Τα κάλαντα διαβάσατε και τη χρονιά ετούτη
(Σε έμμετρη ποιητική Αθανασίου Γκούτη)

Εχω δυό χρόνια φίλοι μου τα κάλαντα να ψάλω

Μα φέτος θα τ' ακούσετε, δεν θα το αναβάλω,

Σε πείσμα της κατήφειας λόγω του μνημονίου,

Με στίχο μελικό,  λιτό και άνευ αρμονίου.

Καλήν ημέραν άρχοντες, αρχόντισσες και παίδες,

Στο φρόνημα και την καρδιά, δεν μπαίνουν χειροπέδες

Και ένεκα τούτου, πρόσωπα εκ Σέρβου και τοπία

Θα ανακληθούν στην μνήμη σας. Δεν είναι ουτοπία!

Χριστός γεννάται χωριανοί, στης Βηθλεέμ την πόλη!

Για χρόνια δεν αρδεύεται ούτε ένα περιβόλι,

Απ το τρεχούμενο νερό, που βγάζει η Τρανή-Βρύση

Κι αφήνεται, έτσι, ελεύθερο, στο ρέμα να κυλήσει.

Χριστός γεννάται, ως έλεγα! Φόρα μεγάλη πήρα,

Στο έμπα του χωριού γροικώ, τον Στέλιο του Πλαστήρα,

Να ‘χει αναμμένα κούτσουρα, που τρίζουνε, στο τζάκι

Κι ενα κομψό χιονάνθρωπο,  στο μαύρο του τζιπάκι.

Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρεται η φύσις όλη,

Το ΔουΝουΤού μας άφησε, άδειο το πορτοφόλι

Κι αδυνατούμε, ως άλλοτε, να μάσουμε το χρήμα,

Της απληστίας κι αμυαλιάς,πέσαμε ολοι θύμα.

Οσο ζυγώνεις στο χωριό, σε πνίγουν οι αναμνήσεις,

Δεν βρίσκεις άνθρωπο εύκολα, να τον καλανταρίσεις.

Να σε φιλέψει ένα αυγό, δυό σύκα ή πορτοκάλι,

Ν' ακούσεις,  έστω μιά φορά, παιδιά μας τα' ειπαν άλλοι.

Χριστός γεννάται σήμερον, εν φάτνη των αλόγων,

Μας ταλαιπώρησαν σκληρά, τα σπρέντς των ομολόγων

Κι ίσως να φέρει άνοιξη στη χώρα, ο ‘'Καλλικράτης''

Να φύγει η Τρόϊκα, το χτικιό, του νου ο τρομοκράτης.

Χειμώνιασε! Και στο χωριό, κατσούλι πιά δεν σκούζει!

Ούτε ταβέρνα ειν'ανοιχτή. κι αν κάποιος που τα τσούζει,

Θέλει πιοτό να ζεσταθεί ή ένα  τσιπουράκι,

Πιόματα θα ονειρεύεται, στου Αλούπη το τουράκι.!

Καλήν ημέραν χωριανοί.μπήκα στ αρχοντικό σας

Και δεν ακούστηκε ενα γάβ, απο τον μπιστικό σας,

Τώρα πού ντόρος γίνεται, φεύγει ο παλιός ο χρόνος

Κι έρχεται την Πρωτοχρονιά, ο νέος του ο κλώνος.

Χρόνια πολλά, σαν άλλοτε! Τέτοιες χρονιάρες μέρες,

χωρίς τι-βί και κινητά ή ΔουΝουΤου φοβέρες,

ευχόμαστε στούς χωριανούς, στούς γείτονες και φίλους.

Μα τώρα δεν αδειάζουμε! γέμισε ο κόρφος ψύλλους!

Χρόνια πολλά στην μόνιμη του τόπου μας παρέα,

Τον τέως πρόεδρο τον Λιά, τον Πάνο Κουτσανδρέα,

Τον Γιώργο, τον Ρουσόγιαννη, τον Σκούρο τον Μαρίνη,

Που πάει τα γίδια Κρίκιζα ή και Ραχηπουρίνι.

Στη Βάσω, τα βλαστάρια της, την Βούλα, τη Χρυσούλα,

Που τον χειμώνα πολεμούν και είναι μέσα σ'ούλα.

Το γείτονά μου τον Μπουρνά και τον Θάνο τον Μπόρα,

Να ‘ναι καλά, να ‘ναι γεροί κι ας μην τούς στέλνω δώρα.

Χρόνια πολλά και στον Γιατρό, τον φίλο μου το Στάθη,

Που σ' όποια αρρώστια κλήθηκε, πήγε κοντά κι εστάθη,

Λέγοντας οτι την υγειά, σε όλους μας, την δίνει,

Μόνο η παρέα η καλή και η κρασομυκίνη!

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος,

Να παντρευτούν οι ανύπαντροι, μην μείνει ένας μόνος,

Με μορφονιές, ανύπαντρες, του τόπου μας κορίτσια

Και να νερώσουν το κρασί, μην κάνουνε καπρίτσια.

Αγιος Βασίλης έρχεται απο την Καισαρεία,

Κατάντησε έρμο το χωριό, απ' την αδιαφορία,

Όλων εκείνων, που συχνά, για το χωριό μιλάνε

Κι αλλού για γλέντια ή διακοπές το καλοκαίρι πάνε!

Αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γή να περπατήσει,

Κάθε πατριώτης στο χωριό, φέτο ας κατηφορήσει

Και να συντρέξει με τροφή, πνευματική, στο Κέντρο,

Που είπαμε Πολιτιστικό.Της γνώσης να ‘ειναι δέντρο!

Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, στον νέο Κοινοτάρχη.

Οποιος ξέρει να άρχεται, θα μάθει και να άρχει,

Να του θυμίσω ότι έλεγαν,τα πιό παλιά τα χρόνια,

Αφου η θητεία της Αρχής, δεν είναι απλή κι αιώνια

Χρόνια πολλά, καλή χρονιά, σε κάθε μιά, κάθε ένα,

Στου Σέρβου ν'ανταμώσουμε ξανά κι αδελφωμένα,

Να ανηφορήσουμε μαζί και με ντορό Σερβαίϊκο,

Άδοντας άσμα αργόσυρτο και Κολοκοτρωνέϊκο,

Στο κακοσκάλι της ζωής, του έντεκα τις μέρες,

Που γέρνει το καράβι μας και το προσμένουν ξέρες!

Αθήνα, 20.12.2010

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.