Την αιώρα! Την αιώρα! Να μη ξεχάσουμε να αγοράσουμε την αιώρα άκουσα να λέει στον άντρα της η νεαρά κυρία με ανυπομονησία, με ύφος απαιτητικό και επιβλητικότητα μεγάλη.

Αιώρα!... Αιώρα!... Τι είναι η αιώρα, αναρωτήθηκα με μεγάλη απορία.
Τι να είναι αυτή;… Αυτή που με μεγάλη επιθυμία ήθελε να αγοράσει η κυρία!.. 
Το μυαλό μου σταμάτησε, δεν μπορούσε να σκεφτεί, το βασάνιζα για να μου ειπεί τι είναι η αιώρα και εκείνο επίμονα αρνιόταν.
Άρνηση αυτό, επιμονή εγώ, μα τίποτα δεν γινόταν.
Η αιώρα παρέμενε άγνωστη για εμένα.
Δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να μάθω.
Δεν είχα υπομονή να μάθω αργότερα να ρωτήσω κάποιον που ήξερε ή να ανοίξω την εγκυκλοπαίδεια να πληροφορηθώ.
Η ανυπομονησία ξεπέρασε τα όρια, έφτασε στην νευρικότητα.
Τι να κάνω;
Πήρα διακριτικά τον κύριο με την κυρία από πίσω στα ψώνια τους, ψώνισα και εγώ δύο τρία πραγματάκια και ας μη μου χρειάζονταν.

Η αιώραΣε λίγο η κυρία αναφώνησε: Να ή αιώρα! Να η αιώρα!

Τα μάτια μου ακαριαία άνοιξαν για να ιδώ την αιώρα! Και τι να ιδώ!

Η κυρία χωρίς δεύτερη κουβέντα είχε πέσει μέσα στην αιώρα και κουνιότανε πέρα δώθε, πέρα δώθε για να την δοκιμάσει και με ευτυχισμένη φωνή έλεγε στον άντρα της:

Ωραία, ωραία, ωραία! Θα την πάρουμε, θα την πάρουμε!...θα την πάρουμε την αιώρα! Τώρα!...Τώρα!...Τώρα!...

Ο νεαρός κύριος την κοιτούσε με μειδίαμα αμίλητος.

Με έπιασαν τα γέλια! Η απορία μου λύθηκε, η επιθυμία της μάθησης ικανοποιήθηκε… Να που έμαθα κάτι καινούργιο!
Να που την κούνια τώρα οι γραμματισμένοι, οι μορφωμένοι την λένε αιώρα!
Να που απόκτησε αξία η κούνια μόλις της αλλάξανε το όνομα και την πουλάνε στα μεγάλα πολυκαταστήματα….Και να που κάνει τον κόσμο να χαίρεται και εμένα να ανυπομονώ μέχρι να την γνωρίσω!
Πλησίασα και είδα την νεαρή κυρία να κουνιέται χαρούμενη, ευτυχισμένη και δεν έλεγε να σηκωθεί. Κοίταζα την κυρία που κουνιότανε και χαιρόμουνα και εγώ με την χαρά της, την ευτυχία της.
Συλλογίστηκα και είπα: Τάχατες είχε ποτέ της σαν παιδί παίξει ελεύθερα, ανέμελα, τάχατες είχε κουνηθεί, είχε παίξει με την κούνια, με την κούνια που να είχε φτιάξει η ίδια, είχε πέσει ποτέ από την κούνια της; Όπως εγώ και τα άλλα παιδιά στο χωριό, όταν κοβότανε το σχοινί;
Κοίταζα διακριτικά τις κινήσεις της, άκουγα τις εκφράσεις της και όλοι οι άλλοι τριγύρω θα νόμιζαν ότι θαύμαζα μόνο τα κάλη της νεαρής κυρίας...
 
