.
Γεωργίου Δ. Βέργου
1. ΔΕΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ....
Ένα μπουλούκι από Σερβαίους μαστόρους (αρχιμάστορας, χτίστες, τριώτες, μαστορόπουλα), είχαν πάει με τα ζα τους στη Μεσσηνία, να ψάξουν για καμιά δουλειά (σπίτι, χαμοκέλα, μάντρα κλπ), να βγάλουν κανά φράγκο να ζήσει η οικογένεια. Αφού γύρισαν διάφορα χωριά, χωρίς αποτέλεσμα, τελικά κατάληξαν κάπου, που κάποιος «χριστιανός» ήθελε αν φτιάξει ένα μικρό σπίτι.
Πέτρινα σπίτια στο χωριό μας |
Αφού συστήθηκαν, και το αφεντικό έφερε ένα μπουκάλι κρασί, κάθισαν στις πέτρες της αυλής να συζητήσουν τα σχετικά με την κατασκευή, κυρίως την τιμή που θα συμφωνούσαν ανά τετραγωνικό πήχη.
Το αφεντικό με τον πρωτομάστορα καθόσαντε κοντά-κοντά, πιο ΄κει οι άλλοι μαστόροι και αρκετά πίσω τα παιδιά, που παρακολουθούσαν τη συζήτηση. Ήταν όμως δασκαλεμένα, όταν ακούν τη λέξη «τόσες δραχμές τον πήχη» τη διάρκεια της συζήτησης, να λένε χαμηλόφωνα «δεν συμφέρει», ώστε να το ακούει το αφεντικό (άσκηση ψυχολογικής βίας) και να πετύχουν τελικά καλύτερη τιμή.
Ξεκίνησε λοιπόν το παζάρι με την τιμή ανά πήχη χ δραχμές (1 τ.π.=0,75χ0,75 μέτρα, το τετραγωνικό μέτρο εφαρμόστηκε μετά το 1959).
Λέγανε λοιπόν οι μαστόροι πως η τρέχουσα τιμή είναι τόσο, απαντούσε το αφεντικό πως κάποιο άλλο μπουλούκι έφτιαξε με καλύτερη τιμή, κάποιο άλλο σπίτι, και έτσι συνεχιζόταν η συζήτηση.
Τα παιδιά όταν άκουγαν τη λέξη μόνο «δραχμές», έλεγαν «δεν συμφέρει, α μπα, δεν συμφέρει».
Αφού πέρασε κάμποση ώρα με τα παζάρια, τελικά συμφώνησαν αφεντικό και πρωτομάστορας, σε μια καλή τιμή για τους μαστόρους, και δώσανε τα χέρια. Τα παιδιά όμως, δεν κατάλαβαν τι σήμαινε αυτό, και συνέχισαν το «χαβά τους» με το δασκαλεμένο, «δεν συμφέρει».
-Σκάστε ρε παλιόπαιδα, ο άνθρωπος μας έδωσε μια καλή τιμή που τον συμφέρει, λέει ο πρωτομάστορας.
-«Άιστε, σιαπέρα στα ζα».
Τσιμουδιά τα παιδιά. Σηκώθηκαν και πήγαν κατά τα ζα.
Όταν αργότερα μαζεύτηκε το μπουλούκι, ο πρωτομάστορας τα μάλωσε και τους εξήγησε πως λίγο έλειψε να χάσουν τη δουλειά με το «δεν συμφέρει».
-Όταν βλέπετε και δίνουμε τα χέρια, «ρε παναθεμάστε» θα σταματάτε το «δεν συμφέρει», θα σηκωνόσαστε και θα πηγαίνετε «σιαπέρα»…
-Το καταλάβατε ΄ρε;
-Ναι μπάρμπα…
2. ΤΑ ΚΟΤΣΙΦΟΠΟΥΛΑ
.
Καθότανε ο Λιάς κι ο Μήτρος (τυχαία ονόματα) στο τουράκι της «Κάτω εκκλησιάς» (πριν τα κάγκελα υπήρχε τουράκι στην νοτιοανατολική πλευρά) και συζητάγανε:
-Τι φάγατε σήμερα Λια;
-Εμείς σήμερα Μήτρο μου, φάγαμε κριας.
-Μισοβδόμαδα κριας, ΄ρε Λιά; Που το βρήκες; Έσφαξες κάνα σφαχτό (Εννοούσε κανά κατσίκι ή κανένα κόκορα).
-Όχι ρε, ο Λιάκος μου, κάπου ήξερε μια κοτσιφοφωλιά και πήγε σήμερα και έπιασε τα πουλιά. Δεν ήσαν και λίγα, τέσσερα κοτσιφόπουλα, ψωμωμένα, να τέτοια (και έδειξε τη γροθιά του).
Τα έψησε η γυναίκα στη θράκα και φάγαμε ούλοι κριας, σαν όρνια, σκάσαμε στο φαί. (Ήταν και … ολιγομελής η οικογένεια, κάπου 6-7 άτομα!).
-Μπράβο ρε Λια, ποιός τι χάρη σου, εγώ έχω να δοκιμάσω κριας πολύ καιρό!...
(χιμ)
.