Ανήμπορος γύρισε από την μαστοριά ο μάστορας ο Σ..
Εφάνει πως η αρρώστια υποχώρησε, ο πυρετός, το κακό και ότι πάει να φύγει.
Ίσια, ίσια, έφτασαν και πλήρωσε τον γιατρό, τα φάρμακα, τα βερσιγέδια...
Επήρε και για το σπίτι του, μια σάκινα αλεύρια!...
Δεν του έμενε δεκάρα και τώρα που τον βρήκαν και τα άλλα, τα σοβαρά, τα ανεπάντεχα, τα τρανά και τα μεγάλα!....
Πεσκέσι για την περίσταση του, σε βουλευτή ήθελε για να τους στείλει.
Για να έχει ανοιχτή την πόρτα, της ανάγκης, της διευκόλυνσης, τον τρόπο.
Και ακόμα, και από τα φαρμακεία!... και το φαρμάκι!... το δίνανε στην πρόνοια, μετά από την εισήγηση και έγκριση του κομματάρχη!...
Να ειπεί και αυτός, αν έλεγε, σαν παράγοντας, τον καλό τον λόγο....
Έτσι δούλευε το σύστημα, για να έχουν δουλειά, όλοι!...
Κανένας τότε, στην ανεργία!...
Έτσι ήταν και αλίμονο, είναι και σήμερα ακόμα, στην κοινωνία!..
Τώρα δυστυχώς οι πολλοί είναι και δουλεύουν στα σελέμικα, στην λαμογιά, στην κοροϊδία!..
Και ήρθε πάλι, η μεγάλη δυστυχία!...
Οι κυνηγοί αμέσως, στήνουν τα βρόχια τους, δίνουν την εντολή στα λαγωνικά τους, να βγούνε να κυνηγήσουνε, με την ευχή μαζί με τον λαγό πίσω να γυρίσουνε.
Ο λαγός τούτη την φορά δεν είναι για το τσουκάλι, έχει ιερή αποστολή... Την χάρη!.. Την μεγάλη!..
Το ύψιστο, το καθήκον της ζωής, πρέπει να κάνει!
Τον φαμελειάρη, τον άρρωστο, πρέπει να γιάνει!
Τους ρίχνει και δεν λαθεύει!...
Κωστή τον λέγανε τον κυνηγό, που τώρα μολογιέται....Τότε ήταν κρυφό!...
Και τον πιάνανε, οι άλλοι, οι πονηροί, οι δραγουμάνοι, στο δόκανο, στην φάκα!
Για την παράνομη την θήρα!...
Που και αυτή, ολάκερη, θα πήγαινε, θα έφτανε μέχρι, στου βουλευτή την θύρα!...
Τα κουφάρια τους, με ρίγανη και βάγια τα μπλαστρώνει και μέσα στα τομάρια τους, πάλι τους λαγούς, τους χώνει!...
Έτοιμα για τον προορισμό τους, για τον σκοπό, τον δικό τους!...
Εκείνο που σαν κοπελίτσα, παρθένα, ύφαινε και κένταγε στο αργαλειό, για τις χαρές τις μεγάλες να το έχει!..
Να βάζει μέσα τις προσφορές για την εκκλησιά, τις γιορτές, στο πανηγύρι, να τις πηγαίνει, στους γάμους, για τους συμπεθέρους τα κανίσκια και όταν παίρνουν στους γάμους, απο το σπίτι τα προικιά!... Της νύφης την κουλούρα!..
Τώρα θα βάλει μέσα τους λαγούς, για τον τρανό, να πάει το πεσκέσι!
Να πάει και να γυρίσει και για αλλού, για χαρές, να το χρησιμοποιήσει.
Του δίνει και από το τηλεγραφείο με πρόσκληση την παραγγελία, στο φίλο το καλό, τον βουλευτή, αμέσως να το πάει, το πράμα να μη χαλάσει και να του πει τα νέα, τα μαντάτα.
Σε δύο μέρες θα έρθει ο πατέρας του, άρρωστος από κοντά, πέστουτο για να τον προσέξει...
Από μακριά του δίνει την ευχή της.