Εγώ όμως, αλλού το μυαλό μου ταξίδευε, θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια.
Την αιώρα!... που για εμάς στο χωριό δεν ήταν τίποτα!
Ήταν στην καθημερινότητά μας, ήταν το παιγνίδι μας, στο χωράφι, στο χωριό, στο σχολείο, στο πουρνάρι της εκκλησιάς την φτιάχναμε, που ήταν στην Ράχη. Εκεί την φτιάχναμε, στη εκκλησιά, δίπλα στο πουρνάρι, από εκεί που κρεμότανε η καμπάνα και δεν ήταν καθόλου δύσκολο να την φτιάξουμε.
Κούνια την λέγαμε τότε και όλα τα παιδιά φτιάναμε και από μία κούνια, ο καθένας την δική του, όπου υπήρχε δέντρο. Το μόνο πρόβλημα μας τότε ήταν το σχοινί που και το σχοινί και αυτό ήταν λιγοστό!... Λειψό και από την πολύ την χρήση ήταν φθαρμένο, σάπιο και κοβότανε και πολύ συχνά πέφταμε χάμου, χτυπάγαμε και κολλάγαμε μόνιμα παράσημα στο κεφάλι!…
Πετάγαμε στο κλαδί του δέντρου το σχοινί, την τριχιά, το δέναμε στην άκρη όπου χρειαζότανε και έτοιμη η κούνια.
Κουνιόμαστε και παίζαμε όσο ήθελε ο καθένας μας, χωρίς περιορισμούς και χωρίς επίβλεψη κανενός, ελεύθεροι στις σκέψεις μας, στις πράξεις μας και στις ενέργειες και στην αυτενέργεια του μυαλού και του σώματος μας, δοκιμάζοντας την εξυπνάδα μας, την δύναμη μας και την αντοχή μας.
Πέφταμε από την κούνια χτυπάγαμε και κανένα παιδί δεν παραπονιότανε. Δεν θυμάμαι να έκλεγε κανένας όταν κοβόταν το σχοινί και έπεφτε.
Μετά αμέσως σηκωνόταν επάνω για να μη φανεί ότι είναι δειλός και τον κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά.
Μα και να έκλεγε!...
Ποιος θα τον άκουγε και ποιος θα του συμπαραστεκότανε;
Κανένας!...
Τα γιατροσόφια τα κάναμε από μόνοι μας, ότι του έκοβε του καθενός μας.
Δεν υπήρχε τότε επίβλεψη και προστασία από τους μεγαλύτερους.
Είμαστε ελεύθεροι στην φύση, στην επιβίωση!...
 
Η νεαρή κυρία κατενθουσιασμένη κατέβηκε, αγόρασε την αιώρα που ήταν στο πακέτο και τρισευτυχισμένη έφυγε.
Εγώ παρέμεινα και επεξεργάστηκα το δείγμα να ιδώ πως ήταν, πώς ήταν κατασκευασμένη.
Η κατασκευή της ήταν απλή, ένα δίχτυ στερεωμένο σε δύο παράλληλα γερά σχοινιά. Αυτό όλο και όλο!...
 
Κάθισα σε ένα παγκάκι να ξαποστάσει η μέση μου και τα πόδια μου από την ορθοστασία.
Εκεί θυμήθηκα πόσες και πόσες φορές είχα φτιάξει μόνος μου τέτοιες και καλύτερες κούνιες, αιώρες στον Αρτοζήνο στην Αράχωβα στην Κάπελη στου Γκερμάζι και κοιμόμουνα επάνω τα βράδια για να είμαι προστατευμένος από τα ζούδια.
Η κατασκευή ήταν εύκολη και απλή.
Δύο σχοινιά παράλληλα δεμένα στα κλαδιά δύο δέντρων, ενδιάμεσα έβαζα ένα παλιό κλινοσκέπασμα, σάισμα, ματαράτσι, χεράμι κουβέρτα και στην μια μεριά και στην άλλη για να είναι ανοικτό να μη κάνει κοίλωμα, γούβωμα μεγάλο, στερέωνα με θηλιά δύο μικρά ξύλινα ραβδιά και η κούνια ήταν έτοιμη.
Θυμάμαι κάποια φορά είχα φτιάξει την κούνια την αιώρα με το ματαράτσι, στο αλώνι, στην κορομηλιά στον Αρτοζήνο.
Μόλις την έφτιαξα χαρούμενος πήδηξα μέσα, ήμουνα δεν ήμουνα τότε, δέκα, έντεκα χρονών και σε βάρος είκοσι πέντε οκάδες και με την μία που πήδηξα μέσα άνοιξε, ήταν λειωμένο από τον καιρό και την χρήση το ματαράτσι και βρέθηκα με την μία κάτω.
Μου φάνηκε πως έπεφτα από τα σύννεφα σε ξερές αφάνες με το χράτς, χράατς… που άκουσα που έκανε όταν σκίστηκε το ματαράτσι…
Δεν παρατήθηκα της προσπάθειας, δεν απογοητεύτηκα από την ατυχία που είχα, το πείσμα και η επιθυμία μεγάλωσε έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει περισσότερο!...
Και να τι του σκαρφίστηκε να κάνει!...
Κουβέρτα να φτιάξω την κούνια δεν είχα, ούτε και κάτι άλλο.
Πήρα και χρησιμοποίησα ένα σακί που το θέλαμε να βάλουμε το σιτάρι από το αλώνι, να το μεταφέρουμε στο σπίτι στο χωριό. Το σακί ήταν καινούργιο και γερό ήταν φτιαγμένο στον αργαλειό, υφαντό, με μαλλί από σπάρτο.
Το πήρα με μεγάλη χαρά στα χέρια μου και είδα πως μου κάνει μια χαρά για την δουλειά μου, που το ήθελα να φτιάξω την κούνια, την αιώρα την δικιά μου.
Το σχίζω το σακί και κάνω δύο τρύπες την μια μεριά και στην άλλη στο μέρος που ήταν το σακί κλειστό στις δύο άκρες, πέρασα μέσα το σχοινί και έτοιμη η κούνια ή αιώρα, καλή και στερεωμένη.
 
