαρύγγι και θα είναι ο άνθρωπος άφταιγος.
Καλύτερα θα είναι να κόψουν το δικό της που το έκανε...
Γρήγορα την συμβούλεψαν, της είπαν να το βουλώσει, και άλλη φορά το στόμα της, για αυτό ποτέ να μη το ανοίξει.
Για τον άλλον, τον άνθρωπο, που θέλουν να τον κρεμάσουν, τον λάρυγγα να του τον κόψουν, της είπαν και κατάλαβε να μη στενοχωριέται.
Ότι αφού αυτός, που θέλουν να κρεμάσουν, δεν τον ξέρουν, δεν το έκανε, δεν είναι κανένας, ποιός τον είδε, ποιός τον ξέρει, και ποιός θα μαρτυρήσει το ότι αυτός είναι ; Άμα τον ιδούνε και τον πηγαίνουν στην κρεμάλα, θα ιδούνε τότε τι θα κάνουνε ! Τότε εσύ, θα πας και θα το μαρτυρήσεις!
Μέχρι τότε όμως, βούλωστο και άχνα να μη βγάλεις !...
Η τσούπα όπως την ορμήνεψαν, οι μεγαλύτερες, η αδερφή με την ξαδέλφη της, τις άκουσε και το βούλωσε και άχνα ποτέ για αυτό ποτέ, από όλες τους δεν βγήκε.
Όλο το χωριό έψαχνε να βρει τον δράστη και ο ένας τον άλλον έλεγε ότι μπορεί να είναι ο άλλος και μόνο τον εαυτόν του έβγαζε απ έξω που δεν ήτανε αυτός που το έκανε.
Έτσι το χωριό ανακατεύτηκε και είπαν να κάνουνε αφορισμό για να ησυχάσει ο κόσμος.
Αλλά όμως του παππά άδεια δεν του έδινε ο Δεσπότης, τους είπε και τους συμβούλεψε να κάνουν υπομονή, το κλήμα θα έχει εφέτος πολύ θυμό αμέσως θα πετάξει, θα διαβάσει και αυτός μία ευχή του χρόνου θα έχει και σταφύλια...
Kαλύτερο θα γίνει και ποιο νέο !
Δεν έδωσε την άδεια και αφορισμός δεν έγινε.
Είπαν τότε ψιθυριστά από στόμα σε στόμα και διαδόθηκε πως για εκδίκηση το έκανε μπάρμπα Θανάσης ο Θανασιός για εκείνο το βοσκοτόπι απέναντι στο Άγιο Θανάση, μα αυτόν τον είχαν και τους ορμήνευε τέτοιο πράμα να κάνει;
Ας ήταν όπως λέγανε και λίγο νευρικός τέτοια παλιανθρωπιά δεν έκανε !
Και για να φύγει από επάνω του η α β α ν ι ά και η κάθε υποψία, επήρε όρκο βαρύ στις Κάτω εκκλησιάς την αχιβάδα, που τότε την φτιάχνανε την είχαν στη μέση και για να γίνει ποιο πιστευτός μαζί ορκίστηκε ο καλύτερος φίλος ο Νύσιος Βέργος, [όπως καλά θυμάται και μου είπε, άνθρωπος που τα ήξερε καλά] που σμίγανε τα πράγματα και ποτέ δεν είχαν ειπεί κουβέντα, μετά γίνανε και συμπέθεροι.
Ο Καντυλόρος, όπως μου είπανε, για να έχουν και τα δύο μαγαζιά ομορφιά, να μη διαφέρει η φάτσα τους, και για να μικρύνει ο πόνος τους, ήσαν αγαπημένοι τράβηξε δύο βέργες από το κλήμα του και το πέρασε στο διπλανό μπαλκόνι.
Και έτσι ο κόσμος ησύχασε και όλοι μείνανε με την απορία. Του, ποίος ;
Η τσούπα μεγάλωσε και σαν ορφανή που ήταν από μικρή από μάνα μετά και από πατέρα καλά παντρεύτηκε, μέσα στο χωριό και έφτιαξε καλή μεγάλη οικογένεια.