Φεύγει από την χώρα, όπως ήρθε νηστική ,ξερή και μαραμένη, να έρθει πάλι στην φαμελιά της για να κοιτάξει τα άλλα, τα μικρά παιδιά της, που δεν ήσαν και λίγα...
Με ελπίδες παρηγοριάς, ζωής, γεμάτο!...
Ευγενικά χαιρετά, το καθώς πρέπει.
Τον κύριο βουλευτή ζητά, είπε πως έχει μια γρήγορη παραγγελιά και κάτι του στείλανε από το χωριό, για να του το δώσει, να το τακτοποιήσει, το ζούδι της είπε, να μη χαλάσει.
Έτσι της είπε, για να το ειπεί έξω δυνατά, για να το ακούσουν και οι άλλοι που απέξω περιμένουνε, για να καταλάβουνε όλοι τους, πως αυτός εδώ, κάτι σπουδαίο κάνει!..
Σαν τι επείγον, αυτό να είναι, τι να συμβαίνει στο χωριό, που το παιδί ήρθε και μπήκε λαχανιασμένο!..
Έτσι είχε μάθει από το σπίτι του, το σχολειό, αυτούς τους τρόπους, καλά κρατάει.
Κάθισε του είπε ο βουλευτής, και του έδειξε την πολυθρόνα, και αυτό πήγε και κάθισε όπως ήταν φορτωμένος, με το σακούλι στην πλάτη!...
Το σακούλι έχει μέσα δύο λαγούς, τους στέλνει ο πατέρας του πεσκέσι, [έτσι ακριβώς του είπε, λίγο καιρός πήγαινε που ήρθε από το χωριό, το παιδί, ήταν αγνό, δεν είχε πονηρέψει] δεν ξέρει νέα από το χωριό καλά.
Και του είπε τα μαντάτα!
Πως ο πατέρας του, είναι άρρωστος βαριά, όπως είπε εκεί ο γιατρός, ή ζει, ή πεθαίνει!
Και στο νοσοκομείο όσο πιο γρήγορα μπορεί, πρέπει να μπαίνει!...
Προφταίνει, δεν προφταίνει!..
Ο βουλευτής έκανε πως λυπήθηκε και αμέσως τηλέφωνο παίρνει!
Είπε, όπως το παιδί κατάλαβε, από το όνομα που άκουσε και ζήτησε τον κ Νίκο τον Μ.... στον Ευαγγελισμό, και όπως άκουσε, του ζήτησε κρεβάτι.
Και από ότι φάνηκε, του έφερνε δυσκολίες!...
Αύριο και να ιδούμε, είπε στο παιδί, έλα πάλι...
Περίμενε όρθιος στο διάδρομο, ώσπου να έρθει η σειρά του, μέχρι, το μεσημέρι.
Κάποια ώρα, κάποια στιγμή άνοιξε ο ίδιος, ο βουλευτής την πόρτα και τους έριξε μια ματιά, φαίνεται πως τότε θυμήθηκε τον λαγό και την νοστιμιά του, τον φώναξε, να πάει, κοντά του.
Πως τηλέφωνο πήρε στο χωριό, επήρε να ρωτήσει, τον άνθρωπο τον δικό του, να πληροφορηθεί, ο άρρωστος τι κάνει;
Το τάχα ενδιαφέρον!..
Ενώ για τα άλλα ενδιαφέρθηκε να μάθει.
Τους ψήφους μετρά και λογαριάζει!...
Θα ζήσει, η θα πεθάνει;
Τον ψήφο θα τον χάσει;
Και την πληροφορία επακριβώς, την παίρνει.
Την διάγνωση, την έδωσε ο κομματάρχης!
Πως να μην ασχολείται, να μην ενδιαφέρεται, πως δύο, τρεις, ημέρες έχει από ζωή!...
Όμως για την πρωτεύουσα εκίνησε, πηγαίνει, προφταίνει, δεν προφταίνει!
Θα προφτάσει, η στην μέση της στράτας, όλα θα τα έχει χάσει;...
Έτσι του τα είπε, ο κομματάρχης στο βουλευτή, να έχει το νου του, τον σκοπό του, και για λογαριασμό δικό του.
