Γεωργίου Δ. Βέργου.

.

Για τη ζωή στο χωριό μας Σέρβου έχω γράψει κάποια άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα και στην ιστοσελίδα. Σκέφτηκα να γράψω ένα ακόμη και να περιγράψω προσωπικές-οικογενειακές εμπειρίες από την πενταετία 1961-1966, αφού πια έχουν μόνο ιστορική αξία. Έτσι θεωρώ πως θα είναι μια ποιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη ζωή στο χωριό και τις νοοτροπίες των ανθρώπων εκείνη την εποχή, κυρίως για τους νεότερους πατριώτες, που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες.

Καλός πολίτης…

«…Τη Μεγάλη Δευτέρα, 3 Απριλίου 1961, πήγα στο χωριό μας ως πολίτης πλέον, αφού  υπηρέτησα τη θητεία μου για 24 μήνες, στα τεθωρακισμένα.   Στο στρατό πέρασα καλά, αλλά εκείνο που με απασχολούσε ήταν τι θα κάνω όταν απολυθώ. Θα μείνω στο χωριό στο μαγαζί του πατέρα μου, ή θα φύγω για την Αθήνα, όπως οι πιο πολύ νέοι τότε, ή θα πάω κάπου αλλού, πιθανόν και μετανάστης;

 Πέρασε το Πάσχα και είχαμε λίγη δουλειά στο μαγαζί, κυρίως λόγω των εορτών.  Συνάμα αυτές τις ημέρες έγιναν και οι αρραβώνες της αδελφής μου Μαρίας και κάπως έτσι άρχισε να κυλάει ο καιρός. Πήγα και στην Τρίπολη και έδωσα εξετάσεις και πήρα επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης αυτοκινήτου (στα τεθωρακισμένα ήμουνα οδηγός).

Ο Γιάννης ο προξενητής και το συνοικέσιο.

Και ενώ εγώ είχα τις δικές μου στενοχώριες για το τι δουλειά θα κάνω, οι γονείς μου άρχισαν να με γυροφέρνουν να παντρευτώ, παρόλο που ήμουνα μόλις 24 χρόνων. Ο πατέρας μου έλεγε πως επειδή θα παντρεύαμε τη αδερφή μου στο τέλος του χρόνου και θα δίναμε προίκα δεν θα υπήρχανε χρήματα για να κινηθεί το μαγαζί και έπρεπε εγώ να παντρευτώ, να πάρω την προίκα, να την βάλω στο μαγαζί, το οποίο θα ήτανε μελλοντικά δικό μου κι έτσι θα μπορούσαμε να κινηθούμε οικονομικά. Το μαγαζί κατά τους υπολογισμούς μας, είχε γύρω στις σαράντα με πενήντα χιλιάδες εμπόρευμα, χρωστούσε τριάντα με τριάντα πέντε χιλιάδες και μας χρωστούσανε περισσότερα από εξήντα χιλιάδες.

Τελικά, μετά από πολλή πίεση και με κρύα καρδιά είπα το ναι, με απώτερο στόχο, μετά από πέντε-έξι χρόνια να έφευγα για την Αθήνα, πράγμα που έγινε. Οι γονείς μου βέβαια δεν πίστευαν πως θα έφευγα, νόμιζαν ότι αφού θα δημιουργούσα εκεί οικογένεια θα έμενα για πάντα στο χωριό. Από την άλλη, δεν συμφωνούσα με τον τρόπο που θέλανε αυτοί να με παντρέψουν, δηλαδή με συνοικέσιο.

Ο πατέρας μου όμως …έβαλε τη δουλειά μπροστά. Στο μαγαζί τα έπινε συχνά με ένα φίλο του, το Γιάννη Στρίκο (Ντέρη), που ήταν τσοπάνης. Στο κρασί απάνου τον ρώτησε  αν γνωρίζει καμιά καλή κοπέλα να την πάρουμε για μένα! Αυτός του είπε ότι είχε μια εξαδέλφη στο Τσελεπάκου (χωριό 50 χιλιόμετρα μακριά από το δικό μας) που ήταν πολύ καλή. Μου το είπανε και μένα και μου πρότειναν να πάμε στο χωριό της να την δούμε. Εγώ όμως δεν συμφωνούσα με τίποτα και δεν ήθελα να πάω, αφού εκείνο που με απασχολούσε ήταν  αν θα έμενα στο χωριό ή θα έφευγα, άσχετα που είχα πει στους γονείς μου πως θα έμενα.