Αυτό όμως που είχε κάνει μικρή και τον όρκο που είχαν πάρει άδικα ο μπάρμπας ο Θανασιός και ο μπάρμπας από τον άντρα της ο Νύσιος εξ αιτίας της, για χάρη της, την βάραινε ήθελε να το διώξει.
Όταν της δόθηκε ευχέρεια και μπόρεσε στο μοναστήρι στο Άγιο Γιάννη τον Πρόδρομο, πήγε και εξομολογήθηκε και ο ηγούμενος της είπε, την συγχωρεί την αμαρτία αυτή, αυτός την παίρνει απάνω του, τώρα να πάει να κοινωνήσει και εφ’ όσον μέχρι τώρα, αυτό κρατήθηκε μυστικό, να μη το ειπούν ποτέ οι τρείς τους που το ξέρουν.
Κακό μόνο και όχι καλό, μπορεί να γίνει. Την ρώτησε αν το κλήμα ξεράθηκε ή πέταξε, και του είπε πως πέταξε και έγινε καλύτερο από πρώτα και κάνει και πολλά σταφύλια και πως από αυτό έχει πάρει μία βέργα και έχει φτιάξει δικό της και τότε και αυτός ο γέροντας ευχαριστήθηκε !
Αλλά καλά το λένε:
<< Στους δύο, στους τρείς, ανάθεμα δεν χωράει, το μυστικό δεν κρύβεται, και αν είναι και για το άδικο, δεν φτάνει μέχρι τον τάφο!...>>
Περάσανε από τότε περισσότερα από μισός αιώνας χρόνια και για το νερό μαλώνανε δύο γυναίκες ποίος ή ποία έκοψε το νερό που ήξεραν αυτό το μυστικό και το κράταγαν χρόνια και λέει:
Μη λες για τον άλλον αν δεν τον είδες, και δεν ξέρεις, μη το κάνεις όπως λέγανε τότε για το κλήμα, για άλλον !… ότι το έκοψε …. και το έκοψα, ε, η Κ α τ ε ρ ί ν η !
Τώρα εγώ δεν θα το ειπώ ποια το μαρτύρησε από τις τρείς τους η Ντίνα, η Γεωργία, η Κατερίνη. Μπορεί να είναι και η Κ α τ ε ρ ί ν η…..
Τότε και μόνο μαθεύτηκε πως το κλήμα το έκοψε η τ σ ο ύ π α. Η Κα τ ε ρ ί ν η του Κακού, η νύφη της Σουλελούς....
Το κλήμα ξανάγινε και εκεί τώρα κρέμεται στο μπαλκόνι και ομορφαίνει το σπίτι και την αγορά.
Και οι ορφανές μεγάλωσαν.
Έφτιαξαν τα νοικοκυριά τους.
'Όλους τους συχώρεσαν και στο πατέρα τους, το όνομά του έβαλαν και οι δύο τους στα δύο αρσενικά παιδιά τους.
Και τώρα όλοι τους είναι δικαιωμένοι.
Γιάννης Στ. Βέργος [Γορτύνιος]
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
-σούδα= στενό πέρασμα= διάδρομος περίπου πλάτους μισό μέτρο μεταξύ δύο σπιτιών για να τρέχει το νερό της βροχής από την σκεπή [οι ρέχτες].
-θαλερές= με νέους καλούς βλαστούς και φύλα.
-τσούπα=κορίτσι
-τσουποτά= τα πολύ κοντά κοντά= σταφύλι με πυκνές και μεγάλες τις ρόγες.
-λιμπιζότανε= λιμπίζομαι= ζηλεύω, το επιθυμώ πολύ και θέλω να είναι δικό μου.
-τεφαρίκι= κάτι που προσθέτει μεγάλη ομορφιά, το όμορφο.
-φουμιά=ομορφιά.
-συναυλακάριδες= συν+αυλακιά, χωρίζει το χωράφι με την ίδια αυλακιά που είναι και σύνορο, όριο.
-ανταμικό= μαζικό- το όχι μοιρασμένο.
-στρούγγες= στρούγγα= στρογγυλό πρόχειρο κατασκεύασμα από κλαδιά, φράκτης που βάζουν μέσα τα γιδοπρόβατα.
