Στάθης ο Α-κάλαμος (1931-2016)
Ήταν Παρασκευή, Μάης του 1961 και ο καιρός πολύ καλός.
Ήταν η πρώτη μου περιοδεία στα χωριά της περιοχής, ως νεοδιορισμένος αγροτικός γιατρός στου Σέρβου.
Το πρώτο χωριό της επίσκεψης μου ήταν το Μπουγιάτι (σήμερα Λυσσαρέα). Αρκετές γνωριμίες εκεί, μακρινές συγγένειες και ...πολλές ευχές.
Οι πρώτες εντυπώσεις καλές. Η πρώτη εξέταση των ασθενών -όσων βρέθηκαν εκεί και το έμαθαν- έγινε στο σπίτι του μακαρίτη τώρα μπάρμπα Νικόλα Χαρόπουλου.
Εκεί ήταν και η κόρη του η Σταυρούλα, ευγενική και καλοκάγαθη γυναίκα. Δεν ξέρω αν ζει. Αν υπάρχει ας είναι καλά. Αν έφυγε ο θεός ας την συχωράει. Έφερνε καφέ και κράταγε τη σειρά στις γριές που ήθελαν να τους μετρήσει ο γιατρός την πίεση ή να τις δει για κάποιο σφάχτη που είχαν στο σβέρκο ή στην πλάτη.
Αυτόν ακριβώς το χώρο χρησιμοποιούσαν και οι προηγούμενοι γιατροί από μένα. Χατζάκης, Καρνέζης, Κριθιώτης και Κοντζιάς. Δεν θυμάμαι αν ήταν και κάποιος άλλος.
Ήταν σχεδόν μεσημέρι και με χαιρετούρες και ευχές φύγαμε (με το Γιάννη, τον αγωγιάτη) για το επόμενο χωριό που ήταν το Σαρακίνι. Εκεί μας περίμεναν αρκετοί Σαρακιναίοι, που είχαν μάθει ότι θα πάει ο γιατρός στο χωριό. Είχα πει πως η επίσκεψη θα είναι τακτική κάθε Παρασκευή και να μη χτυπάνε την καμπάνα. Δεν ήμουνα δάσκαλος για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο, ούτε παπάς για τον εσπερινό, ούτε βέβαια και ντελάλης που αναγγέλλει κάποιο έκτακτο γεγονός, ή κάποιον περιοδεύοντα θίασο με παράσταση καραγκιόζη.
.
Ξεπεζέψαμε καταμεσήμερο σε ένα από τα πρώτα σπίτια του χωριού, που είχε και μαγαζί. Ήταν του Παναγιώτη Αλεξόπουλου, του "Αλέξη", όπως το έλεγαν οι Σαρακιναίοι. Δόθηκε εντολή να ετοιμαστεί ένα πρόχειρο φαγητό (2-3 αυγά, μια κονσέρβα και σαλάτα). Τυρί δεν είχε γιατί δεν υπήρχε ψυγείο, αφού δεν είχε πάει ρεύμα, όπως και στο δικό μας χωριό. Αν θυμάμαι καλά μετά από 7 χρόνια πήγε το ηλεκτρικό.
Αφού φάγαμε, ανέβηκα πάνω στο σπίτι (στη σάλα) και μιλάγαμε σιγά για την αρρώστια του καθενός, ώστε να μην μας ακούνε από κάτω που ήταν μαζεμένοι οι χωριάτες (ευκαιρία για ...κουτσομπολιό), αφού και εμείς πάνω ακούγαμε την συζήτησή τους. Και όχι μόνο τους ακούγαμε αλλά τους μισοβλέπαμε κιόλας, γιατί τα σανίδια στο πάτωμα ήταν αραιά βαλμένα και είχανε φυράνει από τα χρόνια. Κάποια στιγμή ακούω έναν Σαρακιναίο -τον Αλέξη- να ρωτάει το Γιάννη τον αγωγιάτη, που ήταν συμπατριώτη του.
.
-Γιάννη ποιος θα πληρώσει το κριθάρι για το ζώο;
-Τι σε μέλει εσένα, απαντάει εκείνος.
-Τα έξοδα σήμερα είναι του γιατρού.
- Σε ρωτάω γιατί ο γιατρός δεν ξέρει πόσο πάει η οκά το κριθάρι. Να το βάλω μία είκοσι, αντί για μία δραχμή, που έχει;
(Κουτοπονηριά βέβαια χωριάτικη. Λες και δεν θα μου το έλεγε μετά ο Γιάννης ή δεν θα το μάθαινα πόσο πάει η οκά το κριθάρι). Ο Αλέξης πάντως ήταν καλός άνθρωπος και πολύ ευχάριστος στη συζήτηση. Είναι πλέον μακαρίτης. Έμαθα πως πέθανε πριν ένα χρόνο στον Καναδά. Στη μνήμη του πρόσφερα ένα ποσό στο Σύλλογό τους (ισόποσο με πάνω από ...100 κιλά κριθάρι) για τα μαθητικά βραβεία του χωριού του. Αναπαύσου Αλέξη. Θα σε θυμάμαι πάντα. Ήσουνα καλοκάγαθος άνθρωπος.
Το απόγευμα γυρίσαμε στο χωριό με τον αγωγιάτη το Γιάννη. Η πρώτη δουλειά βέβαια ήταν να τον πληρώσω.
-Εκατό για μένα και 50 για το ζώο,
λέει ο Γιάννης.
Του τα έδωσα και τον ευχαρίστησα με ανάμεικτα όμως συναισθήματα. Μου φανήκανε κάπως πολλά. Έπαιρνα τότε 4.500 δρχ. το μήνα. Έτσι δεν ξαναπήρα αγωγιάτη. Έμαθα από μουλάρια και έπαιρνα ένα από το χωριό μας, κυρίως για συντροφιά. Δεν είχα πρόβλημα με το περπάτημα. Πλήρωνα 20 δρχ. και όχι βέβαια 150 που ήθελε ο Γιάννης.
Με την ενέργειά πάντως του κουτοπόνηρου και αφελή Αλέξη, γνώρισα από την αρχή της καριέρας μου, ως αγροτικός γιατρός, την χωριάτικη νοοτροπία... Πάντως με ευχαρίστηση τα θυμάμαι όλα αυτά, τώρα που πέρασαν τα χρόνια.
(ΧΙΜ_2-3-11)