Τελικά, αφού εγώ αρνιόμουνα, πήγαν στου Τσελεπάκου ο πατέρας μου με τη μάνα μου και το Γιάννη τον …προξενητή. Ήτανε μέσα Ιουλίου 1961. Εκεί ούτε καν τους περίμεναν, όπως μου είπε αργότερα η γυναίκα μου η Ντίνα.  Είπανε ότι είχανε να πούνε και την άλλη μέρα επέστρεψαν στο χωριό. Μια βδομάδα μετά νάσου στου Σέρβου η Ντίνα με την αδερφή της και τον αδερφό της, στο σπίτι του Γιάννη του προξενητή. Αφού φάγανε, βγήκαν μετά και έκαναν κάποιες βόλτες να γνωρίσουν το χωριό. Τελικά κατάληξαν στο μαγαζί μας. Όταν κλείσαμε το μαγαζί πήγαμε όλοι στο σπίτι μας να συζητήσουμε και τέλος πάντων να γνωριστεί και ο γαμπρός με τη νύφη. Πράγματι καθίσαμε, συζητήσαμε και το συμπέρασμα είναι πως εγώ και η Ντίνα καταλάβαμε πως μπορούσαμε να κάνουμε ο ένας για τον άλλο. Έτσι, μετά μερικές μέρες ήρθανε στου Σέρβου τα άλλα 2 αδέλφια της «νύφης» και σε λίγες μέρες αρραβωνιαστήκαμε. Παντρευτήκαμε δύο μήνες αργότερα, στις δέκα πέντε Οκτωβρίου. Η ζωή μας και η συμβίωση ήτανε από την αρχή και είναι ακόμη αρμονική. Δεν είχαμε ιδιαίτερα προβλήματα και ότι μικροδιαφορές παρουσιαζόσαντε τις λύναμε με σεβασμό και αγάπη ο ένας για τον άλλο. Την ίδια χρονιά (1961) πέτυχε και ο αδελφός μου Γιάννης στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και στις 31 Δεκεμβρίου έγινε και ο γάμος της αδελφής μου Μαρίας με τον αείμνηστο Γιώργο Μαραγκό.

.

Επέκταση του μαγαζιού και πλεχτά.

Έτσι με την τροπή που πήραν τα πράγματα άρχισα πια να σκέφτομαι πώς να επεκτείνω τη δουλειά στο μαγαζί. Τα χρήματα που πήρε η Ντίνα προίκα, τα διέθεσα στο μαγαζί εμπλουτίζοντάς το και σε άλλα είδη, όπως κρεβάτια, στρώματα, ραδιόφωνα, ραπτομηχανές και ότι άλλο ζητούσανε και πουλιότανε εκείνη την εποχή. Το καλοκαίρι του 1962 αγοράσαμε και πλεκτομηχανή χειροκίνητη, διότι τότε δεν υπήρχε ρεύμα στο χωριό και κάναμε αρκετά και σύγχρονα πλεκτά.  Κάθε χρόνο πλέκαμε 250-300 τεμάχια μέχρι το 1966. Κάθε πλεκτό άφηνε κέρδος από 50-100 δραχμές.  Μία ημέρα μπορούσαμε να φτιάξουμε 6-7 τεμάχια. Εγώ έπλεκα (ήθελα 1-1 ½ ώρα για ένα τεμάχιο) και η Ντίνα τα έραβε (άλλη τόση ώρα). Κάθε δεκαπέντε ημέρες περίπου πήγαινα στην Τρίπολη και έφερνα εμπορεύματα περίπου 1 ½ τόνο, ίσως και περισσότερο.

.

Ρούχα και παπούτσια στο χωριό πριν το 1960.

