.
Οι άνθρωποι που μετανάστευσαν από το χωριό μας προς τις μεγάλες πόλεις, κυρίως από τη δεκαετία του 1960, δεν εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες. Όλοι σχεδόν φρόντιζαν τα σπίτια τους και τα καλοκαίρια έκαναν οικογενειακές διακοπές στο χωριό.
Μαζί τους έφερναν, συνήθως, τα παιδιά ή τα εγγόνια, που ακόμα δεν είχαν τραβήξει …το δικό τους δρόμο. Έτσι, ο «Σερβαίικος Αύγουστος», για πολλά χρόνια, πλημύριζε από νεολαίους.
Ι. Ν. Αγίου Νεκταρίου, Σέρβου |
Βρύση "Σουλινάρι". |
Τα Σεβιωτόπουλα, λοιπόν, έκαναν μεγάλες παρέες και βολτάριζαν «πέρα-δώθε» στο χωριό, απογευματινές και νυχτερινές κυρίως ώρες. Συγκεντρώνονταν συνήθως σε δύο σημεία, που είχαν αρκετή ευρυχωρία και παγκάκια για πολλά άτομα.
Το ένα είναι το «σουληνάρι», στην ανατολική πλευρά, πριν την είσοδο στο χωριό, και το άλλο είναι το εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου (κτήτωρ ο Γιώργος του Χρήστου Παπαγεωργίου), λίγο έξω από το χωριό, προς τη δυτική πλευρά.
Λιγότερο συχνά οι νεολαίοι συγκεντρώνονταν στο προαύλιο της πάνω εκκλησιάς (Ζωοδόχος Πηγή) και στα ξωκκλήσια του Αγιοθανάση, του Αγιαντριά και του Προφήτη Ηλία.
Σε αυτά τα μέρη περνούσαν αρκετές ώρες οι νέοι μας, ανάλογα βέβαια και με την ηλικία. Τα μικρότερα παιδιά πήγαιναν πιο νωρίς στο σπίτι. Τα μεγαλύτερα συχνά ξενυχτούσαν, πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο, και έχοντας ως σημείο αναφοράς την πλατεία της «Ράχης», όπου συγκεντρώνονταν όλες οι παρέες.
Λίγο πριν ξημερώσει, τα παιδιά έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια τους, να φάνε κάτι στο πόδι «στα μουλωχτά» να μην τους πάρουν χαμπάρι οι δικοί τους, και να κοιμηθούν, για να μπορέσουν να ξενυχτήσουν και το επόμενο βράδυ…
Αυτή η κατάσταση με το ξενύχτι καθόλου δεν άρεσε στους μεγάλους, ως ήταν φυσικό, ιδιαίτερα στις μανάδες, αλλά τι να κάνουν; Δεν ήταν καθόλου εύκολο να επιβληθούν στα παιδιά, γιατί εκτός από το γεγονός που θα δημιουργείτο μεγάλη γκρίνια στο σπίτι, θα κολλούσαν στα παιδιά (οι άλλοι της παρέας) και τη ρετσινιά του «μαμάκια», πράγμα που δεν ήταν καθόλου κολακευτικό για ένα παιδί.
Όμως, η κατάσταση αυτή δεν ήταν και χωρίς …συνεπακόλουθα.
Έβλεπε π.χ. κανείς κατά τις 3-4 η ώρα τη νύχτα κάποιες μανάδες, με τα νυχτικά, να κυκλοφορούν κατά τη «Ράχη μεριά» να δουν …τι γίνεται, να συναντήσουν καμιά …ομοιοπαθή, να πούνε δυο κουβέντες κλπ. κλπ.
Επίσης το πρωί «νυχτούλια» που πήγαιναν οι παππούδες να ποτίσουν τα περιβόλια και συναντούσαν τους νεολαίους να επιστρέφουν στα σπίτια τους, «τρομάζανε» και όλο κάτι ψιθύριζαν, για το πώς …«χάλασε η πλάση»! και τα σχετικά...
«Που γυρνάτε παιδάκι μου τέτοια ώρα»,
ακούστηκε να λέει ένας παππούς στο εγγόνι του…
Ένα από αυτά τα πρωινά, λοιπόν, καλημερίστηκαν δυο φιλενάδες γειτόνισσες, που τα παιδιά τους πήγαιναν στο Λύκειο και ήσαν «μέλη» της ίδιας νυχτερινής ομάδας. Η μία, «βέρα Αθηναία-σερβόνυφη», και η άλλη «καθαρόαιμη» Σερβαία, με άντρα από την Αθήνα.
-Καλημέρα κυρία Φωτεινή (τυχαίο το όνομα), λέει η Σερβόνυφη.
-Καλημέρα, απαντάει η άλλη, "φουριόζα" με φάτσα προβληματισμένη, κοιτάζοντας στα μάτια τη νύφη του χωριού. Και συνεχίζει.
-Που ήσαν τα παιδιά μας απόψε, μωρ΄ γειτόνισσα; Τι θα γίνει με αυτές τις παρέες και αυτή την κατάσταση; Τι αποτελέσματα θα έχουμε;
Η «νύφη» κατάλαβε που το πήγαινε η Σερβαία, και αφού σκέφτηκε κάμποσο, βρήκε την ευκαιρία να την πειράξει. Της λέει λοιπόν χαμογελώντας και σε αργό ρυθμό.
-Δεν ξέρω κυρία Φωτεινούλα μου! Τι να πω και εγώ. Εσείς από το χωριό ξέρετε περισσότερα! Ας περιμένουμε …εννέα μήνες και βλέπουμε…
Τι ήτανε να ακούσει τέτοιο πράγμα η κυρία Φωτεινή. Λες και τη χτύπησε κεραυνός.
Σκύβει το κεφάλι και «μπράστ» μπαίνει στο σπίτι, μουρμουρίζοντας.
Της ήρθαν κακές μνήμες από την εποχή που η ίδια πήγαινε στο γυμνάσιο Λαγκαδίων, και τόυτε συνέβη κάτι πολύ σοβαρό, σε αυτό το κεφαλοχώρι. Δύο παιδιά του Γυμνασίου, από τα Λαγκάδια, γειτονόπουλα, έγιναν γονείς και «βούιξε όλη η περιοχή», χώρια από τα συνεπακόλουθα αυτού του γεγονότος (τα παιδιά παντρεύτηκαν τελικά μετά από κάποια χρόνια, αλλά το ...στίγμα είχε μείνει, ιδιαίτερα για το γιό τους!).
Χ. Ι. Μαραγκός.
.