Γιάννης Στ. Βέργος {Γορτύνιος}
Μεγάλη βδομάδα!...
Όλοι, μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι, παιδιά, γοργά πηγαίνουν στην εκκλησιά, μόλις ακούσουν τον ήχο της καμπάνας να τους καλεί να έρθουν για τις ολονυχτίες.
Πηγαίνουν πρόθυμοι να προσευχηθούν, να παρακολουθήσουν με κατάνυξη την ακολουθία των Αγίων Θείων Παθών.
Πηγαίνει και ο Αντώνης φρεσκοπλυμένος, κουμανταρισμένος στην εκκλησιά φορώντας τα καινούργια του τσαρούχια.
Φτάνει στην εκκλησιά με ευλάβεια και σέβας Θεού, μπαίνει μέσα, ανάβει το κεράκι του, προσκυνάει την εικόνα του Νυμφίου και με το πισάχναρο σιγά-σιγά βγαίνει έξω από την πόρτα.
Εκεί στέκεται...
Aκουμπά τον ώμο του στο αγκωνάρι της πόρτας της εκκλησιάς και με σκυμμένο το κεφάλι σεμνός με κατάνυξη παρακολουθεί την Θεία ακολουθία των Παθών…
Με συγκίνηση μεγάλη ακούει τον ύμνο:
.
''Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός,
και μακάριος ο δούλος ον ευρίσκει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρίσκει ραθυμούντα. Βλέπε ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής ίνα μη τω θανάτω παραδωθής και της βασιλείας έξω κλεισθής.."
.
Ο Αντώνης δεν ήθελε να είναι αργοπορημένος, ούτε να παραδοθεί εις τον θάνατο του ύπνου και κλειστεί έξω της βασιλείας των ουρανών. Και ενώ όλη την ημέρα δούλευε στο χωράφι, αν και κατάκοπος ήταν από τους πρώτους στην εκκλησιά. Προσπαθούσε να ακούει με ορθάνοιχτα τα αυτιά του και τον νου του, τους ιερούς ψαλμούς.
Ο συχωρεμένος ο δάσκαλός τους, με μία λέξη τους είχε εξήγησε κάποτε τι σημαίνουν αυτά τα λόγια του ψαλμού και τα λόγια της θείας λειτουργίας. Άλλωστε τώρα στην εκκλησιά δεν θα έπαιρνε χαμπάρι-μυρωδιά από όσα θα άκουγε, όπως δεν καταλαβαίνει και τα άλλα [όπως δεν νογάμε οι περισσότεροι,] τι λένε οι ψαλτάδες και ο παππάς. Αν ρωτάει κάπου-κάπου και κανένα μαθητούδι γι αυτά, δεν καταλαβαίνει κανένα τους τίποτα από τέτοια. Κάπου κάπου ρωτάει και τον παπά, τα μισά σου λέει και αυτός και τον μπερδεύει χειρότερα.
Ότι ξέρει λέει κι ο παππάς… καλός είναι… από το «μπιτ» ο καλύτερος. Κτυπάει την καμπάνα και ακούς τουλάχιστον το «δόξα σοι τω δείξαντι το φως» και το «Κύριε ελέησον… »
.
Έρχεται ο Θανάσης βλέπει τον Αντώνη ακουμπισμένο στο αγκωνάρι της πόρτας της εκκλησιάς και του λέει:
-Μπες μέσα Αντώνη…
Ο Αντώνης εκεί ακίνητος, αμίλητος προσευχόταν…
- Μπες μέσα Αντώνη, δεν βλέπεις δεν αισθάνεσαι, βρέχει, θα βραχείς…
- Όχι δεν μπαίνω…
-Μα γιατί;…
-Το έχω κάνει τάμα…
Φεύγει ο Θανάσης και μπαίνει μέσα, ψιθυρίζοντας
-Αφού το έχει κάνει τάμα.. σεβαστό, σεβαστό το τάμα του!…
Μετά από λίγο έρχεται ο Μήτρος αργοπορημένος.
Ο παπάς μέσα με τους ψαλτάδες έλεγαν τον ύμνο.