Εδώ θα κάνω μία παρένθεση να πω πως πριν το 1960, πουλούσαμε στο μαγαζί και νήματα για ύφανση. Τότε όλες οι κοπέλες έπρεπε να ξέρουν να υφαίνουν και συνάμα μπογιές να βάφουνε τα νήματα, μάλλινα ή βαμβακερά. Δεν υπήρχανε έτοιμα ρούχα και ότι φορούσαμε το ράβαμε μόνοι μας ή σε μοδίστρες οι γυναίκες, ή σε ράφτη οι άντρες. Από το 1950 άρχισαν να κυκλοφορούν παντελόνια από Ντρίλι, ένα ύφασμα βαμβακερό κακής ποιότητας και πουκάμισα και σιγά σιγά μπλούζες γυναικείες και γύρω στο 1960 άρχισαν να κυκλοφορούν τα πλεκτά. Παπούτσια πουλούσαμε στο μαγαζί από το 1951-52 και ήτανε λινά, τύπου αθλητικά, ελβιέλες τα ονομάζανε. Πουλούσαμε και άρβυλα καινούρια, καθώς και μεταχειρισμένα  στρατιωτικά τα οποία ήτανε κακής ποιότητας. Για καλά παπούτσια, αδιάβροχα, κάναμε μόνο παραγγελία στους αείμνηστους τέσσερις τσαγκάρηδες που είχαμε στο χωριό:

*Δημήτρη Κερμπεσιώτη,

*Γιώργη Σχίζα (Σγούλια),

*Θοδωρή Τρουπή (Αλούπη) και

*Χρήστο Παπαγεωργίου, που συνήθως ήτανε και γραμματέας της κοινότητας, τουλάχιστον μέχρι το 1970.

.

Και Κρεοπωλείο.

Στο μαγαζί είχαμε χωρίσει και έναν μικρό χώρο 1.50Χ1.50 μ. περίπου και το είχαμε κάνει κρεοπωλείο. Εκείνη την εποχή ότι ήθελε ο καθένας πουλούσε στο μαγαζί του. Τα πέντε χρόνια που έμεινα στο χωριό, κάθε χρόνο έσφαζα γύρω στα διακόσια περίπου ζώα, κατσίκια, αρνιά και γίδες (κατσίκες). Τότε δεν είχαμε ψυγεία, διότι δεν είχαμε ρεύμα.

Ο φωτογράφος.

Από το 1961 που απολύθηκα από στρατιώτης ασχολήθηκα επαγγελματικά με τις φωτογραφίες, βγάζοντας άδεια πλανοδίου φωτογράφου. Αυτό με βοήθησε πολύ, γιατί τότε έγινε υποχρεωτικό όλοι πάνω από 18 ετών να βγάλουνε νέες αστυνομικές ταυτότητες. Έβγαλα σχεδόν όλο το χωριό, άνδρες–γυναίκες, γύρω στα επτακόσια άτομα. Για τις ταυτότητες πήγαινα και στα γύρω χωριά με έναν χωροφύλακα από το Αστυνομικό Τμήμα του Σέρβου ή του Παλούμπα. Χτυπούσαμε την καμπάνα και σχεδόν υποχρεωτικά έμπαιναν όλοι στη σειρά και τους φωτογράφιζα. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, διότι εκτός από το οικονομικό μέρος, ερχόμενος στην Αθήνα σταδιοδρόμησα σ’ αυτό το επάγγελμα και επί έντεκα χρόνια άσκησα το επάγγελμα, με πολύ καλές αποδοχές. Οι φωτογραφίες ήτανε διατιμημένες επτά δραχμές οι τέσσερες. Εμένα μου στοίχιζαν 2,40 δραχμές. Σχετικά με τις ταυτότητες, αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1960 έβγαζαν μόνο οι άνδρες, τουλάχιστον στην επαρχία και ήτανε ένα χαρτονάκι τσακισμένο στη μέση, στα αριστερά είχε τη φωτογραφία του κατόχου και δεξιά τα στοιχεία του. Από το 1960 επεβλήθη στην αρχή στην Αθήνα και στον Πειραιά και από το 1961 σε όλη την  Ελλάδα, να βγάζουν όλοι ταυτότητα άνω των18 χρονών.

Η ζωή στο χωριό εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολη και είχε και πολλά απρόοπτα. Εγώ με τη γυναίκα μου, εκτός από τις δουλειές του μαγαζιού κάναμε και όλες τις άλλες δουλειές του σπιτιού καθώς και τις δουλειές με τα ζωντανά και τα χωράφια. Αξίζει να σας διηγηθώ και μία περιπέτεια.