Κουνιόμουνα τρισευτυχισμένος, το αεράκι του Αρτοζήνου δροσερό, χάιδευε το πρόσωπό μου και κούναγε μαζί με την κούνια τα ανέμελα μαλλιά μου.
Αλλά όλα τα καλά και η χαρά, όσο μεγάλη και αν είναι κρατάνε λίγο!
Μόλις ήρθε η μάνα μου και είδε τι είχα φτιάξει, στάλα την βάρεσε στο κεφάλι και θόλωσε το μυαλό της!..
Της είχα χαλάσει το καινούργιο σακί που ήταν ζευγάρι με το άλλο, απαραίτητο και αναγκαίο για να βάλει μέσα το σιτάρι που είχαμε αλωνίσει, να το φορτώσει στο μουλάρι για να το μεταφέρει στο χωριό στο σπίτι.
Και άλλο σακί δεν είχε!...
Έλλειψη ήταν τότε στα πάντα!.... και στα σακιά!...
 
Επήρε στα χέρια της δεν ξέρω τι ήτανε;
Αφαλαρίδα; σφαλάκτι; μουρτζιά;
Δεν ξέρω!... δεν είδα!...
Το μόνο που θυμάμαι πως μόνο μία πρόφτασε και μου έδωσε στα πόδια, δεν πρόφτασε άλλη να μου δώσει.
Σαν αίλουρος πετάχτηκα και εξαφανίστηκα στο λόγγο!...
Την δεύτερη την έδωσε στο σακί, στην κούνια, στην αιώρα, λες και αυτό έφταιγε.
Από αυτή την στιγμή και μετά, η κούνια δεν ήταν η αιώρα της ευχαρίστησης, της χαράς, ήταν η αιώρα, η κούνια της θλίψης!
Τότε όλα είχαν τιμή και αξία….
Ο λόγος, οι σκέψεις, οι ενέργειες και οι πράξεις!...
Τα πάντα έμπαιναν σε κρίση, είχαν την τιμή τους, την αμοιβή τους, και ανταμοιβή τους, είτε ήσουνα μεγάλος, είτε μικρός!
Ανάλογα με την απόδοση σου, τις πράξεις σου, τα έργα σου και η αμοιβή, ό έπαινος και η τιμωρία.
Βέβαια το μπράβο ήταν τότε σπάνιο και είχε μεγάλη αξία, δεν το έλεγαν για το τίποτα!..
Και η τιμωρία, τιμωρία!... Αμείλικτη!
 
Έφυγα, λάκισα εγώ στο λόγγο. Πήγα και κάθισα ψηλά επάνω στην πέτρα την ψηλή, στο βράχο, στο γάβρο και την αγνάντευα που λίχνιζε στο αλώνι.
Με αγωνία περίμενα να ακούσω την φωνή της, το μεσημέρι να με φωνάξει να βάλουμε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μας, να τρίψουμε να φάμε το ξινόγαλο!.. Μα τέτοια φωνή, της μάνας μου δεν άκουσα!...
Η τιμωρία, τότε ήταν τιμωρία, δεν ήταν το παίξε γέλασε!...
Και η ποινή, ποινή!...
Δεν ήταν κοροϊδία, να κοροϊδεύει η κοινωνία!...
Η αγάπη της μάνας ήταν αγάπη κρυφή, όταν και όπως έπρεπε!...
Και η ορμήνια, έπιανε τόπο, ο λόγος της δεν έπεφτε κάτω!.
 