-σύμπαγε= συμπάω= συν + πάω, πηγαίνω, σιμά πηγαίνω, κοντά- κοντά, βάζω τα αναμμένα ξύλα το ένα επάνω στο άλλο.
-νιάκαρο= το μικρό, το αδύνατο παιδί, αυτός που δεν έχει δύναμη, ικανότητα να εκτελέσει ένα έργο.
-ντρίνια= όνομα γίδας με χρώμα τριχώματος, ρούσο, άσπρο και μαύρο.
-μπολιάρα= αυτή η οποία όταν βρει την ευκαιρία αρπάζει τρώγει απολαμβάνει κάτι από το απαγορευμένο που δεν επιτρέπεται.
-πετσούρια= πετσούρι= το χώμα της γης είναι λεπτό σαν την πέτσα, πολύ μικρό κομμάτι, άγονης πετρώδους γης που καλλιεργείται με τον κασμά, είναι ανάμεσα σε θαμνώδη περιοχή.
-σαλάχησε= σαλαχάω= με κατάλληλο ήχο φωνής και σφύριγμα κατευθύνω τα γίδια.
-ζαλίτσα =ζαλιά =δέμα από ξύλα, συνήθως από κλαδιά δέντρων και χόρτων το οποίο φέρεται την πλάτη από τους ώμους δεμένο, φορτωμένο. Αυτό το φορτίο ζαλιά έφερναν συνήθως οι γυναίκες.
-μπούσμπουλα= μικρά ξερά ξύλα από κλαδιά δέντρων, τα χρησιμοποιούσαν συνήθως για προσάναμα της φωτιάς.
-μουτσοκλαίει= μουτσοκλαίω= μισό κλαίω, κάνω πως κλαίω για να με λυπηθούν που έκανα κάτι - ζημιά, χωρίς να το έχω μετανιώσει, εάν μου δοθεί ευκαιρία θα το ξανακάνω. Κλαίω για γεγονός που δεν λυπάμαι, μόνο για να με βλέπουν και μετά όταν δεν με βλέπουν αμέσως θα γελάω[ηθοποιός].
-μπούφλες= σκαμπίλια στο πρόσωπο με το χέρι χωρίς έλεγχο που κτυπάει.
-μπουρμπουλίσει= μπουρμπουλίζω= κάνω μπουρμπούλες- φουσκάλες όπως το νερό που βράζει,- μικρος πήδακας.
-κατωγιόπορτα= η κάτω στην γη πόρτα= είναι η ισόγεια πόρτα κάτω στην γη, του δωματίου που βάζουμε τα ζώα και τις τροφές του.
-παϊ = κομάτι χοντρό ύφασμα από μαλλί γίδας [κάλυμμα] που σκεπάζανε το φόρτωμα στα μουλάρια το χειμώνα για την βροχή ή σκέπαζαν το σαμάρι και τα καπούλια του μουλαριού να μη βρέχεται. Ήταν κάλυμμα αδιαπέραστο της βροχής –κρύου.
-σάϊσμα= το ίδιο κατασκεύασμα με το παϊ για την ίδια χρήση στον άνθρωπο, [κλινοσκέπασμα] συνήθως σε ταξιδιώτες και ξωμάχους βοσκούς.
-βίτσα = καμτσίκι= λεπτό λουρί δέρματος δεμένο σε ξύλινη ράβδο και κτυπούν τα ζώα για να τα κατευθύνουν.
-τριφτιάδες= μικρά-μικρά τριμμένο ζυμάρι από σιτάρι. Το βράζουν και το τρώνε στην φτώχεια, μικρής θρεπτικής αξίας [μόνο άμυλο], σύνηθες τροφή των φτωχών. [ κάποιες εποχές προσευχόντουσαν να υπάρχουν].
-τσεμπέρα = λεπτό μαντίλι για το κεφάλι υφασμάτινο, συνήθως άσπρο το φόραγαν τα κορίτσια.
-ταμπουλάς= ξαφνικό γεγονός που προκαλεί μεγάλη στενοχώρια και πολλές φορές θυμό και οργή.