 

.

Τοκετός στο χωριό.

 «…Ήταν Μάρτιος του 1965, με πάρα πολύ χιόνι, είμαστε αποκλεισμένοι. Ήρθε το μηχάνημα και άνοιξε το δρόμο, το λεωφορείο όμως έφυγε για να μην αποκλειθστεί. Στις 6 του μηνός, γύρω στις εννέα το βράδυ, πιάσανε οι πόνοι τη γυναίκα μου που ήταν έγκυος το δεύτερο παιδί μας, την κόρη μας (κανονικά θα γεννούσε μετά ένα μήνα). Γιατρός στο χωριό δεν υπήρχε γιατί ο αγροτικός έλειπε με άδεια. Εγώ ήμουνα άρρωστος με πυρετό. Τι να έκανα όμως. Πήρα το Μήτσιο  του Σιώκου (Δημόπουλο, καλή του ώρα, είχε βαφτίσει την αδερφή μου Κατερίνα) και πήγαμε στα Λαγκάδια με τα πόδια, μέσα στα χιόνια να βρούμε γιατρό. Θυμάμαι που ο Μήτσιος ήταν πολύ λυπημένος και δακρυσμένος γιατί πριν λίγο καιρό είχε σκοτωθεί ο αδερφός του ο Μανώλης και σε όλο το δρόμο συζητούσαμε γι αυτό.

Στα Λαγκάδια δυστυχώς λείπανε και οι δύο γιατροί, πράγμα που μας ανάγκασε  να πάρουμε ταξί και να πάμε στη Δημητσάνα, μέσα στα χιόνια μετά τις δώδεκα τη νύχτα. Και εκεί όμως έλειπε ο γιατρός (ήτανε απόκριες), και πήγαμε και ξυπνήσαμε έναν συνταξιούχο γιατρό, που είχε κάνει και στο χωριό μας αγροτικός και επειδή κάποιο διάστημα έμενε στο σπίτι μας, δέχτηκε να έρθει στο χωριό. Φτάσαμε τελικά μετά τις 3 το πρωί. Στο μεταξύ όμως τη Ντίνα την πιάσανε οι δυνατοί πόνοι, φωνάξανε μια πρακτική μαμή του χωριού, (την Πανταλέχαινα,-γιαγιά του σημερινού προέδρου της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλου- ας είναι αιωνία η μνήμη της) και όταν πήγαμε εμείς η έγκυος είχε γεννήσει…».

.

Το αποτέλεσμα μετράει.

Τα πλεχτά που φτιάχναμε εκείνη την εποχή, οι φωτογραφίες και όλες γενικά οι δραστηριότητες στο μαγαζί άφηναν αρκετό κέρδος. Όμως το αποτέλεσμα ήτανε διαφορετικό. Το 1967 που κλείσαμε το μαγαζί και ήρθαμε όλοι στην Αθήνα, όχι μόνο δεν μας έμεινε τίποτα, αλλά ο πατέρας μου ήταν χρεωμένος με 36.000 δραχμές (80 άτομα του χρώσταγαν συνολικά περί τις ογδόντα πέντε χιλ. δρχ. και δεν τον ξόφλησαν ποτέ), ποσό που πλήρωσα με δόσεις περίπου για ένα χρόνο, βοηθούμενος και από τον αδελφό μου, ο οποίος τότε ορκίστηκε γιατρός.  Αν αναρωτηθείτε τι έγινε το εμπόρευμα που είχαμε το μαγαζί, η απάντηση είναι πως το πετάξαμε… Δεν μπόρεσε ο πατέρας μου να το πουλήσει με τίποτα…»

.

Επίλογος

Κάνοντας έναν απολογισμό μετά 50 περίπου χρόνια μπορώ να πω πως με τις εμπειρίες που απόκτησα τότε ως έμπορας και φωτογράφος στο χωριό (και το γεγονός πως έμαθα να δουλεύω σκληρά) με βοήθησαν να ασχοληθώ και στην Αθήνα με το εμπόριο και νομίζω πως τα πήγα καλά. Προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένος.  

.

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.