Αλλά έκανε, στο τάχατες πως πήρε!...
Δεν ήθελε να υποχρεωθεί σε κανέναν!...
Αφού όπως, ο άνθρωπός του, ο κομματάρχης του, του είπε και την διάγνωση του που βγάζει, πως στην Αθήνα ζωντανός δεν φτάνει...
Ο άρρωστος έφτασε ζωντανός, αλλά μισοπεθαμένος, σε συγγενείς το παιδί,το πάει και τον ρεχτιάζει.... Για να τον περιποιηθούνε!....
Μέχρι να βρεθεί σε νοσοκομείο κρεβάτι!...
Έτσι γινότανε τότε, αν τύχαινε αρρώστια, όλοι οι συγγενείς, γνωστοί και φίλοι στην Αθήνα, έβρισκαν τον μπελά τους!...
Με την σειρά του!....
Απέξω περιμένανε πολλοί, σκεφτικοί, αμίλητοι ,σκυθρωποί, σαν και εκείνο, και άλλοι..
Καθένας τους, με το πρόβλημα του.
Το παιδί το υποψιάστηκε, πως κάτι καλά δεν πάει.
Αλλά και πάλι αμφιβάλει....
Πήγαινε , τώρα πήγαινε και θα έχουμε το νου μας...
Σε όλο τον δρόμο περπάταγε σκεφτικό... σεκλετισμένο!
Πολλά πέρναγαν από τον νου του, από το μυαλό του, και καλά και κακά...
Αλλά δεν απογοητεύτηκε!..
Το παιδί κανέναν δεν γνώριζε εδώ στην Αθήνα, και μίαν ιδέα του πέρασε από τον νου του, σαν είδε κάτω από τις σκάλες της Ομόνοιας, τα τηλέφωνα στην σειρά, στον τοίχο κρεμασμένα και τον κόσμο στην σειρά να περιμένει, πότε θα τελειώσει ο άλλος, για να έρθει η σειρά του, να τηλεφωνήσει.
Το παιδί τέτοιο τηλέφωνο ξανά δεν είχε μεταχειριστεί.
Τέτοιο τηλέφωνο, στα χέρια του, δεν είχε ξαναπιάσει.
Τα πόδια του, τα χέρια του τρέμανε, σαν κάτι μεγάλο κακό να πήγαινε να κάνει, αλλά συνέχισε να σχηματίσει στο καντράν τα νούμερα ένα- ένα.
Εμπρός, Ευαγγελισμός, λέγετε παρακαλώ!...
Το παιδί δεν είχε ακούσει άλλη φορά να τον παρακαλάνε, για να μιλήσει.
Τότε επήρε τα θάρρετα και τον βουλευτή κάνει.
Με στόμφο στην φωνή ζητάει τον κ Νίκο τον Μ...
Ο ίδιος του λέει...
Νίκο σου ζήτησα προχθές να μου κρατήσεις ένα κρεβάτι.
Δέν με ειδοποίησες, τι έκανες;
Το έχεις ξεχάσει!...
Βρίσκει τον κ Νίκο τον φίλο του βουλευτή και είπε, στον άρρωστο, το κρεβάτι σε περιμένει!...
Ο άρρωστος και το παιδί ευχαρίστησαν τον κ Νίκο και είπανε, να είναι καλά αυτός και ο κύριος βουλευτής!...
Δεν ξέρεις πότε θα πεθάνει!...
Σαράντα χρόνια μετά έζησε!
Και όλοι ευχαριστημένοι.
Την δουλειά, την εξυπηρέτηση, νόμιζε πως αυτός την έκανε... και τον καλοχαιρετούσε!...
Δεν θα χρωστάει τίποτα, ο ένας, στο άλλον!...
Θα είναι πάτσι - πάτσι!..
Πιστεύω πως θα έχουν συναντηθεί...Εκεί... στον κόσμο των πνευμάτων.
Αυτά θα τα έχουν ειπεί, ο ένας, στον άλλονε....
Θα είναι άδολα...τώρα...πια... πραγματικά... φιλαράκια!...
Γιάννης Στ.Βέργος { Γορτύνιος}