.
Γ. Δ. Βέργου
Τι να πρώτο-θυμηθεί κανείς από τη ζωή στο χωριό μας, περί τα μέσα του περασμένου αιώνα, που εγώ ήμουνα παιδί-έφηβος (γεννημένος το 1937). Θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία, που με είχε εντυπωσιάσει τότε και πάρα πολύ με είχε τρομάξει, και τη θυμάμαι σαν να είναι τώρα.
Ήταν η εποχή που είχε τελειώσει ο καταστροφικός τριετής εμφύλιος πόλεμος στη χώρα μας, γύρω στο 1949-1951. Εκείνα τα χρόνια, όλα σχεδόν τα παιδιά του χωριού πηγαίναμε κάθε μέρα να βοσκίσουμε τα ζωντανά (συνήθως γίδες, μουλάρι και γαϊδούρι), αν δεν είχαμε σχολείο ή δεν πηγαίναμε στο σχολείο. Έβλεπε, δηλαδή, κανείς σε όλους τους δρόμους έξω από το χωριό, παιδιά να τραβάνε από το καπίστρι το μουλάρι ή το γαϊδούρι (ή να είναι καβάλα σε αυτά) και τις γίδες μπροστά ή πίσω, να κατευθύνονται στα χωράφια. Όσα νοικοκυριά είχαν και σκύλο, ακολουθούσε και αυτός και …έκανε παρέα στο παιδί.
Εγώ είχα 2-3 γίδες και το μουλάρι μας και με αυτά «σκάριζα», σχεδόν κάθε μέρα. Το μοναδικό χωράφι που είχαμε ήταν στην περιοχή «κοκκινάλωνο», στο δρόμο κάτω από το νεκροταφείο του χωριού, προς το ρέμα της Γκούρας. Κοντά εκεί είναι και η περιοχή «Ραχηπουρίνη», που είχε κτήματα η οικογένεια Τερζή. Εκεί πήγαιναν με τα ζώα τους τα αδέρφια Μιχάλης και Νίκος.
Το δικό μας χωράφι, ήταν απέναντι από το «Τερζαίικο» και μας χώριζε το χωράφι του αείμνηστου Μήτσου Παναγόπουλου. Με τα παιδιά αυτά κάναμε παρέα, προπαντός το μεσημέρι, που τα ζώα «σταλίζανε». Τις άλλες ώρες έπρεπε να έχουμε «τα μάτια μας ανοιχτά» και να «σαλαχάμε» τις γίδες, μη πάνε σε ξένα χωράφια, γιατί μετά… «κλαύτα Χαράλαμπε».
Τα φίδια
Ήταν, λοιπόν, ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι, με πολύ ήλιο και απόλυτη ησυχία. Οι γίδες μου ήταν «κωλοκαθισμένες» κάτω από μια σκιά δέντρου και αναμασάγανε τα χόρτα που είχαν φάει. Από δίπλα στάλιζε και το μουλάρι, με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Εγώ δεν είχα τι να κάνω και σκέφτηκα να φωνάξω το Μιχάλη να ΄ρθει να παίξουμε. Ανέβηκα σε μια πέτρα και άρχισα να τον φωνάζω.
Μια-δυο φορές, αλλά καμία απόκριση. Έβαλα τα δυνατά μου και τον ξάνα-φώναξα. Τότε βλέπω το Μιχάλη να σηκώνεται σιγά-σιγά πίσω από μια μισό-γκρεμισμένη μάντρα, του μπάρμπα-Μήτσιου, και με το χέρι στο στόμα να μου κάνει νόημα να μη μιλάω. Με το άλλο χέρι μου έγνεψε να πάω εκεί, αλλά από την πίσω πλευρά της μάντρας.
Έτσι και έκανα. Αλαφροπατώντας, σιγά-σιγά και αμίλητος, πήγα προς τα εκεί. Πλησιάζω στη μάντρα, πίσω από το Μιχάλη, και τι να ιδώ. Κάτω στη «λάκα», στο χωράφι του μπάρμπα-Μήτσιου, υπήρχαν πάρα πολλά φίδια, που δεν μπορούσα να τα μετρήσω, και κινιόντουσαν αργά, σαν να παίζανε.
Σάστισα βέβαια και με έπιασε ένα τρέμουλο. Τώρα που το σκέφτομαι σίγουρα θα ήσαν πάνω από πενήντα φίδια.