Κάθισα εκεί στο ίσκιο, στο μέλεγο, στο γάβρο, μέχρι το απομεσήμερο, είδα και αποείδα με έκοψε η πείνα, μα μετάνιωμα από το μάλωμα της μάνας μου από την μάνα μου δεν έγινε που περίμενα. Δεν είδα!...
Επήρα την απόφαση και σιγά-σιγά, κρυφά-κρυφά, σαν τον κλέφτη πήγα στο τορβά, στο σακούλι με το ψωμί, που ήταν στο πουρνάρι κοντά στο αλώνι κρεμασμένο!.
Ίσως να με έβλεπε και δεν μου μίλησε.
Άρπαξα από το κουλούρι ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι ψωμί και γρήγορα έφυγα. Έπιασα και την Λιάρα την γίδα που έβοσκε στο πλάι, στο λόγγο και της άρμεγα το γάλα επάνω στο ψωμί να μαλακώσει και έτρωγα.
Τέτοια νοστιμάδα, δεν ματαπάντησα!..
 
Ο ήλιος έγειρε στην Δύση, η ημέρα σύδωσε, σουρούπωσε!...
Τα πουλάκια φώλιασαν, βγήκε το φεγγάρι, τα ζούδια της νύχτας άρχισαν να ξεθαρρεύουν αναζητώντας τροφή, τα τριζόνια άρχισαν το νυχτερινό τους λάλημα και ο χουχουλόγερας, το λυπητερό του ψάξιμο, βγήκε και ψάχνει να βρει το μικρότερό του αδελφό, τον γκιώνη και του φώναζε απεγνωσμένα, γκιόν, γκιόν, γκιόν….
Όλοι αναζητούν τους δικούς τους!...
Και εμένα;…
Κανένας!...
Έτσι είπα μόλις άκουσα να αναζητεί τον γκιώνη!...
Κανένας δεν με αναζήτησε όλη μέρα, κανένας δεν φωνάζει το όνομά μου!... Και τώρα, νύχτωσε!....
 
Ζύγωσα και εγώ σιγά, σιγά αμίλητος κοντά στο αλώνι, χώθηκα μέσα στα άχυρα και κοιμήθηκα
Το πρωί πριν βγει ο ήλιος με ξύπνησε το χάδι της μάνα μου.
Με βρήκε!...
Ξύπνα, μου είπε.
Πετάχτηκα επάνω, κάθισα λίγο απόμακρα και περίμενα να ακούσω…
 
Θα σου φορτώσω το μουλάρι, μου είπε, να πας με την δροσιά μια στρατούλα άχυρα στο χωριό, και να ζητήσεις από την θειά σου να σου δώσει ένα σακί και αν σε ρωτήσει, τι το θες;…
Τότε πες της, τις εξυπνάδες σου!..
Τις προκοπές σου!...
Πες της, πως το πάντρεψες το σακί!...
Το έβγαλες το καζάντι σήμερα και εκείνη θα καταλάβει.
Δεν είπα τίποτα την άφησα να λέει, αυτά και άλλα…
 
Επήγα και ήρθα στο χωριό μιάμιση ώρα δρόμο με τα πόδια να πας και άλλη τόση να γυρίσεις.
Ήμουνα δεν θα ήμουνα έντεκα χρονών!...
Έκανα τα θελήματα όπως μου τα είπε, καλά τούτη την φορά, έφερα και το δανεικό σακί!...
Η θειά μου, μου ξεφόρτωσε, μου έβαλε και έφαγα, μου έδωσε το σακί και ένα σακούλι με ψωμί, το πήγα το σακί και ήρθε η συμφιλίωση!...
Το μόνοιασμα!...χωρίς να δώσει εξηγήσεις και δικαιολογίες, συγνώμη ο ένας στο άλλον.
Όποιος φταίει πληρώνει!...
Και η πληρωμή είναι άμεση!...
Σκληρή ζωή, με σκληρά φερσίματα και τρόπους!...
Έτσι ήταν τότε, ήταν η ανάγκη της επιβίωσης.
Το πάθημα γινότανε, μάθημα!...
Δεν ξεχνιότανε!...
Και από τα λάθη μας μαθαίναμε!..
Επειδή κανένας δεν μας τα συγχωρούσε!...
 
 
Αφιερώνεται:
Στην μάνα μου!
Στη σκληραγωγία της ζωής, που οξύνει το νου και κάνει σφριγηλό το σώμα.
 
Γιάννης Στ. Βέργος- Γορτύνιος
 Υ.Γ
Έτσι αναθρέφανε τότε τα παιδιά, με σκληραγωγία και κρυφή αγάπη! Και μη πει κανένας πολύ γραμματιζούμενος, πως μας έμειναν και έχουμε και έχω απωθημένα και ψάχνει να τα βρει!....Κανένα δεν έχουμε. Τότε ας έρθει να τα κουβεντιάσουμε…


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.