"Το Νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον…"
Ο Αντώνης τον σταματά με νόημα τον Μήτρο και ακούνε μαζί με κατάνυξη τον ψαλμό…
"Και ένδυμα δεν έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ, λάμπρυνόν μου την στολή της ψυχής… "
Μόλις τελείωσαν τον ψαλμό λέει ο Μήτρος στον Αντώνη:
-Προχώρα Αντώνη… μπες μέσα, καλή είναι πλυμένη είναι καθαρή είναι η εντυμασιά σου προχώρα…
-Δεν προχωράω, δεν μπαίνω…
-Ρε μπες μέσα θα πουντιάσεις, βρέχει, βρέχεσαι, θα σε βρει καμιά πούντα και θα μας βάλεις σε μπελάδες να τρέχουμε να σου φέρνουμε γιατρούς και γιατροσόφια…
Ρεεε μπες μέσα…
-Όχι δεν μπαίνω… και αποτραβιέται ο Αντώνης πιο έξω.
Τον πλησιάζει ο Μήτρος με απορία μεγάλη και το ρωτά:
-Μα γιατί;… γιατί;… Βρέχει δυνατά δεν βλέπεις;…
-Εσύ δεν βλέπεις στραβός είσαι, έχεις ξαναμπεί στην εκκλησιά;…
Και όταν μπαίνεις δεν προσέχεις, αλλού ως φαίνεται είναι ο νους σου….
Ο Μήτρος σάστισε… Τον Αντώνη τον ήξερε για λογικό…
-Τι έπαθες Αντώνη;
-Τίποτα… Τραβιέται ακόμα πιο έξω.
Να σου ειπώ, σαν επιμένεις και με ερωτάς…
-Δεν βλέπεις αυτοί όλοι τους εκεί μέσα πάνω-κάτω, είναι ξυπόλυτοι…
-Ποίοι;… Ποίοι;…
-Αυτοί…
-Προχτές αγόρασα τα καινούργια τσαρούχια, θέλεις να με βρει κανένας μπελάς με δαύτους;… Αυτοί είναι όλοι τους φτωχοί, ξυπόλυτοι!...
Ο Μήτρος ξαφνιάστηκε…
-Ποίοι είναι αυτοί;… Ποίοι;…
-Να αυτοί στους τοίχους… Να ήταν ένας, δύο, μπορώ να τους κάνω καλά, τους φέρνω βόλτα, μα είναι όλοι τους, σου λέω…
-Τι λες;… Τι λες;…
-Να μπω εγώ μέσα να μου πάρουν τα καινούργια τσαρούχια!…
-Εδώ έξω καλά είμαι... προφταίνω να λακίσω…
-και άμα μου τα πάρουνε τι θα έχω;… Έδωσα δύο λιανόματα και τα αγόρασα… και τα παλιά δεν σούρνονται, έχει κοπεί και το πισωλούρι…
-Όχι δεν μπαίνω…
-Άσε, άσε να περάσει η Λαμπρή και η γιορτή του Αι Γιώργη, του καβαλάρη, στο πανηγύρι, να πάω με τα καινούργια τσαρούχια και μετά βλέπουμε, τι θα γίνει με δαύτους….
-Αυτόν τουλάχιστον δεν τον σκιάζουμαι!… Αυτός έχει το άλογο και περπατάει καβάλα!… Με τους άλλους τους φτωχούς που είναι ξυπόλυτοι τι κάνεις;… Και είναι πολλοί…
.
Ο Μήτρος σιώπησε… Δεν είπε τίποτα… Άφησε τον Αντώνη στις σκέψεις του. Σιγά - σιγά με τρόπο τον πλησίασε όσο το δυνατό πιο κοντά στην πόρτα της εκκλησιάς να μη τον κτυπά το ανεμοβρόχι και μπήκε μέσα και άναψε δυο κεράκια… Το ένα για τους δικούς ανθρώπους και ένα για να προστατεύει ο Κύριος όλον τον κόσμο μαζί και τον Αντώνη…
Τα φτωχά του τσαρούχια υποστήριζε ο Αντώνης και γι αυτά ήταν ο φόβος του… μήπως του τα πάρουν…. οι φτωχοί, οι Άγιοι…
Τίμια τα αγόρασε!…
Πούλησε τα δύο λιανόματα του!... Αυτά μόνο είχε…
Στα παλιά του τα τσαρούχια, είχε κοπεί και το πισωλούρι!...
.
"Μακάριοι οι καθαροί την καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται."
.
Ήρεμα, με λαμπρισμένη την στολή της ψυχή του έφυγε για τους ουρανούς ο Αντώνης.
02.05.2013
.
(ΧΙΜ)