Λούφαξα και εγώ πίσω από το Μιχάλη, και για αρκετή ώρα κοιτούσαμε το παράξενο θέαμα, με τόσα πολλά φίδια στη «λάκκα» του μπάρμπα-Μήτσιου, ενώ το φυλλοκάρδι μας έτρεμε. Κάποια στιγμή, ο Μιχάλης, πιο θαρραλέος και λίγο πιο μεγάλος από μένα, παίρνει μια μεγάλη πέτρα και την πετάει στη «λάκκα». Για πότε εξαφανίσθηκαν τα φίδια και χώθηκαν στις τούφες και στη μάντρα, δεν λέγεται.
Γυρίσαμε το απογευματάκι στο χωριό και για μέρες διηγιόμαστε στα άλλα παιδιά …τι είδανε τα μάτια μας. Με το Μιχάλη όταν συνντιόμαστε, πάντα θυμόμαστε αυτό το γεγονός.
Παρόλο που τα παιδιά στο χωριό είμαστε κάπως εξοικειωμένοι με τη θέα των φιδιών, αφού συχνά βλέπαμε φίδια στο δρόμο και στα χωράφια, εκείνο το θέαμα με φόβισε πολύ, και είναι βαθειά χαραγμένο στο μυαλό μου. Ξέραμε, επίσης στο χωριό, πως αν σε δαγκώσει φίδι μπορεί να πεθάνεις και γι αυτό είμαστε πολύ προσεκτικοί. Είχαμε ακούσει διάφορες ιστορίες από τσιμπήματα φιδιών σε πατριώτες, και πόσο πολύ ταλαιπωρήθηκαν και κινδύνευσαν οι άνθρωποι.
Θυμάμαι και την περίπτωση μιας πανωμαχαλίτισσας, που ήταν περίπου συνομήλικη, και που τη δάγκωσε ένα φίδι στο χωράφι της, εκεί προς την περιοχή «ρίζες» (μετά τον Αγιαντριά). Το συζήταγε όλο το χωριό, με φόβο και εκφράσεις συμπάθειας. Θυμάμαι που λέγανε πως τις δέσανε το χέρι σφιχτά, να μην προχωρήσει τάχα το δηλητήριο, και πως τις τραβήξανε ξυραφιές γύρω από την πληγή, ώστε να βγει το μολυσμένο αίμα… (Αυτά μπορούσαμε να κάνουμε τότε στο χωριό, και αυτά κάναμε). Πάντως η «φιδοφαγωμένη» (ή φράση αυτή ήταν και κατάρα στο χωριό) έζησε και είναι μια χαρά σήμερα και ζει σε μεγάλη επερχιακή πόλη, με παιδιά, εγγόνια κλπ.
(Φίλε Μιχάλη, να είμαστε καλά να τα θυμόμαστε).
*****
Σημ. Η λέξη «λάκκα» ήταν συνηθισμένη στο χωριό. Με αυτή προσδιορίζαμε μια επίπεδη σχεδόν επιφάνεια στο κέντρο ενός χωραφιού, σε αντίθεση με τις «πεζούλες», που ήταν στα πλάγια και είχαν πέτρινη μάντρα από ξερολιθιά, να συγκρατεί τα χώματα Μάλιστα, μια περιοχή με χωράφια στο χωριό ονομάζεται «λάκκες», γιατί έχει πολλές τέτοιες επιφάνειες. Είναι μετά τον Αγιαντριά (στο σκάπετο), πάνω από το Λαγκαδινό συνοικισμό «Κουκουλίστρα». Εκεί είχαν χωράφια κυρίως οι «Μαραγκαίοι», ο Γιώκος ο Σχίζας (Αρφάνης) και ο Πολυχρόνης Παγκράτης .
Επίσης πρέπει να σημειωθεί πως και μέσα στο χωριό, μια συνοικία λέγεται «Λακκα-θάνιζα», πιθανότατα γιατί είναι η μόνη, κάπως επίπεδη περιοχή, αφού το χωριό μας είναι χτισμένο στην πλαγιά του βουνού. Είναι μια περιορισμένη λωρίδα του χωριού, με αρκετά σπίτια, δυτικά του Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, μέχρι το ιστορικό σπίτι του Φώτη Δάρα, ιδιοκτησίας σήμερα του Θ. Γ. Τρουπή (Γκράβαρη). Αν η συνοικία πράγματι πήρε το όνομα από το «Λάκκα» θα πρέπει να δούμε τι σημαίνει το δεύτερο συνθετικό «-θάνιζα».
(ΧΙΜ)